Σκόνη, του Τάσου Αναστασιάδη

Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του σπιτιού ήταν αποπνικτική, και η αίσθηση που σου δημιουργούσε ήταν κάτι περισσότερο από αποστροφή. Εάν είχε σκοπό να τελειώσει με επιτυχία την ανακαίνιση αυτού του ελεεινού οικήματος, θα έπρεπε να ξεκινήσει από την πηγή αυτής της δυσωδίας. Έτρεξε στην μπαλκονόπορτα της κουζίνας και άνοιξε διάπλατα την πόρτα του παλιού ξύλινου κουφώματος. Το ραγισμένο της τζάμι τραντάχτηκε καθώς έσκασε με δύναμη στον τοίχο. Παρ’ όλα αυτά, οι καφετί λωρίδες της κολλητικής ταινίας κατάφεραν με πείσμα να συγκρατήσουν στη θέση τους τα κομμάτια, αποτρέποντας το κακότεχνο βιτρό να σκορπίσει στο πάτωμα. Βγήκε στο στενό μπαλκόνι που έβλεπε στον ακάλυπτο και, στηριζόμενος στα σκουριασμένα κάγκελα, ανάσανε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Είχε επειγόντως ανάγκη από καθαρό αέρα. Όχι ότι το ανήλιο, σκιερό μπαλκόνι ήταν βάλσαμο για τα πνευμόνια του, απεναντίας, ως η μοναδική εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία της περιοχής, εύκολα λειτουργούσε και ως σκουπιδότοπος κάθε ασυνείδητου κατοίκου του οικοδομικού τετραγώνου και τυχαίου περαστικού. Στα κατάβαθα των εγκαταλελειμμένων υπογείων των γύρω οικοδομικών κτιρίων είχαν συσσωρευτεί σκουπίδια δεκαετιών, σάπια τρόφιμα, ακαθαρσίες ζώων, μέχρι και γούνινα απομεινάρια από ψόφια τρωκτικά που είχαν παραδώσει πνεύμα εδώ και καιρό. Ο στενός ακάλυπτος χώρος ανάμεσα στις πολυώροφες κατοικίες λειτουργούσε σαν χωνί, αναδεύοντας προς τα πάνω όλο αυτό το μείγμα της δυσωδίας. Κι όμως, ακόμη κι εκείνα τα μολυσμένα μόρια ατμοσφαιρικού αέρα κατάφεραν να λειτουργήσουν αναλγητικά, ανακουφίζοντας τον από τον πονοκέφαλο και την τάση για εμετό που τον έπιασε από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε σ’ εκείνη την τρισάθλια μονοκατοικία. Έριξε μια ματιά στο πρασινισμένο από στάσιμα νερά τσιμεντένιο πάτωμα του υπαίθριου χώρου και κούνησε το κεφάλι του απελπισμένος.

Δεν υπάρχει καμιά σωτηρία, αναλογίστηκε και έφτυσε με θόρυβο.

Η επίδραση της νικοτίνης από το τσιγάρο που αποφάσισε ν’ ανάψει δεν ήταν αρκετή για να χαλαρώσει τα νεύρα του, κάτι που συμπέρανε σχετικά γρήγορα πριν ακόμη η καύτρα φτάσει στα μισά της διαδρομής. Παρ’ όλα αυτά, απαλλαγμένος από την οικτρή μέθη που αναδυόταν από τα σωθικά του διαμερίσματος, κατάφερε να ανακτήσει λίγο από το κουράγιο του και πήρε την απόφαση ότι θα έπρεπε να συμβιβαστεί για τις επόμενες ημέρες με την δύσκολη δουλειά που είχε αναλάβει. Ήταν αναγκασμένος, με κάθε νέα πρόκληση, να αναμετριέται συνεχώς με τις αντοχές του, την υπομονή του και, προπαντός, με τον ίδιο του τον εαυτό, τις ίδιες του τις σκέψεις που έβρισκαν τρόπο να τον περιτριγυρίζουν με όλο και πιο περίπλοκες τεχνικές βασανισμού.

Απεδίωξε κάθε περίσσιο ίχνος λιποψυχίας, πήρε μια βαθιά ανάσα κι επέστρεψε στα ενδότερα του σπιτιού. Το βαμβακερό λευκό μπλουζάκι του, με το λογότυπο μιας αλυσίδας εμπορικών καταστημάτων εξειδικευμένων σε οικοδομικά υλικά, είχε μουσκέψει στην πλάτη και γύρω από τον λαιμό. Όσο πλησίαζε το μεσημέρι, τόσο αυτό κολλούσε πάνω του σαν διψασμένη βδέλλα. Κατευθύνθηκε στο μπάνιο και από συνήθεια πίεσε τον διακόπτη του φωτισμού, παρ’ όλο που γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι δε διέθετε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα - ένα από τα πολλά προβλήματα που έπρεπε να διεκπεραιώσει άμεσα. Οι ιδιοκτήτες, ευτυχώς, είχαν προβλέψει ν’ αφήσουν ανοιχτή την κεντρική παροχή της ύδρευσης, κι έτσι αποφάσισε να ρίξει λίγο δροσερό νερό στα μούτρα του, μια κίνηση που ήλπιζε ότι θα τον βοηθούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια του.

Άνοιξε τέρμα τη βρύση και το νερό άφρισε με δύναμη στην κιτρινισμένη πορσελάνη του νιπτήρα. Ένα αναπάντεχο σούρσιμο πάνω από το κεφάλι του διέκοψε τις γεμάτες απελπισία σκέψεις του. Κι έπειτα ακόμη ένα, πιο μακρόσυρτο αυτή τη φορά. Έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι του μπάνιου, μα ο περίεργος θόρυβος πρόλαβε να σταματήσει, λες και αυτό που τον προκαλούσε είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί την κάθε του κίνηση.

Ποντίκια. Αυτό μας έλειπε… ψιθύρισε σιχτιρίζοντας.

Έκλεισε τη ροή του νερού από τη βρύση και προσπάθησε ν’ αφουγκραστεί ανάμεσα στους κενούς τοίχους της μονοκατοικίας, αλλά τίποτα, όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερε να διακρίνει κανέναν περίεργο θόρυβο. Όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από τη δουλειά του, γνώριζε καλά ότι τα παλιά σπίτια έβγαζαν διάφορους ήχους. Θορυβώδεις σωληνώσεις, διακόπτες και φωτιστικά σώματα που σπινθηρίζουν, ξύλινα πατώματα που τρίζουν, αρμοί που συστέλλονται και διαστέλλονται. Το παράξενο με τούτο το σπίτι ήταν ακριβώς αυτό. Δεν παρουσίαζε κανέναν απολύτως περίεργο θόρυβο, λες και οτιδήποτε μέσα του είχε νεκρώσει για πάντα.

Σκούπισε τα χέρια του στην φόρμα εργασίας, βγήκε από το δωμάτιο του μπάνιου κι έστρεψε το βλέμμα του ψηλά, πάνω από την εσωτερική πόρτα, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται η είσοδος για το πατάρι.

Τι διάολο…

Στα τόσα χρόνια ενασχόλησης μ’ αυτό το επάγγελμα είχε αντικρίσει τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα. Όχι όμως κάτι παρόμοιο. Βέβαια, όλα ήταν πιθανά να συμβούνε με κάθε καινούργια εργασία που αναλάμβανε. Στο μυαλό του, μεμιάς, αναδύθηκαν παλιές ιστορίες συναδέλφων του να διηγούνται απίθανες ανακαλύψεις κατά τη διάρκεια εργασιών και ανακαινίσεων όλα αυτά τα χρόνια. Από ξεχασμένες βιντεοκασέτες με ιδιωτικές ερωτικές στιγμές προηγούμενων ενοίκων, μέχρι και καταχωνιασμένες κασέλες με διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα από χρυσές λίρες και παλιά νομίσματα αξίας.

Μια λάμψη σχηματίστηκε στο βαθύ μαύρο των ματιών του και το πλατύ χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπό του έπειτα από πολλές ημέρες. Είχε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να χαμογελά κανείς. Έτριψε τα χέρια του κατενθουσιασμένος, μη μπορώντας να πιστέψει ότι η τύχη επιτέλους, έστω και για πρώτη φορά, θα περνούσε από τη δική του πλευρά. Ήδη είχε αρχίσει να σχεδιάζει στο μυαλό του ταξίδια, αυτοκίνητα, πισίνες και ό,τι άλλο δεν τολμούσε μέχρι πρότινος να ονειρευτεί.

Τέντωσε το χέρι του και έξυσε τον σαθρό σοβά που είχε αρχίσει να θρυμματίζεται, αποκαλύπτοντας από πίσω του την κεραμιδί απόχρωση των τούβλων. Κάποιος, μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, είχε αφαιρέσει την στενή πόρτα και την κάσα γύρω της αντικαθιστώντας τη με μερικές σειρές από τούβλα, λίγη λάσπη και ένα υποτυπώδες στρώμα από ένα μείγμα άμμου, τσιμέντου και ασβέστη. Πλέον, το χρώμα είχε ξεφτίσει, ο σοβάς είχε ξεκινήσει να μετατρέπεται σε σκόνη και από πίσω άρχισε ν’ αποκαλύπτεται η πανουργία ενός από τους ενοίκους του παρελθόντος. Το σπίτι ήταν παλιό, από τις αρχές του 20ου αιώνα. Είχε επιζήσει σε πολέμους, εμφυλίους, σεισμούς, καταποντισμούς και καταστροφές, και η κρυψώνα είχε επινοηθεί για έναν και μόνο σκοπό: να αποκρύψει κάποιο μυστικό, ένα μυστικό που έλαμπε στο χρώμα του χρυσού.

Η ανυπομονησία του όλο και μεγάλωνε. Αδημονούσε να κρατήσει στα χέρια του την αναπάντεχη ανακάλυψη που θα έδιωχνε μακριά του κάθε ίχνος μιζέριας και δυστυχίας. Έσκαβε με τα χέρια του όλο και πιο γρήγορα, σχεδόν λυσσαλέα. Τα νύχια του έσπασαν στις άκρες και τα δάχτυλα του μάτωσαν, μα δεν ένιωθε πόνο, παρά μονάχα τον πυρετό του εύκολου πλουτισμού και τις απληστίας, που έσταζε από πάνω του και πότιζε το σκονισμένο λευκό μπλουζάκι του με τη μορφή ιδρώτα.

Αγανάχτησε. Όσο εύκολο του φαινόταν ένα τέτοιο εγχείρημα, άλλο τόσο τον παίδευε και τον καθυστερούσε. Όμως, δεν είχε σκοπό να καθυστερήσει. Ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος του. Τα υπόλοιπα συνεργεία και οι εργάτες θα εμφανιζόντουσαν το επόμενο κιόλας πρωινό. Η όποια δουλειά έπρεπε να τελειώσει μέσα στην ημέρα, να τα μαζέψει και να εξαφανιστεί προτού τον πάρει κάποιο μάτι.Για κακή του τύχη, δεν κουβαλούσε εργαλεία μαζί του, μιας και όταν ξεκινούσε από το σπίτι του νωρίτερα δεν είχε σκοπό να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά.

Μα που να πάρει ο διάολ... ξεφώνισε θυμωμένος και κοπάνησε με δύναμη την πόρτα του μπάνιου. Ένα βαθούλωμα εμφανίστηκε χαμηλά στο κέντρο της και σκλήθρες σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά, συμπληρώνοντας το μωσαϊκό από θρύμματα σοβά και νιφάδες του παλιού κιτρινισμένου χρώματος που είχε σκαλίσει με τα χέρια του. Η όποια καθυστέρηση τού δημιουργούσε περαιτέρω εκνευρισμό.

Αποτραβήχτηκε στην κουζίνα γρυλίζοντας. Άρχισε να φέρνει βόλτες σ’ ολόκληρο το σπίτι, σπάζοντας το κεφάλι του για να βρει τον πιο εύκολο και γρήγορο τρόπο, ώστε να γκρεμίσει αυτό το μικρό κομμάτι τοίχου που τον τυραννούσε εδώ και ώρα. Φυσούσε και ξεφυσούσε, σιχτίριζε και ξεσπούσε σε πόρτες, ξεχασμένα παλιά έπιπλα και σωρούς από σκουπίδια του τελευταίου ενοίκου που είχαν απομείνει όπου κι αν έπεφτε η ματιά του στο χώρου. Πάνω στην απελπισία του, ξεκίνησε ν’ ανοίγει κάθε συρτάρι, ντουλάπι και κρυψώνα του σπιτιού, αναζητώντας οτιδήποτε θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο για να γκρεμίσει το μικρό τοιχίο που είχε ανακαλύψει.

Τα μάτια του έτσουζαν σε κάθε αλμυρή σταγόνα ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό του και η θολή του όραση, σε συνδυασμό με την αδυναμία των αχτίδων του μαγιάτικου ήλιου να προχωρήσουν σ’ ολόκληρο το μήκος του σπιτιού, έκανε την αναζήτηση ακόμη πιο δύσκολη. Σε κάθε άνοιγμα ενός ακόμη ντουλαπιού η δυσωδία της κλεισούρας, της μούχλας και της ναφθαλίνης που ξεχυνόταν συμπλήρωνε την ήδη αρρωστημένη και βαριά ατμόσφαιρα στην οποία ήταν αναγκασμένος ν’ αναπνέει. Η αφόρητη ζέστη γινόταν ολοένα και πιο επώδυνη λόγω της υπερέντασης που τον είχε κατακλύσει. Μπορούσε ν’ ακούσει τον συριγμό στην ανάσα του. Την καρδιά του να τον προειδοποιεί. Πλέον, λειτουργούσε σε ξέφρενους ρυθμούς που δεν ήταν συνηθισμένος ν’ ακολουθεί.

Κάτι δεν πήγαινε καλά.

Καθώς έσκαβε με τα χέρια του ανάμεσα σε σκοροφαγωμένα ρούχα και σκεπάσματα, το μάτι του έπιασε μια ανεπαίσθητη γυαλάδα στο βάθος μιας από τις εντοιχιζόμενες ντουλάπες του υπνοδωματίου. Αναθάρρησε. Το τράβηξε έξω γεμάτος ανυπομονησία και, διαπιστώνοντας ότι κρατούσε στα χέρια του μια μικρή βαριοπούλα, ξέσπασε σε νευρικά χαχανητά.

Επιτέλους, αναφώνησε.

Περιεργάστηκε καλύτερα την βαριοπούλα, τραβώντας την κοντά στο παράθυρο. Οι καφεκόκκινες κηλίδες στην σφυρήλατη ατσάλινη κεφαλή που έφερναν σε σκουριά τον άφησαν αδιάφορο. Δεν ήταν και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, όμως θα έκανε ακριβώς τη δουλειά για την οποία προοριζόταν. Στα χέρια του κρατούσε ένα ασήμαντο, αλλά πολύτιμο γι’ αυτόν, εργαλείο, μα το πολυτιμότερο που μπορούσε να του προσφέρει αυτό το σπίτι βρισκόταν μόλις ελάχιστα μέτρα μακριά του, πίσω από μερικές σειρές από τούβλα.

Αυτή τη φορά δε θα ζόριζε χωρίς λόγο τον εαυτό του. Στο στενό μπαλκόνι είχε εντοπίσει μια ξεχαρβαλωμένη σιδερένια σκάλα, την οποία τοποθέτησε μπροστά ακριβώς από το σημείο ενδιαφέροντος και σκαρφάλωσε πάνω της, με το βαρύ εργαλείο των δέκα και πλέον κιλών στα χέρια.

Ένα διαβολικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Η ώρα της αλήθειας είχε φτάσει. Έριξε την πρώτη σφυριά. Κομμάτια σοβά ξεκόλλησαν και σκόρπισαν στο πάτωμα με θόρυβο, σηκώνοντας ένα σύννεφο γκρίζας σκόνης. Δεν ανησυχούσε για τίποτε από τα δύο. Ούτε για τους περίοικους, ούτε για τη σκόνη. Άλλωστε, σε ελάχιστα λεπτά θα εξαφανιζόταν μια για πάντα από εκεί μέσα. Το επόμενο χτύπημα εμφάνισε και την πρώτη σειρά από τούβλα. Ακολούθησε και τρίτο και τέταρτο, έως ότου σταμάτησε να μετράει, όταν πια το χέρι του άρχισε να πονάει από το βάρος του εργαλείου. Τελικά, η κατασκευή αποδεικνυόταν κάθε άλλο παρά πρόχειρη. Μια μικρή τρύπα είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα κόκκινα τούβλα, όταν αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα για να πάρει ανάσα. Είχε φτάσει, επιτέλους, στην τελική ευθεία.

Ένα σούρσιμο διέκοψε την ησυχία του σπιτιού. Παρόμοιο με εκείνον τον παράξενο θόρυβο που πρωτάκουσε στο ξεκίνημα της αναπάντεχης περιπέτειας του. Πέταξε την βαριοπούλα απ’ τα χέρια κι εκείνη έσκασε με έναν υπόκωφο γδούπο πάνω στα συντρίμμια. Ο περίεργος ήχος είχε σταματήσει και πάλι. Πλησίασε στον τοίχο και κόλλησε το αυτί του στην κόκκινη σκόνη που σκέπαζε τα τούβλα. Η ίδια μυρωδιά που είχε ποτίσει απ’ άκρη σ’ άκρη τη θλιβερή μονοκατοικία αναδυόταν από την μικρή οπή που είχε καταφέρει ν’ ανοίξει έπειτα από αλλεπάλληλα χτυπήματα. Όμως, εδώ ήταν ακόμη πιο έντονη, ακόμη πιο ανατριχιαστική και απαίσια.

Το σούρσιμο επαναλήφθηκε. Τραβήχτηκε έντρομος από τον τοίχο, με κίνδυνο να πέσει από τη σκάλα και να σωριαστεί στα μπάζα τραυματίζοντας την πλάτη του.

Δεν μπορεί να είναι τρωκτικά… Στη σκέψη και μόνο ότι κάτι μεγαλόσωμο ζούσε πίσω από τους τοίχους τον έλουσε κρύος ιδρώτας.

Πού διάολο έχω μπλέξει; ψιθύρισε, όμως οι ανεξέλεγκτοι χτύποι της καρδιάς του κατάφεραν να καλύψουν τα λόγια του.

Κόλλησε και πάλι στον τοίχο. Σε κάθε περίπτωση, έπρεπε ήδη να είχε μαζέψει το κορμί του και να έχει εξαφανιστεί από εκεί μέσα. Παρ’ όλα αυτά, η αδρεναλίνη σε συνδυασμό με την άφθονη περιέργειά του τον οδηγούσαν σε μια παράλογη επιμονή.

Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Όντως, κάτι υπήρχε εκεί μέσα. Μπορούσε να το ακούσει να βαριανασαίνει, να βγάζει παράξενους λαρυγγισμούς και να ξύνει τα νύχια του από τη μέσα πλευρά του τοίχου.

Ένας επαναλαμβανόμενος θόρυβος από χαμηλά τον τράβηξε από τις σκέψεις του. Μια βροχή από κομμάτια σαθρού τσιμέντου και κόκκινης άμμου έπεφτε από τον σκαμμένο τοιχίο. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, τώρα αδημονούσε να δραπετεύσει από τη σκοτεινή φυλακή του.

Ένας ξαφνικός δυνατός γδούπος από τη μέσα πλευρά ήταν αρκετός, ώστε το λεπτό στρώμα σοβά που είχε απομείνει να ξεκολλήσει και να πέσει ολόκληρο στο πάτωμα. Μαζί του και ο άτυχος τεχνίτης, ουρλιάζοντας ξαφνιασμένος μέσα σε ένα γκρίζο σύννεφο σκόνης.

Πονούσε. Πονούσε οικτρά σ’ ολόκληρο το κορμί του. Ήταν μετανιωμένος που δεν είχε φύγει προ πολλού, τώρα όμως ήταν αργά, είχε χτυπήσει άσχημα, ήταν μόνος του και έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό του. Σύρθηκε μέχρι την κουζίνα, αφήνοντας πίσω του ένα βαθυκόκκινο αποτύπωμα. Αιμορραγούσε. Πολύ. Γραπώθηκε από τον μαρμάρινο γλιτσιασμένο πάγκο και, στηριζόμενος στο δεξί του πόδι, κατάφερε να σηκωθεί. Έγειρε μπροστά κι έβγαλε τη χολή του στον ακόμη πιο βρόμικο νεροχύτη. Τα υπολείμματα σάπιου σκουληκοφαγωμένου κρέατος που είχαν καλυφθεί από ένα αραχνοΰφαντο πλέγμα μούχλας -δημιούργημα κάποιου μύκητα- πλέον είχαν ξεπλυθεί για τα καλά με το εσωτερικό του στομάχου του και τα όξινα γαστρικά υγρά. Η απαίσια δυσωδία τού προκάλεσε εκ νέου ναυτία και ο φάρυγγας του τον έγδερνε εσωτερικά. Ένιωθε λες και είχε καταπιεί ξυράφια. Άνοιξε τη βρύση τέρμα, αδιαφορώντας για την παλαιότητα των γαλβανισμένων σωλήνων, έσκυψε μπροστά, ξέπλυνε το σκονισμένο πρόσωπό του και άρχισε να κατεβάζει λαίμαργα ατέλειωτες ποσότητες νερού, λες και είχε ξυπνήσει από έναν βαθύ, αιώνιο ύπνο δίψας.

Κάτι όντως δεν πήγαινε καλά, και το είχε νιώσει από την πρώτη στιγμή που πρωτοπάτησε το πόδι του σ’ αυτό το καταραμένο σπίτι. Κάτι πολύ κακό κρυβόταν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους. Κάτι ασύλληπτο, ακόμη και για την πιο νοσηρή ανθρώπινη φαντασία.

Ένιωσε την σκοτοδίνη να πέφτει μπροστά του σαν ένα κατάμαυρο πέπλο σκόνης και να θολώνει κάθε λογική σκέψη του. Ακολούθησε ένας φρικτός πόνος στην πλάτη, προχώρησε στο στήθος, κι έπειτα γονάτισε έτοιμος να λιποθυμήσει.

Το σούρσιμο είχε επιστρέψει, ακόμη πιο ευδιάκριτο από ποτέ, συνοδευόμενο αυτή τη φορά και από έναν άλλο ανατριχιαστικό μακρόσυρτο θόρυβο. Κάτι μεταλλικό σερνόταν στο πάτωμα, και τον πλησίαζε όλο και περισσότερο. Αργά και βασανιστικά. Στράφηκε πίσω του, με τον πόνο να τσακίζει κάθε πιθαμή από το είναι του. Αυτό που αντίκρισε τον ανάγκασε να ξεχάσει όλους τους πόνους που ένιωθε. Όλα όσα γνώριζε για τον μάταιο κόσμο στον οποίο είχε βρεθεί αυτά τα λίγα χρόνια της ζωής του.

Ούρλιαξε. Ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Όσο είχε ακόμη δύναμη να το κάνει. Το ανατριχιαστικό εκείνο πλάσμα όλο και πλησίαζε. Μαζί του έσερνε και τη δυσωδία που είχε ποτίσει τους τοίχους, τις κουρτίνες, τα έπιπλα. Κουβαλούσε πάνω του τον ίδιο τον θάνατο. Ήταν εμφανές ότι είχε απαρνηθεί την έννοια του θανάτου. Ένα άψυχο, νεκρό σαρκίο και μερικά σπασμένα κόκκαλα, που μετά βίας στήριζαν το παραμορφωμένο -άλλοτε ολόκληρο- κεφάλι που κουβαλούσε στους ώμους του, κι όμως διέθετε όλη εκείνη τη μυϊκή δύναμη που χρειαζόταν για να σέρνει από το χέρι του την ασήκωτη βαριοπούλα. Πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του, να πάρει ένα είδος εκδίκησης, και θα το κατάφερνε, με κάθε δυνατό τρόπο.

Πλησίαζε. Όλο και πλησίαζε. Οι κατάλευκες κόγχες των ματιών του πλάσματος έκρυβαν πίσω τους όλα εκείνη τα ζωώδη ένστικτα που είχαν αναπτυχθεί στο χρόνιο σκοτάδι της φυλακής του. Οτιδήποτε ανθρώπινο υπήρχε κάποτε πάνω του είχε χαθεί δια παντός. Από τους ώμους κρεμόντουσαν τα απομεινάρια ενός υφάσματος. Τα ξέφτια του πάσχιζαν, δίχως επιτυχία, να καλύψουν την άλλοτε γυναικεία γύμνια, ενώ διάσπαρτοι καφεκόκκινοι λεκέδες αποκάλυπταν το μακάβριο μυστικό που έκρυβαν πίσω τους οι τέσσερις τοίχοι της παλιάς μονοκατοικίας.

Ο νεαρός τεχνίτης απέμεινε αποσβολωμένος στο πάτωμα, μη μπορώντας να αντιδράσει. Ένιωθε υπνωτισμένος από την εικόνα Αποκάλυψης που ξεδιπλωνόταν μπροστά του. Το νεκροζώντανο πλάσμα είχε πλέον φτάσει από πάνω του. Δεν υπήρχε ίχνος συναισθήματος μέσα του, τίποτε που θα αναχαίτιζε τις δολοφονικές του προθέσεις. Όλα αυτά τα χρόνια προσδοκούσε την εκδίκηση.

Τη στιγμή που σήκωνε τη βαριοπούλα πάνω από το ύψος του κεφαλιού, κάτι έλαμψε στη μαύρη χυτή επιφάνεια του μετάλλου. Οι χρυσές πρωινές αχτίδες που έμπαιναν από το κομματιασμένο τζάμι της μπαλκονόπορτας φώτισαν το σκούρο ατσάλι, δίνοντας ζωντάνια στις ξεραμένες καφεκόκκινες κηλίδες που το είχαν ζωγραφίσει σαν ανεξίτηλες ρανίδες αίματος. Η στιγμή έμοιαζε να παγώνει για λίγο μπροστά στα μάτια του, ο χρόνος γύρισε στο παρελθόν και μια νεαρή γυναίκα, κουρνιασμένη από φόβο, ξάφνου ζωντάνεψε σε μια γωνιά της κουζίνας. Ένας άγνωστος άνδρας εμφανίστηκε σαν μαινόμενο θηρίο του κάτω κόσμου, που στα χέρια του κρατούσε μια βαριοπούλα, την ίδια που είχε κρατήσει προ ολίγου κι εκείνος στα χέρια του. Η σκηνή έσβησε από μπροστά του σαν παλιά σέπια φωτογραφία και σκόρπισε στον χρόνο. Είχε απομείνει και πάλι μόνος, τραυματισμένος στο βρόμικο πάτωμα, μα απέναντι του συνέχισε να υπάρχει εκείνο το πλάσμα που αρνιόταν τον θάνατο. Κι έπειτα, το βαρύ εργαλείο έσκασε με έναν υπόκωφο γδούπο στο κρανίο του, ξανά και ξανά, έως ότου έπαψε να ελπίζει, να αισθάνεται, να φοβάται.

Ανάμεσα στο κατακόκκινο ποτάμι που έτρεξε μέχρι τα πόδια του, ένα παλαιοκαιρισμένο απόκομμα εφημερίδας έμελλε να κολλήσει μαζί με τα οστέινα λευκά κομμάτια τού κρανίου του.


«ΚΥΡΙΑΚΗ, 1 ΜΑΪΟΥ 1988

Έντονη δυσοσμία σε συνοικία της πόλης των Αθηνών φέρνει στο φως οικογενειακή τραγωδία. Άνδρας 39 ετών ευρέθη σε κατάσταση προχωρημένης σήψης έπειτα από ενημέρωση του αστυνομικού τμήματος της περιοχής. Ο νεαρός άνδρας φέρεται να προέβη εις αυτοχειρίαν με τη βοήθεια κυνηγετικού όπλου δια άγνωστον μέχρι στιγμής λόγον, καθώς δεν είχε αφήσει πίσω του κάποιο σημείωμα. Η σύντροφος του, με την οποία συζούσε τα τελευταία χρόνια, παραμένει άφαντη».



Έπειτα από χρόνια, θα έβρισκαν μονάχα τα κόκκαλα της πίσω από τα απομεινάρια του γκρεμισμένου τοιχίου. Στο κρανίο της αποτυπωνόταν η αιτία του θανάτου. Και δίπλα της μια βαριοπούλα, ποτισμένη με το φρέσκο κατακόκκινο αίμα του άτυχου τεχνίτη.


Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου