Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Λύκοι στο μοναστήρι - Κεφάλαιο 26)

Πρώτοι όρμησαν οι βουνίσιοι και πίσω τους οι λυσσασμένοι λύκοι. Κάτω από τη σκιά του πανύψηλου δυτικού τείχους όμως, οι νυχτερινοί, λιγότεροι από πενήντα, ήταν ήδη ετοιμοπόλεμοι. Μια φοβερή μάχη σώμα με σώμα ξεκίνησε. Όποιος προλάβαινε χρησιμοποιούσε όπλα, είτε πέτρες και τσεκούρια οι βουνίσιοι, ή μαχαίρια και παλούκια οι νυχτερινοί.

Πολλοί νυχτοβάτες έπεσαν, κυρίως από τους λύκους, εκείνο το ματωμένο απόγευμα στα Μούλτιμε. Κατάφεραν, όμως, να στέκονται περισσότεροι όρθιοι από τους αντιπάλους τους. Ο ένας μετά τον άλλο, οι λύκοι νικήθηκαν. Ο θρίαμβός τους ολοκληρωνόταν, όταν ένας από τους νυχτερινούς, είχε βουτήξει από το λαιμό τον Κόστα, έτοιμος να τον αποκεφαλίσει.

Ένα τσεκούρι όμως, καρφώθηκε πάνω από το αριστερό μάτι του νυχτερινού, χαλώντας του τα σχέδια. Το τσεκούρι του Ούλτορ. Αμέσως, ο Κόστα έκλεψε το μαχαίρι από το νυχτερινό και συνέχισε τη μανιασμένη σφαγή.

Οι βουνίσιοι αντιστέκονταν. Τότε ακούστηκε κάτι σαν δυνατό φύσημα, ένα απότομο αλλόκοτο σφύριγμα και ένα βέλος καρφώθηκε στην πλάτη του Κόστα. Οι λιγοστοί βουνίσιοι γύρισαν προς τα πίσω και αντίκρισαν έναν νυχτερινό σε ένα παράθυρο του μοναστηριού, με μια ατσάλινη βαλλίστρα στο χέρι. Ήταν ο Χαράμ και δεν έδειχνε καθόλου χαρούμενος που του είχαν διακόψει τον ύπνο του.

Από τα πιο πάνω παράθυρα, ο Νόμακ εκσφενδόνιζε τα ανατολίτικα λεπίδια του προς το πεδίο της μάχης, σκοτώνοντας ένα λύκο και δυο βουνίσιους.

Καθώς η ώρα περνούσε, το αμυντικό σχέδιο του Ιουστίν έδειχνε άψογο. Όλο και περισσότεροι νυχτοβάτες κατέβαιναν στη θολωτή πύλη. Ήταν πλέον δεκαπλάσιοι από τους αντιπάλους τους. Δεν μπορούσαν βέβαια να καθίσουν πολλή ώρα έξω, καθώς ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά και δεν τον άντεχαν.

Όμως, ο αρχηγός της επιδρομής των Μούλτιμε είχε πέσει στη μάχη. Το ίδιο και οι λύκοι. Ελάχιστοι βουνίσιοι είχαν απομείνει και συνέχιζαν να μάχονται καθώς δεν είχαν κι άλλη επιλογή. Ο Ούλτορ, ο ξυλοκόπος και ο Ρένζερ, ο δασοφύλακας ήταν δύο από αυτούς. Δεν είχαν όμως καμία τύχη, ήταν καταδικασμένοι.

Τη στιγμή, που ένιωθαν πως δεν θα άντεχαν άλλο, η ελπίδα τους αναπτερώθηκε. Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό από λύκο αντήχησε στα γύρω βουνά. Νυχτοβάτες και βουνίσιοι σταμάτησαν και γύρισαν προς την θολωτή πύλη. Ο Ούλτορ παρατήρησε έξω από τις πόρτες του τείχους και ανατρίχιασε.

«Έρχεται ο Έλντι…» ψέλλισε ο Ρένζερ. Και όντως ερχόταν, τρέχοντας, με το μακρύ του τόξο στο χέρι. Στο πλάι του έτρεχε ένας μεγαλόσωμος γκρίζος λύκος και πίσω τους περισσότεροι από διακόσιοι αγριεμένοι βουνίσιοι άντρες, διψασμένοι για εκδίκηση. Λυσσασμένες κραυγές επίθεσης έσχιζαν τον παγωμένο αέρα, καθώς πλησίαζαν το βορινό μέρος του τείχους.

Ο Χαράμ, πανικόβλητος από αυτή την εξέλιξη, έτρεξε και ειδοποίησε τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα. Ο Κάανν βρισκόταν στο χώρο της τραπεζαρίας μαζί με την κόρη του και τον τσιγγάνο. Έμοιαζε τρομερά ανήσυχος και κοίταζε όλη την ώρα έξω από το παράθυρο, σαν κάτι να περίμενε. Ξαφνικά, η μεγάλη πόρτα της τραπεζαρίας βρόντηξε και άνοιξε διάπλατα. Ένας νυχτερινός, νεαρός στην όψη, κουβαλούσε στην πλάτη τον τραυματισμένο αφέντη Ιουστίν.

Ο Τζάρβις σκέφτηκε για μια στιγμή τα ελιξίρια, αλλά προτίμησε να μην τα χρησιμοποιήσει.

«Είναι πολλοί, εκατοντάδες…» είπε ξεψυχισμένα ο αφέντης του μοναστηριού, καθώς τον έβαζαν να ξαπλώσει σε ένα πάγκο. Ο Πρίγκιπας κοίταξε τον Χαράμ, που πριν λίγο του είχε φέρει τα ίδια νέα.

«Δεν θα κάτσω εδώ μέσα να περιμένω να με φάνε οι λύκοι!» φώναξε ο Κάανν και έβγαλε από τη ζώνη του δυο ασημένια μαχαίρια, που στη λαβή τους είχαν σκαλισμένους δικέφαλους λύκους. Ο Μαυροφορεμένος Πρίγκιπας ξεχύθηκε προς τα έξω με τα μάτια του να γυαλίζουν από την αδρεναλίνη.

Η Σιν-Σι τον ακολούθησε. Με μια αέρινη κίνηση, έλυσε την ανατολίτικη κοτσίδα της, αφαιρώντας τα δυο ατσάλινα μικρά ξίφη, που ήταν περασμένα χιαστί στα μαλλιά της. Και γυρίζοντας προς τους συνοδοιπόρους της, δήλωσε:

«Καιρό έχω να κυνηγήσω μέρα…». Οι φίλοι της τής χαμογέλασαν και όλοι μαζί έτρεξαν πίσω από τον Κάανν.

Έξω, οι νυχτερινοί πλέον ήταν πολύ λιγότεροι και καθόλου αποφασισμένοι. Έπαιρναν όμως κουράγιο, πολεμώντας πλάι στον Πρίγκιπά τους. Δεν έδειχναν ότι μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ ακόμα.

Τότε, ο Ούλτορ με το μεγάλο του τσεκούρι, επιτέθηκε με ορμή στο μαυροφορεμένο πρίγκιπα. Ο Κάανν κατάφερε να αμυνθεί και να οπισθοχωρήσει κοντά στην είσοδο της τραπεζαρίας, ακριβώς την ώρα που ξεχύνονταν έξω οι υπόλοιποι νυχτερινοί. Ο μεγαλόσωμος ξυλοκόπος ξαφνιάστηκε και πισωπάτησε ενστικτωδώς. Η Σιν-Σι δεν έχασε την ευκαιρία και κάρφωσε σαν αστραπή τα ατσάλινα ξίφη της στο λαιμό του Ούλτορ, πριν συνεχίσει την επέλαση προς τη θολωτή πύλη. Ο ξυλοκόπος σωριάστηκε στο χώμα σαν τσεκουρωμένο δέντρο. Παρόμοια τύχη είχε και ο Ρένζερ, που χτυπήθηκε από τα μικρά λεπίδια σε σχήμα ημισελήνου του Νόμακ. Πάλεψαν όσο μπορούσαν κι έριξαν πολλούς βουνίσιους. Όμως οι νυχτερινοί δεν υπήρχε περίπτωση να προχωρήσουν άλλο. Μπροστά τους υπήρχε μια αρμάδα αφηνιασμένων αντρών και από πάνω τους... ο ήλιος.

Κυριάκος Μαυροειδέας