Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 38: Μάχη με Μαγικά Πλάσματα)

Ήταν κάτι που έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή του. Δεν μπορούσε να τα παρομοιάσει με τίποτα, αλλά μπορούσε να το κάνει με τα μέρη του σώματός τους. Είχαν μαύρο τρίχωμα, μάτια γερακιού και ράμφος αετού, δύο φτερά νυχτερίδας σε μεγάλο μέγεθος εξείχαν από τις πλάτες του καθενός, χέρια ανθρώπινα, ενώ τα πόδια τους ήταν λιονταριού, αρκετά δυνατά για να στηρίζουν όλο το σώμα. Όλα ήταν σε μαύρη απόχρωση, ακόμη και τα μεγάλα και κοφτερά σαν λεπίδες νύχια που προεξείχαν από τα χέρια τους.

Δεν ήξερε αν ήταν μια οφθαλμαπάτη ή αν ήταν πραγματικά, αλλά με ένα άνοιγμα του μυαλού είδε πως υπήρχαν πράγματι εκεί. Επίσης, την επόμενη στιγμή προσγειώθηκε ένα ακόμη, δεξιά και μπροστά του, με αποτέλεσμα να τρανταχτεί το έδαφος. Έφταναν πια τα δέκα σε αριθμό και κοιτούσαν άγρια τον Μιχάλη, σαν να περίμεναν μία κίνησή του, έτοιμα να επιτεθούν.

Δεν μπορούσε να μαντέψει τι κίνηση θα έκαναν ή αν ήταν πλάσματα με λογική ή απλώς ζώα. Ήταν φυσικά μαγικά πλάσματα και ήταν πιθανό να συνέβαινε κάτι εξωπραγματικό, επομένως έπρεπε να είναι επιφυλακτικός.

Πριν καν ολοκληρώσει το πρώτο του βήμα, το κοντινότερο από τα πλάσματα κινήθηκε λίγο μπροστά, πλησιάζοντάς τον λίγο παραπάνω, αρκετά περισσότερο από τα υπόλοιπα, πριν του μιλήσει. Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτά και να ακούει άφωνος το πλάσμα να μιλά σαν άνθρωπος, με τη φωνή του βαθιά και υγρή, σαν ένα πουλί να μιλούσε όπως οι άνθρωποι.

«Πρώτη και τελευταία προειδοποίηση: εάν δε φύγεις τώρα, θα μετατραπείς σε τροφή μας»

«Γιατί; Δεν έχω σκοπό να σας ενοχλήσω» αναρωτήθηκε μόλις ξεπέρασε την έκπληξη.

Το πλάσμα τον κοίταξε με άγριο βλέμμα, λες και ο Μιχάλης το κορόιδευε και ήταν έτοιμο να του ορμήσει.

«Δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να πάρει το σπαθί που υπάρχει εδώ, γι’ αυτό φύγε, πριν εξαντληθεί η υπομονή μας»

«Δε με νοιάζει τι κάνετε. Πρέπει να προχωρήσω για να ελέγξω και το υπόλοιπο μέρος» επέμεινε εκείνος, βρίσκοντας το θάρρος του.

Ξαφνικά, τα πλάσματα άνοιξαν τα φτερά τους και όρμησαν προς το αγόρι με απίστευτη ταχύτητα. Τίναξε τα χέρια του με δύναμη, σαν να έσπρωχνε κάτι με φόρα και αφήνοντας την οργή του να ξεσπάσει. Μαύρο υγρό εμφανίστηκε παντού, με ουρλιαχτά πόνου να ακούγονται σε όλο το χώρο, περίεργα και βαθιά, από τα πλάσματα. Στη συνέχεια δυνατά χτυπήματα στους τοίχους έκαναν όλο το χώρο να τρανταχτεί, που οφείλονταν στα πλάσματα που έσκαγαν στα τείχη με φόρα. Είχαν χτυπηθεί άσχημα από την επίθεση του Μιχάλη και έμειναν για λίγο ζαλισμένα.

Έχοντας αγωνία για τον Νίκο, δεν μπορούσε πια να ελέγξει το θυμό του και όρμησε στο κοντινότερο από αυτά. Το χτύπησε δυνατά με το σπαθί στο στήθος, κάνοντάς το να ουρλιάξει από τον πόνο, πριν χτυπήσει και μαγικά μαζί με τα επόμενα χτυπήματα με το σπαθί. Το πλάσμα σε μια προσπάθεια να αμυνθεί το χτύπησε με τα νύχια του, πληγώνοντάς τον στο πρόσωπο. Πήγε να τον καρφώσει με τα νύχια του, αλλά ο Μιχάλης πρόλαβε να αμυνθεί με το σπαθί, βλέποντας τα υπόλοιπα πλάσματα να συνέρχονται σιγά-σιγά και να ετοιμάζονται να του επιτεθούν ξανά. Γεμάτος οργή, απέκρουσε άλλες δύο προσπάθειες του πλάσματος, το έσπρωξε τον τοίχο, με αποτέλεσμα να έχει χώρο για να κάνει την τελευταία κίνησή του.

Ύψωσε το σπαθί και το κάρφωσε με φόρα στο στήθος του τέρατος, που ούρλιαξε από τον πόνο, ενώ την επόμενη στιγμή ένιωσε τον εκνευρισμό του να φουντώνει και άλλο, με την τρομερή μαύρη φωτιά να ξεσπά σε όλο το σώμα του πλάσματος και να το κάνει στάχτη σε λίγα δευτερόλεπτα. Βλέποντας αυτό το θέαμα, αντί να ηρεμήσει και να νιώσει ενοχές, ο εκνευρισμός του φούντωσε ακόμη πιο πολύ.

Ένιωσε κάτι να τον χτυπά στο κεφάλι, προκαλώντας του μια μικρή ζάλη. Μπροστά του είχε φτάσει ένα άλλο πλάσμα, έτοιμο να του επιτεθεί με τα κοφτερά νύχια του. Προσπάθησε να το ακινητοποιήσει με ένα απλό κόλπο, αλλά δε λειτούργησε, με αποτέλεσμα να αμυνθεί με το σπαθί οριακά στην επίθεση του πλάσματος. Έκανε ένα ελιγμό, όπως είχε μάθει να κινείται όταν ξιφομαχούσε, αλλά κάτι τον χτύπησε σαν σίδερο από πίσω, κάνοντάς τον να ουρλιάξει από τον πόνο.

Με τον πόνο να τον ενοχλεί, έκανε μια συνδυαστική κίνηση με το σπαθί και το χέρι του, κάνοντας ένα γύρω με το σπαθί, σαν να έκοβε σε κύκλο, ενώ χτυπούσε μαγικά παντού, αναγκάζοντας τα δύο τέρατα μπροστά και πίσω του να αναγκαστούν να πετάξουν, για να αποφύγουν την επίθεσή του. Χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, όρμησε στο τρίτο πλάσμα που έφτανε κοντά του, προσπαθώντας να το εκτοξεύσει στα δεξιά του. Εκείνο μετακινήθηκε ελάχιστα, με αποτέλεσμα τα νύχια του να περνούν δίπλα από το πρόσωπο του Μιχάλη, ενώ η κίνηση που έκανε με το σπαθί για να αμυνθεί εκείνος, χτύπησε το πλάσμα στο χέρι, κόβοντάς το από τον καρπό, με αποτέλεσμα εκείνο να ουρλιάξει από τον πόνο και να πετάξει ψηλά και μαύρο υγρό να τρέχει από εκεί, σαν αίμα.

Κατά πάνω του ορμούσαν τα άλλα δύο που τον απέφυγαν πριν, μαζί με δύο νέα που του επιτίθονταν. Εκείνος αναγκάστηκε να τινάξει τα χέρια του μία ακόμη φορά, με αποτέλεσμα σκούρες λάμψεις να γεμίσουν ξανά το χώρο. Τα πλάσματα πέταξαν ψηλά για να αποφύγουν την επίθεσή του, αλλά αυτή τα πέτυχε, δείχνοντας να τα ακολουθεί, καταλήγοντας να χτυπήσουν με φόρα για δεύτερη φορά στα τείχη του σπηλαίου.

Πάνω από το αγόρι ήρθε εκείνο, του οποίου του είχε κόψει το χέρι. Προσπάθησε να το χτυπήσει με το σπαθί, αλλά εκείνο ήταν ταχύτατο, και τον χτύπησε με το άλλο χέρι, πληγώνοντάς τον στο στήθος με τα νύχια του και τινάζοντάς τον κάτω. Το σπαθί του έφυγε από το χέρι, ενώ σε μια στιγμή το τέρας είχε βρεθεί από πάνω του, έτοιμο να τον καρφώσει θανάσιμα με τα κοφτερά του νύχια. Γεμάτος οργή ακόμη, έκανε το σπαθί να πετάξει δίχως να κινήσει το χέρι του και το κατεύθυνε με φόρα προς το πλάσμα.

«Θα το πληρώσεις αυτό» του είπε εκείνο, κατεβάζοντας με φόρα τα χέρια του προς εκείνον.

Την επόμενη στιγμή το σπαθί καρφώθηκε στο στήθος του πλάσματος από τη δεξιά του πλευρά, κάνοντάς το να ουρλιάξει, ενώ ταυτόχρονα τα νύχια του καρφώθηκαν στο μπράτσο του Μιχάλη, ο οποίος είχε βάλει για προστασία το χέρι του πάνω από το στήθος. Έβγαλε μία πνιχτή κραυγή πόνου, πριν βάλει φωτιά στο πλάσμα, το οποίο έγινε στάχτη όπως και το προηγούμενο που είχε σκοτώσει.

Ένιωθε ένα τρομερό πόνο στο αριστερό του χέρι, εκεί που έμειναν καρφωμένα τα νύχια του πλάσματος, το μόνο μέρος του που δεν κάηκε. Δεν τα έβγαλε, γιατί δεν είχε χρόνο για μια τέτοια δύσκολη κίνηση που θα του προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερο πόνο, ενώ στο δεξί του χέρι πήρε και πάλι το σπαθί. Η προσπάθεια που έκανε να μετακινήσει το σπαθί μόνο με το μυαλό τον κούρασε, αφού δεν είχε εκπαιδευτεί σε κάτι τέτοιο, γνώριζε μάλιστα ότι ήταν πολύ δύσκολο αυτό που έκανε.

Δύο άλλα πλάσματα του ορμούσαν, με τον ίδιο να αναγκάζεται να αμυνθεί με δύο έντονες κινήσεις με το σπαθί, κάτι που προκάλεσε έντονο πόνο στο αριστερό του χέρι, εκεί που ήταν καρφωμένα τα νύχια του προηγούμενου πλάσματος το οποίο αντιμετώπισε Σφίγγοντας τα δόντια, αμύνθηκε στην επίθεση του ενός από τα δύο, αλλά το άλλο τον χτύπησε στο αριστερό χέρι, κάνοντάς τον να πονέσει τρομερά και γονατίσει από τον πόνο με μία κραυγή, επιτρέποντας στο άλλο πλάσμα να τον χτυπήσει δυνατά στο στήθος. Έπεσε ανάσκελα και ξέφυγε το σπαθί από το χέρι, αφού δεν είχε πια τη δύναμη να το κρατά.

Τα δύο τέρατα στάθηκαν ακριβώς από πάνω του, κοιτώντας τον υποτιμητικά αλλά και με απέχθεια, ετοιμάζοντας να του επιτεθούν με τα νύχια. Ο Μιχάλης, νιώθοντας να συνέρχεται λίγο από τη ζάλη που του προκαλούσε ο πόνος που ένιωθε, έκανε το τελευταίο που μπορούσε, εκείνη την κίνηση που του είχε απαγορεύσει να κάνει ο Ζεραήλ. Έσφιξε τις δύο μπουνιές του, επιτιθέμενος και στα δύο τα οποία την επόμενη στιγμή ούρλιαξαν από τον πόνο και έπεσαν κάτω.

Η κίνηση θανάτου τελικά δεν είχε πετύχει, αλλά του έδωσε την ευκαιρία που χρειαζόταν. Τους έβαλε φωτιά και άρχισαν να καίγονται ζωντανά και να ουρλιάζουν τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε να σκεπάσει τα αυτιά του με τα χέρια του. Λίγο αργότερα είχαν γίνει στάχτη. Τρέμοντας από οργή ακόμη, σηκώθηκε όρθιος και πήρε το σπαθί στο χέρι του, έτοιμος να επιτεθεί στα τέσσερα πλάσματα που συνέρχονταν από το δεύτερο χτύπημα.

Τα ρούχα του είχαν μουσκέψει στο στήθος και στο χέρι του από το αίμα που έτρεχε άφθονο από τις πληγές του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ήξερε φυσικά πως σε λίγο θα είχε πρόβλημα, γιατί έχανε πολύ αίμα, αλλά ήθελε να συνεχίσει το ξέσπασμά του στα τέρατα αυτά.

Κάρφωσε το πρώτο πλάσμα στο στήθος, που δεν είχε συνέλθει ακόμη, βάζοντάς του επίσης φωτιά. Το επόμενο το χτύπησε με μια κίνηση του χεριού του, με ένα άγριο πόνο στο μπράτσο να τον αναγκάζει να υποχωρήσει, αλλά πρόλαβε και το σκότωσε με τον ίδιο τρόπο. Τα άλλα δύο όμως όρμησαν κατά πάνω του, πριν προλάβει να αμυνθεί, εξαιτίας του πόνου που τον έκανε να σταματήσει. Ένιωσε κάτι να τον κόβει άγρια στα πόδια, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του, ενώ μία άλλη μαχαιριά στο πρόσωπο ακολούθησε. Ένα νέο χτύπημα στο στήθος τον έκανε να πέσει κάτω, με τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα που του θόλωσαν την όραση. Σε μία τελευταία κίνηση, με το σπαθί να έχει ξεφύγει και πάλι από τα χέρια του, έβαλε φωτιά στα δύο πλάσματα, τα οποία ούρλιαζαν απίστευτα δυνατά, μέχρι που κάηκαν εντελώς.

Ο Μιχάλης έμεινε πεσμένος εκεί, μην μπορώντας να κουνηθεί πια, αφού είχε μία άσχημη πληγή στα πόδια, που έκανε αδύνατη κάθε προσπάθεια να σηκωθεί, ενώ εκείνη η πληγή στο στήθος είχε γίνει πολύ βαθιά, που τον δυσκόλευε πια στην ανάσα. Ζαλιζόταν πια και ένιωθε να χάσει την αίσθηση του χώρου, αλλά και γενικά του τι έκανε και πού βρισκόταν. Τα μάτια του έκλεισαν…

Παναγιώτης Βάβαλος