Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 17)

Έτριψε τον μηρό της. Το μούδιασμα παρέμενε παρά τις επίμονες προσπάθειές της. Ένιωθε εξαντλημένη και κρύωνε. Ανασήκωσε σιγανά τα πόδια της και τα έσφιξε πάνω στο στήθος της. Ο χώρος, αν και της πρόσφερε κατάλυμα, παρέμενε καταθλιπτικός και παγωμένος. Αν μπορούσε να παραβλέψει τη θολούρα που επικρατούσε ακόμα μέσα στο κεφάλι της και να υπολογίσει σωστά, ο Γιάννης έλειπε περίπου μια ώρα. Ο Γιάννης. Ένας παράξενος τύπος, αλλόκοτα οικείος, με γοητευτικό χαμόγελο.

Δοκίμασε να σηκωθεί, μα ήταν ακόμα πολύ αδύναμη, τόσο που κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα. Πιάστηκε από τη ράχη του καναπέ και προσπάθησε να συνηθίσει την ταγκή μυρωδιά του χώρου. Περπάτησε με κόπο ως το παράθυρο και κοίταξε μέσα από τη σχισμή που άφηναν οι πολυκαιρισμένες σανίδες. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά στον ουρανό. Διέκρινε κάποια παλιά χαμόσπιτα και μερικούς αφηρημένους περαστικούς που περπατούσαν ανέμελα στον στενό, ανηφορικό δρόμο. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη γειτονιά, μα, στην κατάστασή της, θα ήταν θαύμα αν αναγνώριζε τον ίδιο της τον εαυτό στον καθρέφτη.

Άλλη μια φορά που τα είχε κάνει μαντάρα στη ζωή της, άλλη μια φορά που βασίστηκε στην ελεημοσύνη των άλλων. Άλλη μια μέρα που είχε ξημερώσει χωρίς νόημα. Έτριψε τους κροτάφους της με δύναμη. Η μέρα της ξεκινούσε, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, με έναν υπέροχο πονοκέφαλο.

Ακούστηκε το απαίσιο τρίξιμο της πόρτας και η Αρετή γύρισε ξαφνιασμένη, παίρνοντας αμυντική στάση στον επικείμενο εισβολέα. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αφύπνισε το σώμα της, έσφιξε τα χείλη της και περίμενε. Το φως που όρμησε από την πόρτα έλουσε την φιγούρα του Γιάννη. Κρατούσε μια σακούλα και μια χάρτινη βάση με δύο καφέδες.

«Ρουμ σέρβις!» της είπε, συνοδεύοντας τις λέξεις με ένα πλατύ χαμόγελο.

Η Αρετή συνοφρυώθηκε, σμίγοντας τα χείλη, κι έμεινε ακίνητη καθώς αυτός την προσπέρασε, κάθισε στον καναπέ και έβγαλε το σάντουιτς από τη σακούλα. Η ηδονική μυρωδιά του καφέ έφτασε στα ρουθούνια της, μα ξαφνικά μια αχρείαστη αίσθηση περηφάνιας την απέτρεψε να παραδεχτεί στον εαυτό της πως αυτός ήταν ο μαγικός ζωμός που χρειαζόταν εκείνη την στιγμή.

«Η αδερφή μου φτιάχνει καταπληκτικό καφέ. Πίστεψέ με, μόλις τον δοκιμάσεις, θα καταλάβεις» είπε ο Γιάννης τείνοντας το κύπελλο προς το μέρος της. Ρούφηξε τη μύτη της και τον κοίταξε δύσπιστα για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να αφήσει τους εγωισμούς κατά μέρος και να πάει κοντά του. Το μούδιασμα είχε υποχωρήσει κάπως και το πόδι της κινήθηκε με μεγαλύτερη ευκολία. Τον πήρε από το χέρι του και ήπιε με βουλιμία το καυτό υγρό. Ήταν μια τονωτική ένεση που τη χρειαζόταν όσο τίποτα άλλο. Χωρίς να μιλήσει, έπιασε το σάντουιτς και έκοψε μια μεγάλη δαγκωνιά. Η πείνα την είχε ξυπνήσει από τον λήθαργό της και θυμήθηκε πως το στομάχι της ήταν παντελώς άδειο. Του πρότεινε να το μοιραστεί μαζί του, μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά κουνώντας το κεφάλι. Είχε ακουμπήσει στο μπράτσο του καναπέ από την άλλη μεριά και την παρατηρούσε πίνοντας μικρές γουλιές από τον καφέ του.

«Τι;» τον ρώτησε καθώς μασούλαγε. Αν την έβλεπε η μάνα της, θα της υπενθύμιζε πως είναι αγένεια να μιλά με γεμάτο το στόμα. Όπως επίσης είναι επικίνδυνο να τρως κάτι που σου χάριζε ένας άγνωστος. Αυτό, βέβαια, ίσχυε για τις καραμέλες και όχι για ψωμί με γαλοπούλα και κασέρι. Και, φυσικά, ούτε για τον καφέ.

Ανασήκωσε τους ώμους του χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του, αν και πρόσχαρο, είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό. Κοίταξε γύρω της.

«Τι είναι εδώ;» τον ρώτησε.

«Τα θερινά μου ανάκτορα».

«Σοβαρά τώρα;» έκανε, σκουπίζοντας τα χείλη της από τα υπολείμματα της μαγιονέζας. «Τι είναι αυτό το μέρος; Κανένα στέκι ναρκομανών;»

«Περισσότερο αίθουσα πολλαπλών χρήσεων θα έλεγα» απάντησε ο Γιάννης, αφού πρώτα φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο. «Ας πούμε ότι εδώ καταφεύγουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη» πρόσθεσε, βλέποντάς την να σουφρώνει τα χείλη της εκνευρισμένη.

«Και η δική σου η ανάγκη ποια είναι;»

«Να κρύβω την πραγματική μου ταυτότητα. Αυτή εδώ είναι η σπηλιά του Μπάτμαν» είπε με επιτηδευμένα συνωμοτικό ύφος, μισοκλείνοντας τα μάτια του.

«Είσαι ηλίθιος!» του πέταξε η Αρετή και εκείνος άνοιξε τα χέρια του σε μια κίνηση παραδοχής, φορώντας ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Ο τι μπορώ κάνω, πίστεψέ με»

Βολεύτηκε όσο μπορούσε καλύτερα στην μεριά της και έμεινε να τον κοιτά σκεφτική. Δεν έμοιαζε επικίνδυνος, αλλοπρόσαλλος ίσως. Εξάλλου, εάν ήθελε να της κάνει κακό, είχε όλο το βράδυ μπροστά του να το κάνει, δεν θα την περίμενε το πρωί για να τη δηλητηριάσει με καφέ.

Μια βολική σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο, με το παιχνίδι του κοιτάγματος να μην καταλήγει σε νικητή. Ήταν τρελό, μα για κάποιο λόγο η παρουσία ενός παντελώς άγνωστου τής δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας. Δεν έμοιαζε με αλήτη, ούτε από τα ρούχα που φορούσε, ούτε από τον τρόπο που μιλούσε. Της έφερνε περισσότερο προς το εκλεπτυσμένο ρεμάλι, ο τύπος του ανθρώπου που ταίριαζε περισσότερο στα χνότα της.

«Και τώρα τι;» τον ρώτησε, χωρίς να τραβήξει τα μάτια της από τα δικά του.

«Είσαι ελεύθερη να κάνεις ό, τι θέλεις. Να μείνεις ή να φύγεις. Αν θέλεις μάλιστα, μπορώ να σε συνοδέψω ως τη γέφυρα, εάν νομίζεις ότι έχεις αφήσει κάποια δουλειά στη μέση».

«Κοφ’ το, εντάξει;»

«Θα μου πεις τουλάχιστον γιατί το έκανες;»

«Εσύ γιατί κάνεις ό, τι κάνεις;»

Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του πουκαμίσου του. Πρόσφερε ένα στην Αρετή που σχεδόν του το άρπαξε από τα χέρια. Πέθαινε να φουμάρει αυτή τη στιγμή. Ο Γιάννης τη μιμήθηκε.

«Τρία είναι τα κίνητρα» της είπε. «Αγάπη, φόβος και ανάγκη. Διάλεξε ένα και πάρε».

Ο καπνός που μπήκε βίαια στα πνευμόνια της τής ξανάδωσε χρώμα στα μάγουλα και κίνητρο να κάνει την προσωπική της εξομολόγηση.

«Τότε, στη γέφυρα, ήθελα να πεθάνω και να μη βρεθώ ποτέ. Αν πεθάνεις από ατύχημα ή αρρώστια, θα βρεθεί ίσως κάποιος να σε λυπηθεί. Ενώ με την αυτοκτονία είναι αλλιώς, έχεις διαφορετική αντιμετώπιση».

«Δε νομίζω πως για ένα πτώμα αυτό θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Αν πεθάνεις, τότε τι νόημα έχουν όλα αυτά;»

«Είπες ότι υπάρχουν τρία κίνητρα. Ε, λοιπόν, το δικό μου είναι το τέταρτο, η αδιαφορία. Αδιαφορώ για τον κόσμο, όπως αδιαφορεί και αυτός για μένα».

Η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη μέσα σε αυτό το αχούρι. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο και τον λαιμό στο στέρνο της.

«Πρέπει να βγω από δω μέσα. Αν δεν πάρω αέρα, νομίζω πως θα λιποθυμήσω».

«Έχω ακούσει πως τα νερά του Αλιάκμονα είναι πολύ δροσερά αυτή την εποχή του χρόνου» της απάντησε περιπαικτικά. Στάθηκε στην πόρτα και τον αγριοκοίταξε, έπειτα του ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο και βγήκε από το σπίτι, βάζοντας κόντρα την παλάμη της στον λαμπερό ήλιο.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου