Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 40: Το Σπαθί του Πεπρωμένου - 2ο μέρος)

Την επόμενη στιγμή μια χρυσή φλόγα δημιουργήθηκε στο σπαθί, ενώ μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τύλιξε και το αγόρι και ένιωσε το σώμα του να γίνεται ελαφρύ σαν πούπουλο. Μια έντονη ζάλη τον έκανε να κλείσει τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε είδε τις μπλε γραμμές στο σκοτάδι να έρχονται κατά πάνω του, δείγμα πως μεταφερόταν από μια πύλη, χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα. Η μεταφορά όμως δεν κράτησε πολύ και βρέθηκε πεσμένος σε έδαφος γεμάτο χώμα, με το Σπαθί του Πεπρωμένου στα χέρια του και όλους τους πόνους του να έχουν εξαφανιστεί, σαν αυτό να τον θεράπευσε.

Ρίχνοντας μια ματιά γύρω του, είδε ένα βουνό να υψώνεται πίσω του και μια πεδιάδα να απλώνεται μπροστά του, με κάτι που έμοιαζε με οικισμό αρκετά πιο πέρα, ενώ υπήρχε ένα μικρό δασάκι δίπλα. Βλέποντας λίγη ώρα το θέαμα αυτό, θυμήθηκε εκείνο που τους είχε δείξει ο Κώστας στους πίνακες του Ζεραήλ, για το μέρος που έπρεπε να πάνε. Ήταν εκεί λοιπόν, το σπαθί τον μετέφερε εκεί κοντά, σαν να το είχε ζητήσει. Θυμούμενος όμως και τα λόγια του Νίκου, πως βρισκόταν αυτά κοντά στο Σπήλαιο της Φωτιάς, αυτό σήμαινε πως το βουνό πίσω του ήταν εκείνο στο οποίο βρισκόταν μέχρι και πριν λίγο.

Ο κίνδυνος σε αυτό ήταν μήπως ο άνδρας βρέθηκε κάπου κοντά και τον έβρισκε, αλλά με ένα άνοιγμα του μυαλού του δεν εντόπισε τίποτα σε αρκετή απόσταση. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ευχαριστημένος που βρισκόταν και πάλι έξω, χωρίς τείχη να τον περικλείουν. Μετά από τις δύο πρόσφατες εμπειρίες που είχε μέσα σε σπηλιές, δεν ήθελε να βρεθεί πάλι σε παρόμοιο για αρκετό διάστημα. Ένιωθε να τον πιάνει κλειστοφοβία πια σε εκείνα τα μέρη, μετά και από την εμπειρία που είχε στο Χίελθ.

Όσο για το σπαθί, αυτό που θα μπορούσε λοιπόν να κάνει ήταν να το κρύψει κάπου, ώστε να μην μπορέσει να το βρει εύκολα ο τύπος με τον κόκκινο μανδύα, και να ειδοποιήσει αργότερα τους μάγους εκείνους που το είχαν κρύψει εκεί. Σκέφτηκε να το κρύψει κάπου εκεί, αλλά δε φαινόταν κάποιο καλό μέρος. Πιο πέρα, στην πεδιάδας που ανοιγόταν, ίσως να έβρισκε κάτι καλύτερο και άρχισε να προχωρά προς τα εκεί, όπου έπρεπε και να πάει φυσικά για να τελειώσει την αποστολή.

Το περπάτημα έξω στη γη του φάνηκε πολύ ευχάριστο μετά από εκείνες τις ώρες που πέρασε περπατώντας μέσα στους στενούς και αφιλόξενους διαδρόμους του σπηλαίου. Δεν είχε ζέστη να τον ενοχλεί, ούτε και στάχτες να κάνουν τα μάτια του να δακρύζουν και να βήχει, παρά μόνο καθαρό αέρα. Υπήρχε και λίγη συννεφιά, δείγμα πως σε λίγη ώρα θα έβρεχε, αλλά ούτε αυτό τον ενόχλησε.

Μετά από λίγο, ένιωσε μία έντονη εξάντληση. Οι πολλές μάχες και το πολύωρο τρέξιμο τον είχαν εξουθενώσει. Μάλλον περιορίστηκε η επίδραση του σπαθιού και έτσι κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Αφήνοντας το σπαθί δίπλα του, αφέθηκε για λίγο, με τα μάτια του να κλείνουν κατευθείαν...

«Ήμουν σίγουρος ότι θα εσύ είσαι αυτός που κουβαλάει τόσο απρόσεχτα ένα τέτοιο αντικείμενο»

Τινάχτηκε από τον ύπνο του και άρπαξε κατευθείαν τη λαβή του σπαθιού. Δεν υπήρχε πολύ φως, γι’αυτό και δεν είδε καλά το πρόσωπο του τύπου που στεκόταν από πάνω του. Δε χρειαζόταν όμως. Είχε καταλάβει τη φωνή του.

«Πού είχες πάει;»

«Είχα πάει μια βόλτα, λίγο να ξεθολώσει το μυαλό μου. Αλλά όταν γύρισα δε σε βρήκα. Είχες φροντίσει ήδη να μπλέξεις, όπως φαίνεται» αποκρίθηκε ο Νίκος.

Ο Μιχάλης του εξήγησε πως τον έψαχνε και πως έμπλεξε με τους Χιζέρκα.

«Ναι, είδα τη φρουρά του Ερυθρού Ηγέτη έξω από το σπήλαιο. Το σκέφτηκα ότι μπορεί να ήσουν μέσα, αλλά δε ρίσκαρα να περάσω. Γι’αυτό και περίμενα έξω, ελέγχοντας την περιοχή. Έφυγαν βιαστικά πριν από μερικές ώρες

«Ίσως όταν κατέρρευσε το σπήλαιο»

«Μη μου πεις ότι πήρες το Σπαθί του Πεπρωμένου»

Του περιέγραψε συνοπτικά τι είχε συμβεί.

Ο φίλος του ανέφερε πως δε γνώριζε κάτι για τους υπηρέτες του Φωτεινού Κύκλου.

«Θα γίνουμε σίγουρα στόχος, αν το κουβαλάμε μαζί μας» πρόσθεσε μετά, «είναι καλή η ιδέα σου να το κρύψουμε»

«Μόνο μην το βρει» ανέφερε τους ενδοιασμούς του ο Μιχάλης τότε.

«Απίθανο να σκεφτεί ότι το κρύψαμε κοντά στο σπήλαιο. Άσε που αν βρει εμάς, θα μας ξεκάνει και θα το πάρει σίγουρα»

Σε αυτό συμφώνησε. Είχε διαπιστώσει πως δεν είχαν καμία ελπίδα εναντίον του. Αν κρατούσε περισσότερη ώρα η μάχη τους, δε θα αργούσε να τον αποτελειώσει ο Ηγέτης.

«Ας το βάλουμε εδώ» πρότεινε στο τέλος ο Νίκος.

Οι δυο τους, με μια συνδυασμένη κίνηση, σήκωσαν αρκετό χώμα από το σημείο μπροστά τους και το μετακίνησαν δίπλα. Μέσα σΤη βαθιά τρύπα που είχε δημιουργηθεί θα έβαζαν το σπαθί και θα το κάλυπταν. Μετά, ήλπιζαν να μην το εντόπιζε κανείς, αν και το μέρος έμοιαζε έρημο και δύσκολα θα περνούσε κάποιος από εκεί. Ο Νίκος του είπε πως ξέρει τρόπους να το κάνει αόρατο, τόσο από την όραση όσο και από το μυαλό, αν και δε θα ήταν αρκετό με τόση μαγεία που είχε το σπαθί. Ο Μιχάλης συμφώνησε όμως, αφού ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν.

Το πήρε στα χέρια του για να εφαρμόσει τα κόλπα του. Έμεινε αρκετή ώρα να το κοιτάζει, με βλέμμα απλανές. Από ένα σημείο και μετά ο Μιχάλης απόρησε.

«Δεν μπορείς τελικά;»

«Θα το πάρουμε μαζί μας» ανέφερε τότε ο Νίκος χωρίς να πάρει τα μάτια του από το χρυσό σπαθί.

«Τι;»

«Αυτούς που σκότωσαν τους γονείς μου και τη Μαρία. Θα το πάρω και θα τους κάνω να πληρώσουν όπως τους αξίζει»

Την επόμενη στιγμή ο Νίκος εξαφανίστηκε. Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είχε τίποτα, ούτε με το άνοιγμα του μυαλού του τον εντόπισε.

Παναγιώτης Βάβαλος