Τραντέλλενες (Πρόλογος)

Ξημέρωνε η πρώτη τη Χριστιανάρ του 1898∙ όλη νύχτα το είχε κοιλοπονέσει η μάνα του, και τώρα το κλάμα του νεογέννητου μωρού πλημμύριζε το δίπατο αρχοντικό του πατέρα του στη Λιβερά, καθώς γλιστρούσε στον έξω κόσμο και η γριά μαμή το έπαιρνε στα χέρια της, ενώ η θεία του στον ρόλο της εμπρομαμής* πίεζε την κοιλιά της συννυφάδας της για να βγει το ύστερο.

«Ντο εν’, θεία;» ρώτησε η εξαντλημένη από τον τοκετό μητέρα τη γριά. «Αγούρ γιά κορίτσ’;»

«Κορίτσ’ είναι, κουτσή μ’! Να τη χαίρεσαι, ο Θεόν κι η Παναΐα η Σουμελά έτσιξαν εσέν κι εδέκαν σ’ ατό!» ανήγγειλε εκείνη, και η συννυφάδα της τη φίλησε αυθόρμητα συγκινημένη.

«Είδες, πατσίκα μ’; Κανέναν ’κι αφήν’ ο Θεός αβοήθητο, κανέναν!» της είπε και σταυροκοπήθηκε, κι η λεχώνα έγειρε στο προσκεφάλι της με τα μάγουλα μούσκεμα απ' τα δάκρυα, πάνω από δέκα χρόνια τώρα ήταν παντρεμένη με τον άντρα της, και ένα παιδί δεν έλεγε να στεριώσει μες στα σπλάχνα της... Τι προσευχές και τάματα έκανε, τι βοτάνια δοκίμασε, πόσες φορές η γριά μαμή δεν ήρθε να καθαρίσει το παρακαμίν’ και να τη βάλει να καθίσει μέσα του τυλιγμένη σε κουβέρτα, για να της βάλει έπειτα κατάπλασμα με βραστή μολόχα στο υπογάστριο και να της κάνει αχνίσματα με νερό στα απόκρυφά της, και πάντα η κοιλιά της άδεια, πάντα να τη δείχνουν οι άλλες γυναίκες με το δάχτυλο πίσω από την πλάτη της, να τη λυπούνται και να την κουτσομπολεύουν, να λεν «ατέ ’κι εν’ άνθρωπος» και για τον άντρα της πως «έτον γουσουρλούς»! Και τώρα, που είχε μπει πια στα τριάντα κι άρχιζε να χάνει την ελπίδα, η ευλογία που περίμεναν ήρθε, στην αγκαλιά της ήτανε και βύζαινε τα στήθια της, η κόρη της, η κόρη τους, την κύτταζε και δεν τη χόρταινε, δε μπορούσε να το πιστέψει η μανούλα της...

«Ντο έντονε, κυρά; Εγέννεσεν η γαρή μ’;» ρώτησε τώρα τη μαμή νευρικός ο πατέρας της νεογέννητης παιδούλας, που, όσο στεκόταν έξω απ’ τη συζυγική τους κάμαρη και περίμενε να βγει το μωρό τους απ’ την κοιλιά της συμβίας του, είχε αδειάσει όλη του την καπνοσακούλα από την αγωνία του.

«Εγέννεσεν, αφέντα μ’, κι εποίκε έναν κορτσόπον, έμορφον άμον τον φέγγον! Φως σ’ ομμάτεα σουν, ο Θεός να χαρίζ’ σας ατό**!» αποκρίθηκε μονοκοπανιά η γριά παινεύοντας το βρέφος, για να προλάβει τυχόν στραβομουτσούνιασμά του σχετικά με το φύλο του μωρού...

«Κόρη, ε;» απάντησε μ' ένα σφιγμένο χαμόγελο εκείνος. «Ας είναι... Αφού μας την έδωσε τελικά ο Θεός, δεν έχω λόγο να παραπονιέμαι!» μετάνιωσε την επόμενη στιγμή και με πιο θερμή έκφραση τώρα προχώρησε μες στο δωμάτιο.

«Γαρή» προσφώνησε τη γυναίκα του. «Ντ’ εφτάει η κουτσή μουν;»

«Σσς, σως, άντρα μ’... Εκοιμέθεν το γιαβρόπο μ’, μην τσαΐζς, θα γνεφίζς ατέν» τον συμβούλεψε ήρεμα η αρχόντισσα, τηρώντας με τρυφερή λατρεία την κορούλα της που είχε γλαρώσει μες στην αγκαλιά της, σαν αγγελούδι του Θεού πεσμένο απ' τα ουράνια, και φιλώντας της γλυκά το μετωπάκι...

«Άντρα μ’, Αρετή να τη βαφτίσουμε» πρότεινε έπειτα, αφού βάλανε το φασκιωμένο μωρό στο κουνίν του. «Να τη φυλάει ο Άε - Φιλάρετος που γιορτάζ’ οσήμερον, να τρανύν’ και να αντρίζμ’ ατέν μ’ έναν καλόν παίδα... Ποίσον την καρδία μ’, ποδεδίζω σε... »

«Ας ίνεται το θέλεμα σ’, γαρή... Αρετή θα τη βαφτίσουμε, να 'χει τη χάρη του αγίου» συγκατένευσε τελικά ο άρχοντας, βλέποντας τη λαχτάρα στο πρόσωπο της κάλης του, και έσκυψε κι αυτός ελαφρά πάνω από την κούνια της μονάκριβής τους, καθώς εκείνη τη νανούριζε...

***

Πέντε του Δεκέμβρη, ανήμερα του Αγίου Σάββα, και το χιόνι έπεφτε ήδη απαλά στην Κουνάκα. Στο φτωχικό αγροτόσπιτο, όλοι ξυπνούσαν, κι η καλομάνα του ξυπνούσε κι αυτή τα εγγόνια της, όμως ένα από όλα, τετράχρονο αγοράκι, δεν ήθελε να σηκωθεί, βαστούσε τα ματάκια του κλειστά και χαμογέλαγε...

«Σάββα μ’... Σαββούλη μ’, γνέφσον, πουλόπο μ’» τον παρακάλεσε γλυκά - γλυκά η μάνα του πατέρα του, χαϊδεύοντάς του την πλατούλα. «Είν’ η γιορτή σ’ οσήμερον και τη πάππονος, ενέσπαλες;»

«Άλλο λίγο, καλομάνα μ’... ’Κι εχόρτασα...»

«Μω σε, νέπε, που θελς να χορτάεις τον ύπνον αείκον ημέρα! Γνέφσον, θ’ αργούμε σην εγκλεσίαν, θα γουζεύ’ ο άεν Σάββας κι επεκεί θα ταβίζ’ εσέν...»

«Καλά, σκούμαι...» έκανε τελικά το παιδί, άνοιξε διάπλατα τα ματάκια του, τα έτριψε να φύγουν οι τσίμπλες και ανακάθισε στο κρεβατάκι του. «Καλομάνα μ’... Να λέγω σε ντ’ είδα σ’ όραμα μ’;»

«Για πέει με, ντ’ είδες, ρίζα μ’;»

«Είδα ντ’ έμνε τρανός, πολλά τρανός, παλικάρ’... Κι εκαβάλκευα τ’ άλογό μ’ κι επήγνα κι έπαιρνα τη βασιλέα την κουτσήν, άμον ντο λεγν’ τα παραμύθια...»

«Ώι! Ντο λες, νε Σαββούλη μ’; Εσύ είσαι μωρόν ακόμη, τρώω τα κάκαλα σ’!» τον πείραξε η γιαγιά του, γαργαλώντας του την κοιλίτσα, και ο εγγονός της λύθηκε στα γέλια. «Άντε, σκου, νίφκου κι έλα ας φορίζω σε!» πρόσθεσε, κι ο μικρός Σάββας υπάκουσε πρόθυμα, ξεχνώντας πια το παράξενο όνειρό του, που δε μπορούσε καν να του περάσει από το νηπιακό του κεφαλάκι ότι κάποτε θα ’βγαινε αληθινό...


Νασάν τη μάνα = χαρά στη μάνα

γαλαφόραν = που έχει γάλα (άρα γόνιμη;)

ραχίν, ραχία (το χ προφέρεται παχύ σαν σ) = το βουνό - τα βουνά


Χριστιανάρτς = ο Δεκέμβριος

Λιβερά = η μόνη κωμόπολη της περιοχής της Ματσούκας και έδρα της μητρόπολης Ροδοπόλεως

*Οι Πόντιοι στον τοκετό χρησιμοποιούσαν τουλάχιστον δύο μαμές, εκ των οποίων η μία λεγόταν εμπρομαμή και συνήθως ήταν συγγενικό πρόσωπο της επιτόκου

Ύστερο = Ο πλακούντας

Θεία = Προσφώνηση που χρησιμοποιείτο γενικά προς γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας στον Πόντο

Κουτσή = κόρη, κοπέλα (από το τούρκ. kiz μάλλον)

Τσίζω = λυπάμαι, συμπονώ

Πατσή = αδελφή (πατσίκα = αδελφούλα)

Παρακαμίν' = η εστία, η παραστιά

Γουσουρλούς (κουσούρι) = ελαττωματικός

Γαρή = γυναίκα

Φέγγον = φεγγάρι

**Τυπική ποντιακή ευχή που δινόταν στους νέους γονείς

έντονε = έγινε

Εφτά(γ)ω = κάνω

Τσαΐζω = φωνάζω

Γνεφίζω = ξυπνάω

Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων ο Παφλαγόνας: έζησε τον 8ο μ.Χ αιώνα και η εγγονή του Μαρία υπήρξε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Στ' του γιου της Ειρήνης της Αθηναίας. Η μνήμη του τιμάται 1η Δεκεμβρίου.

Τρανύνω = μεγαλώνω

Αντρίζω (μεταβατικό και αμετάβατο) = παντρεύω/ομαι

Ποίσον την καρδία μ' (εφτάω την καρδίαν/την ψην) = κάνε μου το χατίρι

ποδεδίζω & λελεύω = ρήματα συνώνυμα που σημαίνουν περίπου «να (σε) χαρώ» (το ποδεδίζω χρησιμοποιείται και με την έννοια του «προσκυνώ», για τον Θεό)

Κάλη = η σύζυγος

Κουνάκα = χωριό της Άνω Ματσούκας

Καλομάνα = η γιαγιά

Πάππος = παππούς

Ανασπάλλω = ξεχνάω

Νέπε (αρσεν.) = βρε, καλέ, μωρέ (θηλ: νέψα)

Αείκος, αείκα, αείκον = τέτοιος, α, ο

Γουζεύω = θυμώνω

Επεκεί = ύστερα

Ταβίζω = μαλώνω (μεταβατικό και αμετάβατο)

Όραμα = όνειρο

Τρώω τα κάκαλά σ = Έκφραση λατρείας προς τα μικρά αγόρια (κάκαλα = οι όρχεις)

Φορίζω = ντύνω

Ντο = τι & ότι/που

(ε)μουν = μας (ε-σούν: σας, α-τούν: τους)


Μαρία Παπαθεοδώρου