Η πρωινή στίβη του φθινοπώρου, κάλυπτε τον ορίζοντα. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, καλυμμένος με το προσωπείο του καλού και σεμνού χωριανού. Ποιος θα τον κατηγορούσε εξάλλου για την λαιμαργία που αισθανόταν όταν αντίκριζε γυναικείο κορμί, κάθε ηλικίας; Είχαν περάσει πολλά χρόνια και εκείνος συνέχιζε το έργο του ανενόχλητος. Εξάλλου, όσο κατοικούσε εκείνο το τέρας στο τελευταίο, καταραμένο σπίτι, ποιος θα ασχολούταν με τον ίδιο; Η προσοχή, το μίσος και ο φόβος, είχαν όλα τους στραφεί στο παραμορφωμένο πρόσωπο του Φιλίπ και στον μύθο που σκέπαζε με τα σκοτεινά του πέπλα αυτό το μέρος.
Ωστόσο, ο ίδιος γνώριζε πως ο Φιλίπ ήταν ολοζώντανος και όχι ένα καταραμένο πνεύμα που ήθελε να πιστεύουν. Κυκλοφορούσε τα βράδια με σάρκα και οστά, παίρνοντας μία αιώνια εκδίκηση, για τον τρόπο με τον οποίο τον είχαν κάποτε αντιμετωπίσει οι κάτοικοι. Βανδάλιζε τα σπίτια και υποχρέωνε άπαντες να του προσφέρουν δωρεάν τροφή προκειμένου στην ουσία να συνεχίσει να υπάρχει. Εκείνος ωστόσο φοβόταν, πως μία ημέρα, αυτό το δύσμορφο πλάσμα, θα τον ανακάλυπτε και τότε όλα θα τελείωναν. Ο Φιλίπ ήταν έξυπνος και είχε μάθει να κινείται στις σκιές με ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Τα πολλά χρόνια της μοναξιάς του και ο φόβος του για τους ανθρώπους και την αντιμετώπισή τους, τον είχαν ωθήσει στην εύρεση τρόπων κίνησης που να τον κάνουν να περνά απαρατήρητος από όλους. Έπρεπε να ωθήσει το χωριό να εισβάλει στο σπίτι εκείνο και κάτι του έλεγε, πως με την παρουσία του νέου δημάρχου, τα πράγματα θα ήταν αρκετά εύκολα. Οι προθέσεις του και οι διαθέσεις του, απέναντι σε αυτήν την ιστορία, ήταν απόλυτα συνυφασμένα και με τις δικές του.
Ο Ντεάν, έμενε προσωρινά σε μία παραδοσιακή μονοκατοικία, σχεδόν στο κέντρο του χωριού, σε ένα ανηφορικό σοκάκι με θέα το κάστρο. Τα πάντα γύρω του, του φαίνονταν οικεία και ταυτόχρονα ξένα. Είχε μεγαλώσει, ακροβατώντας πάντοτε ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην σκιά μίας ύπαρξης, για την οποία μονάχα άκουγε, μα ποτέ δεν είχε δει. Καταγόταν από μία πολύ πλούσια οικογένεια, που είχαν στην κατοχή τους ακίνητα, σαν μικρές πανσιόν τις οποίες νοίκιαζαν. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από το Σαλόν Ντε Προβάνς και η μητέρα του από το Λουρμαρέν. Όταν ήταν μικρός, ταλανιζόταν συχνά από εφιάλτες τους οποίους αδυνατούσε να εξηγήσει. Έβλεπε στον ύπνο του, πως βρισκόταν μονάχος του στο πατρικό του, στον τόπο που γεννήθηκε. Έξω η φύση ξεσπούσε την οργή της με καταιγίδες να σκίζουν το ουράνιο στερέωμα και τον ίδιο να στέκεται στο σκοτεινό σαλόνι κοιτάζοντας την πόρτα. Τότε, ακουγόταν πάντοτε ένας χτύπος δυνατός, η πόρτα άνοιγε μονάχη της και στο κατώφλι στεκόταν ένα άλλο αγόρι, το οποίο είχε περίπου την ηλικία τη δική του.
Ποτέ του δεν είχε κατορθώσει να δει το πρόσωπο του συγκεκριμένου αγοριού, καθώς το ίδιο στεκόταν σε ένα μέρος σκιερό. Το ίδιο όνειρο, τον επισκεπτόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε σημείο που αδυνατούσε να κοιμηθεί και περίμενε οκλαδόν στο κρεβάτι του την πρώτη ηλιαχτίδα να φανεί, προκειμένου να κατορθώσει να κλείσει τα μάτια του, έστω και δύο ώρες πριν το σχολείο. Ένα απόγευμα ωστόσο, και λίγες ώρες πριν βρεθεί πάλι στην αγκαλιά του ίδιου ονείρου, πλησίασε τους γονείς του που έβλεπαν τηλεόραση, αποφασισμένος να τους αφηγηθεί τον εφιάλτη, με την ελπίδα πως θα κατόρθωναν να τον διώξουν μακριά. Αρχικά εκείνοι, φαίνονταν ανέμελοι, ωστόσο μόλις ξεκίνησε να τους αφηγείται το όνειρο με λεπτομέρειες, το πρόσωπο της μητέρας του, έχασε ξαφνικά τη λάμψη του, ενώ ο πατέρας του είχε σηκωθεί από τον καναπέ ξεφυσώντας.
Τα λόγια και η αφήγηση του γιού τους, τους είχαν γυρίσει περίπου οκτώ χρόνια πίσω. Στην ημέρα εκείνη που μία νοσοκόμα από το μαιευτήριο, πλησίασε την μητέρα του με ένα μωρό τυλιγμένο στην αγκαλιά της. Τον πρώτο της γιό και αδερφό του Ντεάν. Αρχικά η κοπέλα φάνηκε προβληματισμένη, κοιτάζοντας μία το παιδί και μία τη μητέρα. Η Αριάν, όπως είναι και το όνομα της μητέρας του εξέφρασε την απορία της :
«Συμβαίνει κάτι; Υπάρχει μήπως κάποιο πρόβλημα με τον γιό μου;» την ρωτούσε ανήσυχα όταν πήρε μία περίεργη απάντηση.
«Ο γιός σας είναι μία χαρά στην υγεία του. Ωστόσο, είναι λίγο διαφορετικός από τα άλλα μωράκια» της είχε πει και ευθύς της έδωσε το βρέφος να το κρατήσει.
Τότε το είδε. Είδε την παράξενη ουλή, που έμοιαζε με έγκαυμα να στολίζει το μισό του πρόσωπο. Είχε ένα χρώμα ωχρό, σε σχέση με το υπόλοιπο δέρμα του. Έκπληκτη και τρομοκρατημένη, φώναξε ξανά την κοπέλα λέγοντάς της :
«Κάποιο λάθος έχετε κάνει. Αυτό το μωρό, είναι άσχημο και παραμορφωμένο. Αποκλείεται να είναι δικό μου. Τι θα πω στον άνδρα μου; Πως γεννάω προβληματικά παιδιά;» ξεκίνησε το παραλήρημα καθώς ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό της.
«Λυπάμαι, μα δεν έχει γίνει κανένα λάθος. Είναι μία μικρή ιδιομορφία μα..» πήγε να το σώσει η νοσοκόμα, μα εκείνη δεν άκουγε τίποτε.
«Υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης;» ρώτησε σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αυτοκαθησυχαστεί.
«Πολύ φοβάμαι πως όχι» απάντησε περίλυπα η κοπέλα και πήρε για λίγο το μωρό, μέχρι να είναι έτοιμη και η μητέρα ψυχολογικά να το θηλάσει.
Φυσικά ο πατέρας που τόση ώρα περίμενε ανυπόμονα και με χαρά μεγάλη που ήταν γιός, στεκόταν έξω από το δωμάτιο σε αναμμένα κάρβουνα, μέχρι που τον ειδοποίησαν να μπει.
Εκεί, βρήκε την γυναίκα του σε άθλια κατάσταση να κλαίει σπαρακτικά. Για λίγο φοβήθηκε πως είχε πάθει κάτι το μωρό, ωστόσο η Αριάν βρήκε το κουράγιο να του εξηγήσει το κακό που κατά την γνώμη της τους είχε βρει, με τον ίδιο να οργίζεται και να της λέει πως δεν θα έχει το θάρρος να κυκλοφορήσει στον κόσμο βαστώντας αντί για παιδί, ένα παραμορφωμένο πλάσμα. Δυστυχώς οι γιατροί μείωσαν τις ελπίδες τους και μάλιστα τους είπαν πως μεγαλώνοντας υπάρχει περίπτωση να χειροτερέψει. Όταν πια πήραν το μωρό από το μαιευτήριο και επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Λουρμαρέν, κλειδώθηκαν μέσα και απέτρεψαν τους γείτονες από το να τους επισκεφτούν βρίσκοντας διαρκώς δικαιολογίες πως δήθεν το μωρό ήταν ακόμη αρκετά αδύναμο και πως θα δέχονταν επισκέψεις μελλοντικά.
Η μοναδική που πάτησε το πόδι της για να το δει, ήταν η μητέρα της Αριάν, η οποία ένιωσε τύψεις, λες και η κόρης ήταν εκ φύσεως προβληματική και γι'αυτό είχε γεννήσει και παραμορφωμένο παιδί. Φοβόταν κυρίως εκείνον. Τον γαμπρό της τον βίαιο, μα πλούσιο που εξαιτίας του μητέρα και κόρη ζούσαν βασιλικά. Η απόφαση η τελική για την τύχη του δύστυχου βρέφους, πάρθηκε σχεδόν ένα μήνα μετά, όταν ύστερα από συμφωνία, δόθηκαν στην πεθερά από τον γαμπρό της αρκετά χρήματα, ώστε να μεγαλώσει εκείνη το μωρό. Οι ίδιοι αποφάσισαν να μετακομίσουν για πάντα στο Σαλόν Ντε Προβάνς, όπου γεννήθηκε έναν χρόνο αργότερα ο τέλειος υιός, ο Ντεάν, ο οποίος είχε την ομορφιά και την κορμοστασιά του πατέρα του. Ο Ντεάν ήταν το θείο δώρο και η απόλυτη ανακούφιση για την Αριάν.
Ωστόσο, την ημέρα εκείνη τον είχαν μπροστά τους να τους ρωτά για το παράξενο αγόρι των ονείρων του και οι δυο τους είχαν φοβηθεί πως η ψυχή του ήταν καταραμένη και τους εκδικούταν για την εγκατάλειψη. Έτσι, τον λόγο πήρε ο πατέρας, ο οποίος βασιζόμενος και στις παράξενες φήμες που κυκλοφορούσαν και είχαν φτάσει μέχρι και τον τόπο τους, του εξήγησε πως ουσιαστικά είχε έναν αδερφό, τον οποίο αναγκάστηκαν να τον αφήσουν στη γιαγιά του στο Λουρμαρέν, καθώς ήταν επικίνδυνος. Του περιέγραψαν την παραμόρφωση του προσώπου του, ως δείγμα ψυχικής ασθένειας και έτσι μεγαλώνοντας ο Ντεάν, πληροφορήθηκε πως ένας βιαστής κυκλοφορούσε χρόνια ολόκληρα στο χωριό τρομοκρατώντας τις γυναίκες και θεώρησε πως πίσω από όλα κρυβόταν φυσικά ο διεστραμμένος και παραμορφωμένος αδερφός του.
Πήρε λοιπόν την απόφαση, να διεκδικήσει το πατρικό του σπίτι στο Λουρμαρέν και να τελειώσει την υπόθεση ενός αδερφού που είχε ντροπιάσει την οικογένειά του, σύμφωνα πάντοτε με τα λεγόμενα των γονιών του. Σύντομα και καθώς ο πατέρας του είχε άπειρες γνωριμίες, κατόρθωσε να μπει στη θέση του δημάρχου, μιας που ο παλιός αποφάσισε να παραιτηθεί, μην αντέχοντας άλλος την ιστορία του Φιλίπ που είχε στοιχειώσει για τα καλά αυτό το μέρος. Έχοντας νοικιάσει μία μονοκατοικία μικρή, ο Ντεάν είχε αποφασίσει να προσεγγίσει αρχικά τους κατοίκους, ώστε να έχει μία πλήρη εικόνα της υπόθεσης του τέρατος που κατοικούσε στο τελευταίο σπίτι.
Το επόμενο πρωί, η Ελοντί βρισκόταν ήδη στην κουζίνα ετοιμάζοντας το πρωινό το δικό της και του Πιέρ. Η ίδια λάτρευε την σπιτική μαρμελάδα και τα πορτοκάλια της αυλής ήταν τα καταλληλότερα για μία τέτοια συνταγή. Όλο το σπίτι, είχε υιοθετήσει την γλυκόπικρη μυρωδιά τους, όταν εμφανίστηκε ο Πιέρ συνεπαρμένος, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο της κοπέλας.
«Νιώθεις καλύτερα;» τον ρώτησε εκείνη μαγκωμένα και ο νεαρός της χαμογέλασε.
«Η μυρωδιά μου έφτιαξε τη διάθεση, παρά το γεγονός πως οδεύουμε προς τον χειμώνα» της είπε και βουτώντας το ένα του δάχτυλο στο μικρό κατσαρολάκι, κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό της «Και όχι μόνο η μυρωδιά» της είπε σε ένα πονηρό τόνο και με αργές κινήσεις, την προέτρεψε να αφήσει την κατσαρόλα με τη μαρμελάδα για λίγο στην άκρη και να τον ακολουθήσει στη κρεβατοκάμαρα.
Κανένας από τους δύο δεν γνώριζε ωστόσο, πως στις σκιές καραδοκούσε πάντοτε ένα οργισμένο, κυανό βλέμμα. Ήταν ο Φιλίπ, ο οποίος τα πρωινά του τα περνούσε σχεδόν πάντοτε κρυμμένος από τα αδηφάγα βλέμματα των ανθρώπων, χωμένος στη σκοτεινιά του υπόγειου λαβυρίνθου που είχε δημιουργήσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι, φοβούμενος να διεκδικήσει την ίδια του τη ζωή. Μόλις αντίκρισε το θέαμα του ζευγαριού να απολαμβάνει στιγμές καθημερινές μαζί, ένιωσε ένα τσίμπημα οργής και αηδίας στην ψυχή του. Πώς μπορούσε αυτός ο άνδρας να εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα της Ελοντί; Πώς ήταν δυνατόν να αλλάζει τα κορμιά που αγγίζει τόσο εύκολα; Και εκείνος; Εκείνος ήταν καταδικασμένος να μην απολαύσει ποτέ και τίποτε. Να έχει πάντοτε τον ρόλο του κομπάρσου, σε ένα θέατρο του παραλόγου που ήταν όλη του η ζωή.
Με φόρα κατέβηκε κάποια εσωτερικά, μεταλλικά σκαλοπάτια, που πρόχειρα είχε δημιουργήσει για να μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε επιθυμούσε μέσα στο σπίτι. Στο διάβα του, ετοιμαζόταν να καταστρέψει για ακόμη μία φορά κάποιο κάτοπτρο, ωστόσο την τελευταία στιγμή μετάνιωνε. Ήταν έτοιμος να αποσυρθεί στο λαγούμι του, όταν μπήκε στον πειρασμό να ακολουθήσει το ζευγάρι μέχρι τον διάδρομο που βρίσκονταν οι κρεβατοκάμαρες. Τότε, άκουσε τις σιγανές κραυγές απόλαυσης και την κοφτή ανάσα που έβγαινε από το στόμα της Ελοντί τη στιγμή που έκανε έρωτα με εκείνον. Τον άνδρα που την είχε πληγώσει με τον χειρότερο τρόπο και ας είχε πλήρη άγνοια εκείνη.
Ο θυμός σκαρφάλωσε για ακόμη μία φορά στον λαιμό του, σχηματίζοντας έναν κόμπο που του έφραζε την αναπνοή. Προκειμένου να αποφύγει να ξεσπάσει, έτρεξε κάτω στο υπόγειο και κλείστηκε εκεί, με μόνη του συντροφιά μία παλιά λάμπα που έφεγγε ακόμη πάνω από το κεφάλι του. Τοποθετώντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του, πάλεψε να ηρεμήσει. Τι στο καλό του συνέβαινε πια; Τι ήταν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που είχε νιώσει στο άκουσμα της ευχαρίστησης της Ελοντί; Ήταν ζήλια. Ζήλευε τον Πιέρ που είχε τη δυνατότητα να την αγγίξει, να την κυκλοφορήσει και να της προσφέρει όλα όσα χρειαζόταν μία φυσιολογική σχέση. Γιατί ο Πιέρ, στα μάτια των υπόλοιπων, ήταν φυσιολογικός, παρά την απάτη του, ενώ ο ίδιος δεν ήταν.
Απελπισμένος, κοίταξε μία ζωγραφιά που κρεμόταν θλιβερά και άψυχα από τον τοίχο. Πλησίασε ανόρεχτα και την πήρε στα χέρια του ξεκινώντας να την επεξεργάζεται. Απεικόνιζε ένα κορίτσι και ένα αγόρι, ή μάλλον, έναν νεαρό. Οι δυο τους, είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στον ορίζοντα και στην απεραντοσύνη του. Ο νεαρός φορούσε μαύρα και κουρελιασμένα ρούχα, ενώ η κοπέλα, ένα όμορφο, μακρύ φόρεμα στο χρώμα των ζουμερών ροδάκινων του καλοκαιριού. Στην δική του τη ψυχή και φαντασία, είχε ονειρευτεί εκείνον και την Ελοντί, να κοιτάζουν το πιο όμορφο δειλινό, με θέα πάντοτε το κάστρο. Σε καμία από τις ζωγραφιές του δεν απεικόνιζε το πρόσωπό του. Πάντοτε όλα τα σκίτσα που αφορούσαν στιγμές δικές του, που ονειρευόταν να μπορεί να ζήσει, παρουσίαζαν τον ίδιο με γυρισμένη την πλάτη. Δεν τολμούσε ούτε καν να ζωγραφίσει την εμφάνισή του.
Ωστόσο, όλες του οι ζωγραφιές, όλες του οι σκέψεις και τα όνειρα, παρέμεναν απραγματοποίητα. Δεν έκανε ποτέ του μεγάλα σχέδια, δεν τολμούσε, το θεωρούσε μάλλον ύβρις. Ωστόσο, κάθε φορά που μία λάμψη αμυδρή φαινόταν να ρίχνει το φως της ελπίδας στη μουντή του καθημερινότητα, η μοίρα ερχόταν για να τον προσγειώσει, όπως είχε γίνει και τότε, χρόνια πριν, που είχε ερωτευτεί στα κρυφά, το πιο όμορφο κοριτσάκι του χωριού. Ήταν εκείνο το επεισόδιο, όπου θέλοντας να της αποδείξει πως το σπίτι του δεν ήταν στοιχειωμένο και ο ίδιος δεν είχε κέρατα στο κεφάλι του, είχε κατορθώσει να την τρομοκρατήσει χειρότερα και να γίνει αντικείμενο χλευασμού για πολλά χρόνια. Κανένας δεν θέλησε να του δώσει μία ευκαιρία να τον μάθει, κανένας δεν θέλησε να διαβάσει την ψυχή του, εκτός ίσως από την καλοκάγαθη και πεισματάρα κοπέλα, την Ζακελίν.
Εκείνη επέμενε να προσπαθεί να τον πλησιάσει και να του εξομολογείται τα προσωπικά της προβλήματα, καθώς γνώριζε πως ποτέ του δεν θα την έκρινε. Έπειτα, υπήρχε και η πράα μορφή του πατέρα Αυγουστίνου που απέπνεε μία δύναμη και μία σταθερότητα. Με το μυαλό του να παίρνει περίεργες στροφές, ξεκόλλησε το σκίτσο σκίζοντάς το στα δύο και πετώντας το επάνω στο τραπέζι.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη