Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 40: Το Σπαθί του Πεπρωμένου - 1ο μέρος)

Εκείνος με τον κόκκινο μανδύα, που πρέπει να ήταν άνδρας, γύρισε απότομα προς τα πίσω. Πρέπει να αντίκρισε τον Μιχάλη κάτω από την κουκούλα του μανδύα του, που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό του. Καρδιά του κλώτσησε έντονα, καθώς συνειδητοποίησε πως ήταν αυτός που έβλεπε στα όνειρά του. Τα πόδια του έτρεμαν και έχασε τη διάθεσή του για να τον σταματήσει.

«Έλα και πάρ’το. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι μια κίνηση με αυτό, σαν να πολεμάς» τον διέταξε μετά, μιλώντας δυνατά του.

Το σώμα του Μιχάλη άρχισε να κινείται από μόνο του, με τον ίδιο να μην μπορεί να το ελέγξει. Πλησίαζε με αργά και προσεκτικά βήματα. Ο τύπος με τον κόκκινο μανδύα του έτεινε τότε το ολόχρυσο σπαθί, το οποίο άρπαξε το δεξί χέρι του αγοριού. Τότε τα ξέχασε όλα.

Ένιωσε μια τρομερή δύναμη να κυλά από το σπαθί μέσα του, εξαφανίζοντας σε μία στιγμή όλους τους πόνους από τα τραύματά του, κάνοντάς τον να νιώσει ακόμη πιο ισχυρός από ότι αισθανόταν, ενώ ένα ζεστό κύμα ευτυχίας τον τύλιξε, κάνοντάς τον να ηρεμήσει από τον πόνο και την ανησυχία για τον Νίκο. Η απίστευτη δύναμη του σπαθιού ήταν σαν να τον καλούσε να τη χρησιμοποιήσει, με τη χρυσή του λάμψη να θολώνει την όρασή του. Κοίταξε τον τύπο απέναντί του και γέμισε με μία επιθυμία να πολεμήσει. Ήταν το μόνο που ήθελε.

Πήρε θέση μάχης και έκανε ένα γρήγορο και πολύ δυνατό χτύπημα στον άνδρα. Εκείνος τράβηξε αστραπιαία ένα κατακόκκινο σπαθί από το μανδύα του και αμύνθηκε στο χτύπημα του Μιχάλη. Τον άκουσε να ουρλιάζει, αλλά δεν του έδωσε καμία σημασία. Συνέχισε την επίθεσή του με ένα δεύτερο χτύπημα, στο οποίο αμύνθηκε και πάλι ο άνδρας με το κόκκινο σπαθί του. Ο Μιχάλης μετά άρχισε τα εναλλάξ χτυπήματα, κάνοντας τον άνδρα να υποχωρήσει, ενώ οι δικές του μαγικές επιθέσεις δεν είχαν καμία επίδραση πάνω στον Μιχάλη.

«Σταμάτα τώρα, αν δε θες να γευτείς την οργή μου» του ούρλιαξε ο άνδρας με την απόκοσμη φωνή του να αντιλαλεί στα τείχη του χώρου εκείνου του σπηλαίου.

Και πάλι ο Μιχάλης δεν του έδωσε καμία σημασία και συνέχισε τα ανελέητα χτυπήματά του, ενώ του επιτίθονταν και μαγικά, με χρυσές λάμψεις να πηδούν από το χέρι του και να ορμούν στον άνδρα, που αμυνόταν.

Ο αντίπαλός του ξαφνικά εξαφανίστηκε από μπροστά του, αλλά ο Μιχάλης αντιλήφθηκε πως έκανε μία αστραπιαία κίνηση για να βρεθεί από πίσω του, με αποτέλεσμα να κάνει μία γρήγορη αναστροφή και να χτυπήσει πριν προλάβει ο άνδρας να του επιτεθεί. Πάλι έριχνε συνεχή χτυπήματα, τόσο με το σπαθί, όσο και μαγικές σπρωξιές ή προσπάθειες να τον ακινητοποιήσει, στις οποίες αμυνόταν αρκετά καλά, έστω και αν ο Μιχάλης διέθετε την παράλογη δύναμη του σπαθιού.

«Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία, μικρέ, δώσε μου το σπαθί τώρα και ίσως να σου χαρίσω τη ζωή σου» ανέφερε ο τύπος σε κάποιο σημείο.

Η σκέψη πως εκείνος απλά ήθελε να τον ξεγελάσει δημιουργήθηκε στο μυαλό του. Δεν απάντησε και συνέχισε τις επιθέσεις. Άλλαξε τακτική στην ξιφομαχία τους, αρχίζοντας να επιτίθεται πιο χαμηλά, δυσκολεύοντας τον άνδρα να αμυνθεί, αλλά και αύξησε τα μαγικά χτυπήματα, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει λίγο ακόμη. Προσπαθούσε συνεχώς να χτυπήσει τα πόδια του, αλλά εκείνος τον σταματούσε. Λίγο μετά, δέχθηκε ένα απρόσμενο χτύπημα που τον τίναξε προς τα πίσω, αλλά δεν ένιωσε τον παραμικρό πόνο στο στήθος, όπου τον πέτυχε.

Χτύπησε παραπατώντας στο μικρό πηγάδι, αλλά στάθηκε αμέσως όρθιος, κοιτώντας τον άλλο σκεφτικός. Μπόρεσε να ξεθολώσει λιγάκι το μυαλό του και να σκεφτεί κάπως πιο καθαρά από πριν. Του είχε πάρει το σπαθί, αλλά ακόμη και με τη δύναμή του δεν μπορούσε να τον νικήσει. Ήθελε επίσης απαντήσεις για τα όνειρα, αλλά ο άνδρας με τον κόκκινο μανδύα μόνο διατεθειμένος να του τις δώσει δε φαινόταν. Το μόνο που μπορούσε να καταλάβει ήταν η άγρια επιθυμία να τον σκοτώσει, που ήταν και ο μοναδικός στόχος του εκείνη τη στιγμή.

«Πιστεύεις ότι έχεις κάποια ελπίδα εναντίον μου, μικρέ; Ακόμη και με τη δύναμη του Σπαθιού του Πεπρωμένου δεν μπορείς να καταφέρεις κάτι. Παραδώσου λοιπόν, να τελειώνουμε»

Ο Μιχάλης κοντοστάθηκε σε εκείνο το σημείο. «Γιατί; Ποιος είσαι εσύ;»

«Ποιος είμαι εγώ;» ρώτησε έκπληκτος ο άνδρας, γελώντας μετά, «έχεις πλάκα, μικρέ, σε παραδέχομαι. Κρίμα που πρέπει να σε σκοτώσω, γιατί θα σε ήθελα στους υπηρέτες μου»

«Δεν είμαι υπηρέτης κανενός» δήλωσε κοφτά το αγόρι.

«Δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε αυτό. Σε λίγο θα είσαι νεκρός και δε θα υπηρετήσεις κανέναν» μετά έβαλε το χέρι του μέσα σε μία άφαντη αρχικά τσέπη του μανδύα του, «ας τελειώνουμε λοιπόν»

Δεν κατάλαβε τι έκανε εκεί, αλλά ένιωσε μια μετακίνηση μαγείας, σαν να προετοιμαζόταν για κάτι ο άνδρας. Δεν άργησε να αντιληφθεί πως έπαιρνε από κάπου μαγεία, που λογικά ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για να υπερνικήσει τη δύναμη του Σπαθιού του Πεπρωμένου, όπως λογικά έλεγαν το χρυσό σπαθί, και να τον σκοτώσει. Και τότε το κατάλαβε.

Μέσα στην τσέπη του άνδρα βρισκόταν το μαύρο διαμάντι, το ιερό διαμάντι της Ζερκαλίας. Μπορούσε να αισθανθεί την τρομερή δύναμη που είχε. Κατάλαβε πόση δύναμη τράβηξε ο άνδρας, πως το έκανε αυτό, αλλά και πού οφειλόταν τα όνειρά του. Καθώς κοιμόταν ή λιποθυμούσε, ερχόταν στη θέση του διαμαντιού, σε στιγμές κατάλληλες μάλιστα, σαν το διαμάντι να ήξερε πως έπρεπε να δει κάποια συγκεκριμένα πράγματα.

Κοίταξε μπροστά του, τον άνδρα με τον κόκκινο μανδύα, που ήταν έτοιμος να του επιτεθεί. Αν είχε καταλάβει σωστά, από όσα είχε μάθει, βρισκόταν ίσως μπροστά στο χειρότερο εχθρό του και δεν το είχε αντιληφθεί.

Έκανε μια βουτιά στα δεξιά του για να αποφύγει την ξαφνική και τρομερή επίθεση που εξαπέλυσε ο άνδρας εναντίον του, με μία μαυροκόκκινη λάμψη να εκτοξεύεται από το χέρι του. Χτύπησε το μικρό πηγάδι και το έκανε κομμάτια, με ένα δυνατό κρότο, ενώ ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει ξαφνιασμένος την τρομερή επίθεση. Ετοιμάστηκε να του επιτεθεί ξανά, αλλά ο Μιχάλης έδρασε πριν από αυτόν.

Με το σπαθί ψηλά, έριξε ένα χτύπημα προς κάθε κατεύθυνση, με μια φοβερή χρυσή λάμψη να γεμίζει όλο το χώρο, ενώ στη συνέχεια όλο το μέρος χτυπήθηκε και ακολούθησε μια έντονη δόνηση με μια διάλυση όλων των τειχών εκεί. Επιτέθηκε ξανά για να διαλύσει τα κομμάτια του σπηλαίου που έπεφταν πάνω του, πριν αρχίσει να τρέχει προς μία κατεύθυνση μπροστά του, έχοντας την αίσθηση σε κάποια στιγμή πως πέρασε δίπλα από τον άνδρα.

«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από εμένα, μικρέ» του φώναξε εκείνος, καθώς ο Μιχάλης είχε ήδη βουτήξει στο διάδρομο, από όπου είχε μπει στο χώρο εκείνο.

Έτρεχε πιο γρήγορα από ότι είχε τρέξει ποτέ, φτάνοντας ταχύτατα στη στροφή, όπου άρχισε να κινείται προς το μεγάλο χώρο, όπου είχε παλέψει με τα πλάσματα που υπήρχαν στη σπηλιά. Μόλις έφτασε εκεί, άρχισε να κινείται γρήγορα προς την άλλη πλευρά, αλλά κάτι τον χτύπησε ξαφνικά στην πλάτη και τον πέταξε μπροστά. Έσκασε στο έδαφος λίγο μπροστά, αλλά δεν άφησε το σπαθί να ξεφύγει από τα χέρια του, κρατώντας το γερά στο δεξί του χέρι.

Τινάχθηκε όρθιος, βλέποντας πως λίγο πίσω του βρισκόταν ο αντίπαλός του, κρατώντας το δικό του σπαθί, έτοιμος να πολεμήσει και άλλο με τον Μιχάλη. «Θέλεις να δοκιμάσεις την υπομονή μου, μικρέ; Έχω αρκετή ώστε να παίξω μαζί σου και στο τέλος να σε τσακίσω»

«Μην είσαι τόσο σίγουρος, μπορεί και να χάσεις»

Ξαφνικά, ο άνδρας χρησιμοποίησε τη δύναμη του διαμαντιού και του επιτέθηκε, με τον Μιχάλη να απαντάει άμεσα με μια δυνατή επίθεση, με τη δύναμη του σπαθιού. Το αποτέλεσμα ήταν ο μαυροκόκκινος πίδακας φωτός από το χέρι του άνδρα να συγκρουστεί με το χρυσό του Μιχάλη και να ακολουθήσει μία έκρηξη. Αυτή τη φορά δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα από αυτήν την έκρηξη, με αποτέλεσμα να τιναχθεί αρκετά πιο πίσω, με το σπαθί να ξεφεύγει από το χέρι του. Ζαλίστηκε από το χτύπημα, ενώ ένιωσε να χάνει τη δύναμη του σπαθιού.

Μόλις άνοιξε τα μάτια του είδε τον άνδρα να στέκεται λίγο μπροστά του, ενώ εκείνη τη στιγμή σήκωνε το χρυσό σπαθί από το έδαφος, με το δικό του να έχει εξαφανιστεί. Το κοίταξε μάλλον κάτω από το μανδύα του, κρατώντας το λίγο ψηλότερα από το πρόσωπό του.

Εκείνος πετάχτηκε όρθιος, γνωρίζοντας όμως πως όλα είχαν τελειώσει. Ο άνδρας είχε πάρει το Σπαθί του Πεπρωμένου πια στα χέρια του, έχοντας έλεγχο πια στη δύναμή του

«Υποτίθεται ότι χρειαζόταν ένας αγνός άνθρωπος για να απελευθερωθεί η δύναμή του. Από ότι φαίνεται δεν ισχύει αυτό. Ίσως απλώς έχει να κάνει με τις προθέσεις αυτού που το παίρνει»

Όση ώρα μιλούσε, ο Μιχάλης άρχισε όλο και περισσότερο το διαμάντι ένιωθε κάτι σαν σχοινί δεμένο στο στήθος του να τον συνδέει μαζί του. Άλλη μία σκέψη του ήρθε στο μυαλό, πως δε θα μπορούσε να νικήσει αυτόν τον μάγο. Δοκίμασε τότε να ελέγξει τη δύναμη του διαμαντιού, που έμοιαζε αρκετά με τη δική του.

Πριν προλάβει όμως να κάνει την κίνησή του, την ώρα μάλιστα που ο αντίπαλός του πήγαινε να τον αποτελειώσει, το σπήλαιο τραντάχτηκε έντονα και είδε την οροφή να πέφτει. Με ένα γρήγορο άνοιγμα του μυαλού του, είδε πως τα μαγικά τείχη χάθηκαν και όλο το μέρος γκρεμιζόταν.

Ολόκληρο το πάνω μέρος του σπηλαίου πια κατέρρεε και δεν είχαν πολύ χρόνο ακόμη. Αν δεν έφευγαν από εκεί εγκαίρως θα θαβόταν ζωντανοί. Ο τύπος σταμάτησε για λίγο, δίνοντας την ευκαιρία στον Μιχάλη να ολοκληρώσει την επίθεσή του. Παραπάτησε, με το αγόρι να τραβάει σαν μαγνήτης το ολόχρυσο σπαθί, που βρέθηκε αστραπιαία στο χέρι του. Πήγε να κάνει το ίδιο και με το διαμάντι, αλλά ένα ξαφνικό κάψιμο στο χέρι με το οποίο κρατούσε το σπαθί τον έκανε να σταματήσει.

«Θέλει να μας εγκλωβίσει μέσα» σχολίασε ο τύπος αναστενάζοντας, «Ακόμη και να μπορέσεις να ξεφύγεις, δε θα αργήσω να σε βρω» φώναξε μετά στον Μιχάλη και μετά εξαφανίστηκε.

Παναγιώτης Βάβαλος