Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Τζάρβις - Κεφάλαιο 23)

Οι πρώτες κρύες ακτίνες από το φώς της ημέρας, έκαναν την εμφάνιση τους πίσω από τα Μούλτιμε. Ο Κάανν κοίταξε για λίγο έξω από το παράθυρο της κάμαρας του, πριν το σφραγίσει.

«Ξημερώνει όμορφη μέρα…» σκέφτηκε από μέσα του «…Ίσως τελικά το χιόνι λιώσει γρηγορότερα και μπορέσουμε να φύγουμε πιο νωρίς από ότι νόμιζα».

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και θυμήθηκε τα φαγητά του κυρίου Τσάμπερλεϊν, πίσω στη Μεγάλη Νήσο. Δεν πεινούσε, αλλά το φαγητό που έτρωγαν στο μοναστήρι ήταν άθλιο. «Λογικό όμως, από μια πλευρά…» σκέφτηκε «…αν αναλογιστείς πως πρέπει να μαγειρεύουν καθημερινά για εκατό άτομα…».

Αναπολώντας λοιπόν, τις δεξιώσεις στον πύργο του, αποκοιμήθηκε.

Στη διπλανή κάμαρα, βρισκόταν ξαπλωμένη η κόρη του, η Σιν-Σι. Παρόλο που η επίδραση από τα ελιξίρια έδειχνε να παρέρχεται, η γυναίκα με τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά παρέμενε πιο όμορφη από ποτέ.

Σε μια στιγμή, κατάλαβε πως κάποιος βρισκόταν έξω από την πόρτα της και την παρακολουθούσε. Δε φάνηκε όμως να ανησυχεί, καθώς γνώριζε ποιος ήταν. Άλλωστε, αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ από τότε που είχαν καταλύσει στο μοναστήρι. Χαμογέλασε κρυφά και λίγο αργότερα την πήρε κι αυτήν ο ύπνος.

Ο τσιγγάνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένιωθε μια νευρικότητα, μια ανησυχία. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, χωρίς να ξυπνήσει το Νόμακ ή τον Χαράμ, που μοιράζονταν την ίδια κάμαρα. Βγήκε από το δωμάτιο και σχεδόν αθόρυβα, έφτασε έξω από το δωμάτιο προσευχής.

Πάλι δίχως να τον καταλάβει κανείς, εισήλθε στο αρχαίο δωμάτιο με τα εκατοντάδες κεριά και πλησίασε στο Γκάλντουρ Μάλβερκ. Δεν μπόρεσε να το βγάλει από το μυαλό του όλη τη νύχτα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να μείνει μόνος μαζί του.

Άγγιξε απαλά το μαύρο μέρος του διαμαντιού και περίμενε για λίγο. Ευχήθηκε πολύ δυνατά, μέσα του, να δει που βρισκόταν η Έλστα. Ή τουλάχιστον να ξαναέβλεπε το πρόσωπό της.

Μα το διαμάντι δεν δούλευε έτσι. Δεν ήταν ούτε τσιγγάνικη κρυστάλλινη σφαίρα, ούτε κάποιο τζίνι να του πραγματοποιήσει την ευχή, όσο δυνατή κι αν ήταν. Του έδειξε ότι ακριβώς ήθελε αυτό.

Αρχικά, εμφανίστηκαν μαύρα σύννεφα που σιγά-σιγά αραίωναν και πίσω τους ξεπρόβαλε ο ήλιος. Τόσο καυτός και φωτεινός, που ο Τζάρβις δεν άντεξε και πήρε τα μάτια του από πάνω του. Όταν ξανακοίταξε, ο ήλιος είχε φύγει και ο τσιγγάνος είδε τον εαυτό του ανάμεσα σε αποπνικτικούς καπνούς. Κρατούσε στα χέρια του το σακίδιό του και έβγαλε από μέσα το Μάλβερκ.

«Αρκετά είδα…» σκέφτηκε, χωρίς όμως να το πιστεύει και απομακρύνθηκε από το διαμάντι. Βγήκε από το δωμάτιο και κοντοστάθηκε σκεφτικός πίσω από την πόρτα. Κοίταξε δεξιά-αριστερά. Δεν υπήρχε κανείς.

Κυριάκος Μαυροειδέας