Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 1) - Η Μάσκα της αθωότητας

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα θλιβερά νέα για το ξυλοκόπημα του Πιέρ, είχαν εξαπλωθεί σε όλο το χωριό σκορπώντας τον πανικό και ειδικά στην Ατζέλικα, η οποία είχε ξεκινήσει να υποπτεύεται πως πιθανότατα ο ξυλοδαρμός του, σχετιζόταν με την δική τους κρυφή σχέση. Κάτι έπρεπε να κάνει λοιπόν, καθώς κινδύνευε άμεσα και η δική της ζωή, αλλά και η ζωή του παιδιού της. Ακόμη θυμόταν εκείνο το βράδυ, όταν η απόκοσμη φιγούρα του Φιλίπ είχε βρεθεί στο σπίτι της και την είχε αρπάξει από τον λαιμό. Όχι. Αυτός ο άνδρας ήταν το δίχως άλλο ένα επικίνδυνο τέρας.

Το μόνο που της έμενε να κάνει, ήταν να φύγει από το χωριό προσπαθώντας να σώσει το τομάρι της και ίσως τα αποκαΐδια της υπόληψής της, μιας που ακόμη το νέο δεν είχε μαθευτεί. Μαζεύοντας όλα της τα υπάρχοντα, αλλά και τα πράγματα της κόρης της, την ξύπνησε μέσα στη νύχτα προκειμένου να αποχωρήσουν για το πατρικό της μητέρας της. Από την άλλη μεριά, ο Ντεάν είχε θορυβηθεί ιδιαιτέρως μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Η εικόνα που είχε για τον Φιλίπ, δοσμένη απλόχερα από τους γονείς του, ταίριαζε απόλυτα με το σημερινό συμβάν της επίθεσης. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να συγκεντρώσει το κουράγιο του και να επισκεφτεί το σπίτι, το οποίο στην ουσία ανήκε και στον ίδιο, προκειμένου να ρωτήσει την κοπέλα που το νοίκιαζε και η οποία φαινόταν να κατορθώνει να ανέχεται όλα αυτά τα ΄΄παραφυσικά΄΄ για τα δεδομένα του χωριού, φαινόμενα.


Βαθιά μέσα στο σκοτάδι του σιωπηλού του βασιλείου, διαδραματιζόταν η τελευταία σκηνή ενός ανθρώπινου δράματος. Ο Φιλίπ, εκείνη η ξακουστή, σκοτεινή μορφή που είχε επιλέξει από εκδίκηση να τρομοκρατήσει ένα ολόκληρο χωριό, βρισκόταν μπροστά από μία κοπέλα, ντελικάτη σαν νεράιδα, απόλυτα παραδομένος στην μοίρα του. Με το ένα του χέρι, πέταξε από το πρόσωπό του τη μάσκα και με αργές κινήσεις, γεμάτες πόνο και φόβο, έβγαλε την κουκούλα από το κεφάλι του και κάρφωσε το έντονο, γεμάτο παράπονο κυανό του βλέμμα στην κοπέλα περιμένοντας να διακρίνει κάποια γκριμάτσα φόβου, αηδίας, ή ακόμη χειρότερα, οίκτου. Σχεδόν έτρεμε εξαιτίας της προσμονής, ωστόσο προς μεγάλη του έκπληξη, το μόνο που είδε ήταν ένα βεβιασμένο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό της.

Η Ελοντί, κοιτούσε με ζεστασιά τον άνδρα που στεκόταν μπροστά της. Πράγματι, ήταν σαν να έβλεπε δύο όψεις εντελώς διαφορετικές. Από την μία πλευρά, καθρεπτιζόταν ο Παράδεισος και ο Φιλίπ έμοιαζε με έναν απίστευτα όμορφο και γοητευτικό άνδρα με καστανά, κοντοκουρεμένα μαλλιά και υπέροχα κυανά μάτια. Από την μέση περίπου του κρανίου του, ξεκινούσε μία παράξενη αλλαγή, καθώς το μαλλί του αραίωνε ελαφρώς ενώ όλη η δεξιά του πλευρά, έμοιαζε με δέρμα που είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα. Το μόνο που τον θύμιζε, ήταν το βλέμμα του. Μολαταύτα, η κοπέλα δεν έβλεπε κυριολεκτικά τίποτε το αποκρουστικό. Αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε σαν να έχει βρεθεί αντιμέτωπος με τον Θεό και με τον Διάβολο που πάλευαν να επικρατήσουν στο πρόσωπό του.

Εκείνος συνέχισε να στέκεται μπροστά της, περιμένοντας την κριτική της, ή ίσως τις χιλιάδες της ερωτήσεις για το πώς έφτασε να μοιάζει με φρικιό. Ωστόσο, δεν είχε καμία απολύτως απάντηση να της δώσει μιας που είχε γεννηθεί με αυτή τη δυσμορφία.

«Μίλησέ μου. Πες μου κάτι, το οτιδήποτε! Δεν αντέχω την σιωπή σου γιατί αδυνατώ να την αποκωδικοποιήσω» άκουσε τη φωνή του Φιλίπ.

Εκείνη ωστόσο, δεν ήθελε να πει αυτό που ένιωθε με λέξεις, μα με πράξεις. Έτσι, χαμογελώντας του ξανά, τον πλησίασε και χώθηκε στην αγκαλιά του, για να μείνει για λίγο εκεί. Ο Φιλίπ ξαφνιάστηκε από την κίνησή της αφήνοντας τα χέρια του αρχικά μετέωρα, να κρέμονται στο πλάι του κορμιού του σαν άψυχα. Το άρωμά της, έκανε την καρδιά του να χτυπήσει παράξενα και τότε, εξαιτίας ίσως της απόλυτης ησυχίας, εκείνη αντέδρασε σαν να τον άκουσε. Με δειλές κινήσεις, μετακίνησε τα χέρια του και τα έφερε στην πλάτη της σε μία προσπάθεια να φερθεί φυσιολογικά και να πάψει να νιώθει αμηχανία.

Κατόπιν, εκείνη απομακρύνθηκε ελάχιστα εκατοστά από μπροστά του και δίχως να φοβάται, άπλωσε το χέρι της στο φρικτό του πρόσωπο. Ο Φιλίπ, μόρφασε εξαιτίας του φόβου, μα το άγγιγμά της ήταν βάλσαμο για εκείνον. Δίχως να το σκεφτεί, καθώς ήταν αρκετά ψηλός, γονάτισε αργά μπροστά της και το ίδιο έκανε και εκείνη. Το χέρι της όργωνε απαλά την καλή του πλευρά, χωνόταν μέσα από τα πυκνά του μαλλιά για να καταλήξει και σε εκείνη, την ξεχασμένη του πλευρά, που μέσα στην μειονεξία της φαινόταν μοναδική και ιδιαίτερη. Ο νεαρός την παρατηρούσε σχεδόν με δέος και ίσως με μία κρυφή λατρεία. Αγαπούσε την σιωπή που επικρατούσε μεταξύ τους, εξάλλου τα λόγια στην δική τους περίπτωση ήταν απολύτως περιττά. Τα μάτια του, καρφώθηκαν με δυναμισμό στα δικά της και εκείνη τον είδε να πλησιάζει το πρόσωπό του δειλά και απλώς να ακουμπά το μέτωπό του στο δικό της και εν συνεχεία να κλείνει τα μάτια του σφιχτά.

Μπορούσε να νιώσει την ανάσα του να βγαίνει πιο χαλαρή και πιο ήρεμη, ενώ εκείνη δεν έπαψε λεπτό να χαϊδεύει απαλά το πρόσωπό του. Είχε ανάγκη απόλυτη το χάδι της και την παρηγοριά της. Χρόνια ολόκληρα το λαχταρούσε και καθώς ήταν ιδιαιτέρως εύστροφος, μπορούσε να καταλάβει πως η Ελοντί ήταν ειλικρινής μαζί του και δεν το έκανε από οίκτο ή υποχρέωση. Ένιωθε τα απαλά της χέρια στο δέρμα του και ειλικρινά οργιζόταν και μόνο στην ιδέα πως κάποιος άλλος άντρας θα τολμούσε να την ακουμπήσει. Ήξερε ωστόσο, πως εκείνος δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτε απολύτως. Δεν θα μπορούσαν ποτέ τους να περάσουν ήσυχες στιγμές, σαν ένα ακόμη φυσιολογικό ζευγάρι, καθώς όλοι θα τους κοιτούσαν και θα τους έκριναν. Θα λυπούνταν την Ελοντί που παρά την απαράμιλλη ομορφιά της, εκείνη είχε επιλέξει δίπλα της ένα τέρας για δεσμό. Όχι, έπρεπε να σταματήσει εδώ όλο αυτό προτού πληγωνόταν ο ίδιος περισσότερο. Προτού επέτρεπε στον εαυτό του να δεθεί μαζί της.

Από την μεριά της, η Ελοντί αισθανόταν ξαφνικά εκτεθειμένη. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ της πώς θα ήταν μία τόσο κοντινή επαφή μαζί του. Μπορεί να τον συμπαθούσε και να πίστευε στην καλοσύνη του, ωστόσο όλο αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό και αντίθετο με τους δικούς της ηθικούς φραγμούς και τα δικά της όρια. Μέσα της και ας ήταν λάθος, ένιωθε πως βρισκόταν στο σωστό σημείο. Μύριζε το δικό του άρωμα, ένιωθε την ξαφνική του τρυφερότητα, ενώ μέσα στα μάτια του μπορούσε να διαβάσει καθαρά, ένα συναίσθημα που την τρόμαζε. Τη λατρεία.

Κάθε φορά που οι ματιές τους αντάμωναν, διάβαζε τον τρόπο με τον οποίο την κοιτούσε. Τότε, καθώς έκαναν και οι δύο ταυτόχρονα την ίδια σκέψη, τα σώματά τους χωρίστηκαν αργά, μα οι ματιές τους παρέμειναν κλειδωμένες.

«Θα ήθελα να μου κάνεις μία χάρη» άκουσε τη φωνή του Φιλίπ, η οποία είχε πλέον χάσει τον προστακτικό της τόνο, αντικαθιστώντας τον με μία γλύκα και ίσως τρυφερότητα.

«Πες μου» του απάντησε εκείνη.

«Θα ήθελα να σε ζωγραφίσω για να θυμάμαι την ομορφιά σου, τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, όταν είναι νηφάλια και χαρούμενη η ψυχή σου. Θέλω να αποδώσω ακριβώς αυτό και έπειτα μπορείς να το πάρεις μαζί σου, ώστε να θυμάσαι πως έτσι σου αξίζει να είσαι σε όλη σου τη ζωή. Μην δεχτείς ποτέ σου τίποτε λιγότερο. Είσαι προικισμένη με όλες τις ευκαιρίες του κόσμου για να ευτυχίσεις, επομένως θα σε συμβούλευα να τις εκμεταλλευτείς. Εσύ μπορείς» της είπε.

«Και εσύ μπορείς Φιλίπ. Δεν πρέπει να σε νοιάζει τι πιστεύει ο κόσμος» ξεκίνησε τις συμβουλές, μα ο Φιλίπ τη σταμάτησε.

«Ο κόσμος Ελοντί, μερικές φορές φαντάζει σκληρός και αμείλικτος. Σου κομματιάζει την ψυχή και εγώ δεν είχα ποτέ μου και κανένα στήριγμα για να πολεμήσω ενάντια σε αυτήν τη βαναυσότητα. Το μόνο που μου δίδαξαν από παιδί, ήταν πως ήμουν ένα βάρος, ένα ατύχημα για το οποίο κανένας δεν ήταν υπεύθυνος, αλλά ούτε και ήθελε να αναλάβει την ευθύνη. Μεγάλωσα με σαθρά ψυχικά θεμέλια και τώρα αισθάνομαι αδύναμος να παλέψω. Δεν θέλω. Το μόνο που επιθυμώ πραγματικά, είναι να ξεχαστώ και πάλι και να αφεθώ στην ηρεμία του δικού μου βασιλείου. Θα έχω πάντοτε στην καρδιά μου, ένα μικρό χώρο όπου θα τοποθετήσω την σημερινή ανάμνηση. Σε ευχαριστώ, αυτό που έκανες για εμένα σήμερα, ήταν το μεγαλύτερο και ίσως ομορφότερο δώρο που έχω λάβει ποτέ μου. Την απόλυτη αποδοχή και τρυφερότητα δίχως όρους και όρια» τελείωσε και η Ελοντί βούρκωσε.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη