Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Η Θολωτή Πύλη - Κεφάλαιο 25)

Νωρίς το απόγευμα, έφτασαν έξω από το Πρώτο Δέντρο, το φυλάκιο των βουνίσιων και αντίκρισαν το θεόρατο μοναστήρι του παλαιού καιρού. Εκεί συνάντησαν τους τέσσερεις σκοπούς, που τους ενημέρωσαν για περίεργες κινήσεις των νυχτοβίων τις τελευταίες νύχτες. Τους είπαν επίσης, πως οι νυχτερινοί στο μοναστήρι ήταν πάνω από εκατό άτομα.

Στην απέναντι πλευρά, τόσο η πολυκοσμία, όσο και η παρουσία των λύκων στο φυλάκιο, κίνησαν την περιέργεια του απογευματινού παρατηρητή από το μοναστήρι, που ειδοποίησε εσπευσμένα τον αφέντη Ιουστίν. Μέχρι να φτάσει στον πυργίσκο ο αγουροξυπνημένος αφέντης του μοναστηριού, ήδη τρεις βουνίσιοι και ένας λύκος πλησίαζαν τη θολωτή πύλη.

«Τι είναι αυτές οι δουλειές τώρα;» ψέλλισε ο Ιουστίν κοιτάζοντας μια προς το φυλάκιο και μια τους βουνίσιους που πλησίαζαν. «Για ρώτα τους, τι θέλουν;» είπε στον απογευματινό παρατηρητή.

«Τι χρειάζεστε, άρχοντες των δασών;» τους φώναξε ευγενικά από τον πυργίσκο ο παρατηρητής.

«Θέλουμε να μιλήσουμε με τον αφέντη του μοναστηριού!» απάντησε με βροντερή φωνή ο Κόστα, που ήταν ο ένας από τους τρεις. Οι άλλοι δύο ήταν ο δασοφύλακας του Βακάρου, ο Ρένζερ και ο μεγαλόσωμος ξυλοκόπος Ούλτορ, που είχε δεμένο στις πλάτες του ένα μεγάλο τσεκούρι.

«Έχουν έρθει για το μάτι…» σκέφτηκε ο Ιουστίν. Και τότε, χωρίς να χάσει καιρό, τους φώναξε «Τι δουλειά έχετε, οπλισμένοι, έξω από την πόρτα μας; Σας μιλάει ο Ιουστίν, ο αφέντης του μοναστηριού!»

«Αφέντη Ιουστίν…» συνέχισε ο Κόστα όσο πιο ευγενικά μπορούσε, «…οι φίλοι μου, από δω μου είπαν πως έχετε κάτι που μας ανήκει!»

Ο αφέντης του μοναστηριού έκανε μια γρήγορη καταμέτρηση των βουνίσιων και κατάλαβε πως δεν θα μπορούσαν να απειλήσουν τους νυχτερινούς του, ακόμα και κοιμισμένους.

«Δε γνωρίζω ποιοι είστε, ούτε ξέρω για τι πράγμα μιλάτε… Θα σας ζητήσω ευγενικά να επιστρέψετε από κει που ήρθατε!» τους φώναξε αφιλόξενα.

«Είμαστε από το Βακάρου και πιστεύω πως φαντάζεσαι γιατί έχουμε έρθει…» του απάντησε ο Κόστα. «…Και πίστεψε με, θα το πάρουμε είτε με το καλό, είτε με τους λύκους…». Εκείνη τη στιγμή, οι λύκοι βρυχήθηκαν. Και βρυχήθηκαν τόσο δυνατά, που αντήχησαν μέχρι το Βακάρου και η γη σείστηκε. Πολλοί από τους νυχτερινούς του μοναστηριού πετάχτηκαν από τον ύπνο τους, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συνέβαινε. Μέσα από τα μουγκρητά των λύκων όμως, ακούστηκε η τρομερή και δυνατή φωνή του Κόστα να λέει καθαρά

«Αφέντη του μοναστηριού! Παράδωσε μας το Γκάλντουρ Μάλβερκ!!!»

Ο Ιουστίν γύρισε προς τον παρατηρητή

«Σήμανε τις καμπάνες… Ξύπνησε τους πάντες. Θα έχουμε αίματα…». Ο παρατηρητής υπάκουσε τον αφέντη του μοναστηριού και δευτερόλεπτα αργότερα δεκάδες σήμαντρα χτυπούσαν σημαίνοντας συναγερμό. Τον αχό από τις καμπάνες αντέκρουσαν τα ουρλιαχτά των λύκων.

«Ώστε επιλέγετε το αίμα…» μονολόγησε ο Κόστα, αρπάζοντας ένα μαχαίρι από τη ζώνη του Ούλτορ. Με μια αστραπιαία κίνηση το εκσφενδόνισε προς τη μεριά του παρατηρητηρίου. Αφού διέσχισε τον παγωμένο αέρα, πέρασε μέσα από το κυκλικό άνοιγμα του πυργίσκου και καρφώθηκε στο κεφάλι του παρατηρητή. Οι καμπάνες σταμάτησαν πιο σύντομα από άλλες φορές, μα τη δουλειά τους την είχαν κάνει. Οι νυχτερινοί ήταν όλοι όρθιοι.

Το τσούρμο των βουνίσιων δεν καθυστέρησε να μαζευτεί έξω από τη θολωτή πύλη. Κοπάναγαν με τόση μανία την ξύλινη πόρτα, που δεν θα άντεχε ακόμη κι αν ήταν από ατσάλι. Δεν άργησαν να την σπάσουν και να ορμήσουν στον προαύλιο χώρο, όπου τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη…

Κυριάκος Μαυροειδέας