Όπως το είχε προβλέψει ο Νίκος, δύο μέρες αργότερα μπήκαν σε πιο καλά ελεγχόμενη ζώνη. Έφτασαν σε κοντά σε μία μικρή πόλη, με δύο Χιζέρκα να εμφανίζονται απότομα μπροστά τους.
«Ποιοι είστε και πώς βρεθήκατε εδώ;» τους ρώτησε εκείνος που βρισκόταν στο κέντρο, ακριβώς μπροστά τους.
Ο Νίκος ήταν εκείνος που ανέλαβε να του απαντήσει. «Βρισκόμαστε σε αποστολή των Ηγετών και είμαστε περαστικοί από εδώ»
Ο άνδρας που τους είχε ρωτήσει τους κοίταξε τώρα με πιο άγριο βλέμμα. «Μας περνάς για βλάκες, μικρέ; Φαίνεται ότι δεν έχετε καμία σχέση με τους Ηγέτες, το αντίθετο θα έλεγα μάλιστα. Εδώ λοιπόν τελειώνει το ταξίδι σας»
Δεν περίμενε να πει κάτι άλλο ο άνδρας. Έσφιξε τις μπουνιές τους, ώστε να πέσουν και οι δύο λιπόθυμοι. Σχεδόν τα κατάφερε, αφού εκείνοι βρέθηκαν ζαλισμένοι στο έδαφος. Ο Νίκος τότε του φώναξε να τρέξουν, με τον ίδιο να αργεί μια στιγμή να αντιληφθεί τους υπόλοιπους.
Από πίσω τους ακουγόταν έντονο το τρεχαλητό ενός αλόγου, ενώ την επόμενη στιγμή ο Νίκος απέκρουσε με διπλή προσπάθεια μία κίτρινη λάμψη που ερχόταν κατά πάνω τους. Ο Μιχάλης άνοιξε και αυτός το μυαλό του και εντόπισε δύο μάγους που ερχόταν από δεξιά και αριστερά τους και τους χτύπησε με διπλή επίθεση, προκαλώντας εκρήξεις από τη διασταύρωση των πυρών. Εκείνος όμως που εφορμούσε από πίσω τους είχε ήδη πλησιάσει πάρα πολύ, αναγκάζοντας το αγόρι να στραφεί και να επιτεθεί με όλη του τη δύναμη. Τρεις λάμψεις διαλύθηκαν από τη μαύρη που εξαπέλυσε ο Μιχάλης και στη συνέχεια χτύπησε τον άνδρα στο στήθος, κάτι που τον έκανε να ουρλιάξει και να σωριαστεί αναίσθητος στο έδαφος.
«Δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε με τα πόδια» άκουσε τον Νίκο δίπλα του να φωνάζει με όλη του δύναμη, για να ακουστεί μέσα από το πανδαιμόνιο των τρεχαλητών, των κραυγών και των εκρήξεων, «πρέπει να πάρουμε το άλογο» συνέχισε δείχνοντας το άλογο, από το οποίο μόλις είχε ρίξει ο Μιχάλης τον καβαλάρη του.
Όρμησε προς το άλογο, κάνοντας ελιγμούς για να αποφύγει τα πυρά των Χιζέρκα που τους καταδίωκαν, με τον Μιχάλη να προσπαθεί να επιτεθεί σε όλους, κάνοντας τελικά δύο να λιποθυμήσουν και άλλους δύο να πέσουν στο έδαφος σφαδάζοντας από τους πόνους.
Ο Νίκος φάνηκε πως ήξερε καλά από άλογα, αφού ανέβηκε γρήγορα πάνω του και τράβηξε και τον Μιχάλη στη συνέχεια με μία κίνηση, ο οποίος όμως χτυπήθηκε από μία λάμψη και ζαλίστηκε. Ο Νίκος πρέπει να τον κράτησε σταθερό με μαγικό τρόπο, αφού άρχισε να τρέχει σαν τρελός με το άλογο, κάνοντας πάρα πολλούς ελιγμούς για να αποφύγει όλα τα πυρά που εξαπέλυαν οι Χιζέρκα εναντίον τους. Ήταν άριστος καβαλάρης, αλλά ο Μιχάλης βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση και δεν μπορούσε να προσέξει και πολλά. Αν δεν είχε κανονίσει ο Νίκος να μείνει σταθερός στο άλογο, θα είχε ήδη πέσει.
Όλα είχαν μαυρίσει και εκείνος κινούνταν στο κενό. Σαν κάτι να τον τραβούσε προς ένα μικρό φως, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα καθαρά. Δεν μπορούσε ούτε καν να κουνηθεί, αλλά και οι αισθήσεις του είχαν αποδυναμωθεί. Κάτι τον χτυπούσε επίσης από πλάγια. Κατευθυνόταν προς το μικρό φως, που θα τον έκανε μάλλον να ξεκουραζόταν.
Μια έντονη λάμψη τον χτύπησε εντελώς ξαφνικά και ένιωσε να πέφτει προς τα πίσω. Ένιωσε και ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι. Ο τελευταίος τον έκανε να συνέλθει και να ανοίξει τα μάτια του. Βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος, όπως και ο Νίκος λίγο μπροστά του, ο οποίος ήταν βουτηγμένος στο αίμα και σφάδαζε από τους τρομερούς πόνους. Το άλογο, πάνω στο οποίο βρισκόταν μέχρι τότε, έστεκε άψυχο στο έδαφος, με τα μάτια του ακόμη ανοιχτά, να γυαλίζουν κοιτώντας το κενό. Μια μεγάλη πληγή στο λαιμό του φανέρωνε την αιτία του θανάτου του. Ακόμη έτρεχε μάλιστα αίμα από εκεί.
Ο Μιχάλης, μην έχοντας ακόμη συνέλθει από το σοκ, προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος. Δεν μπόρεσε και έπεσε και πάλι πίσω. Τότε, σκέφτηκε να δημιουργήσει λίγο νερό, το οποίο και έκανε αμέσως μετά με μία κίνηση του χεριού του, ρίχνοντάς το όλο πάνω στο πρόσωπό του. Το νερό τον έκανε να συνέλθει εντελώς, λες και είχε κάτι το μαγικό μέσα. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω, βλέποντας δεκάδες ανθρώπους να τους πλησιάζουν από κάθε κατεύθυνση με μεγάλη ταχύτητα. Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει έναν τρόπο να τους κρατήσει μακριά, αλλά δεν μπορούσε να βρει κάτι.
Τότε στο μυαλό του ήρθε το όνειρο που είχε δει όταν βρισκόταν στο Χίελθ, με την τρομερή μαύρη φωτιά να τον έχει περικυκλώσει, κρατώντας τους πάντες μακριά του. Δίχως δεύτερη σκέψη, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να τη δημιουργήσει. Ένιωσε τις παλάμες του να καίγονται και μόλις άνοιξε τα μάτια του διαπίστωσε πως το κόλπο είχε δουλέψει. Εκείνη η τρομερή φλόγα βρισκόταν γύρω τους. Όλα τα πυρά μάλιστα που έριχναν οι Χιζέρκα σταματούσαν πάνω της, σαν να ήταν ένα αδιαπέραστο τείχος.
Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο βούτηξε προς το Νίκο που υπέφερε και προσπάθησε κατευθείαν να θεραπεύσει τις πληγές του. Ήταν λες και αντλούσε δύναμη από τη φωτιά και το έκανε, βάζοντας την ανοιγμένη παλάμη του δεξιού του χεριού πάνω ακριβώς από την πληγή στο στήθος του Νίκου. Την επόμενη στιγμή είδε την πληγή να χάνεται σιγά-σιγά, το αίμα να εξαφανίζεται και το αγόρι να συνέρχεται αμέσως, κοιτώντας τον έκπληκτος.
«Πώς το έκανες αυτό;»
«Έτσι απλά» αποκρίθηκε.
«Παραδοθείτε και ίσως σας χαριστούν οι ζωές σας» τους φώναξε ένας από τους διώκτες τους τότε.
Ο Μιχάλης τους έριξε μια ματιά. Ήταν τόσοι πολλοί, που δεν μπόρεσε να τους μετρήσει, αλλά κανείς δεν μπορούσε να περάσει από τη μαύρη φωτιά που έκαιγε γύρω από τα δύο αγόρια. Όλοι τους είχαν πρόσωπα απίστευτης οργής, κάτι που έκανε τον Μιχάλη να τρομάξει προς στιγμήν, αλλά μετά ξαναβρήκε το θάρρος του.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο άνδρας, «θα σβήσετε αυτήν την καταραμένη φωτιά και θα έρθετε σαν καλά παιδιά μαζί μας;»
«Ναι» απάντησε ο Νίκος, ξαφνιάζοντας τον Μιχάλη. Αμέσως μετά του έκανε νόημα, δείχνοντάς του λίγα δέντρα και λίγους θάμνους που υπήρχαν εκεί κοντά.
Ο Μιχάλης κατάλαβε αμέσως το σχέδιο του Νίκου και συνέχισε κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός, για να κοιτάξει καλύτερα τον άνδρα που προπορευόταν και είχε μιλήσει.
«Τη σβήνουμε». Έκανε μία κίνηση, σαν να έσβηνε μία απλή φωτιά.
Αμέσως μετά έσφιξε τις μπουνιές του και η φωτιά διαλύθηκε ορμώντας προς κάθε κατεύθυνση γύρω του και χτυπώντας έτσι όσους βρισκόταν γύρω τους. Δεκάδες ουρλιαχτά πόνου σκέπασαν την ατμόσφαιρα και τα δύο αγόρια άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς τα δέντρα και τους θάμνους, όπου έφτασαν ανενόχλητοι και βούτηξαν μέσα για να κρυφτούν.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε.
«Το είχαμε προβλέψει αυτό. Βγάλε το μαύρο μανδύα» αποκρίθηκε ο Νίκος.
Πρέπει να του έκανε κάποια μετατροπή, αρκετά γρήγορα, και τον επέστρεψε. Δεν πρόλαβε να πει κάτι όμως, γιατί όλοι οι ήχοι σκεπάστηκαν από μία πολύ δυνατή φωνή, που ο Μιχάλης δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να καταλάβει πως ήταν μαγικά ενισχυμένη.
«Απλωθείτε σε όλη την περιοχή και βρείτε τους. Δεν μπορεί να πήγαν μακριά. Τους θέλω ζωντανούς. Τώρα»
Και μόνο ο τόνος της φωνής του άνδρα που είχε φωνάξει ήταν τρομακτικός. Ο Μιχάλης ανατρίχιασε, καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα είχαν γίνει πολύ δύσκολα για αυτούς. Οι Χιζέρκα που τους έψαχναν μόνο αδύναμοι και εύκολοι αντίπαλοι δε φάνταζαν, εκτός του ότι ήταν δεκάδες σε αριθμό. Άρα οι πιθανότητες να ξεφύγουν ήταν ελάχιστες, αν υπήρχαν φυσικά.
Ο Νίκος δεν είπε τίποτα άλλο, αφήνοντας τον Μιχάλη να καταλάβει μόνος του τι συνέβαινε. Ο φίλος του είχε μαγέψει τους μανδύες, ώστε να κάνουν τα δύο αγόρια αόρατα, στη θέα και την παρουσία, δηλαδή να μην μπορούν ούτε να τους δουν ούτε να τους εντοπίσουν με το μυαλό. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνουν αυτοί ήταν να κρατήσουν κλειστά τα μυαλά τους, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από δικό τους λάθος.
Εκείνοι περπατούσαν από εδώ και από εκεί, ψάχνοντας για τα δύο αγόρια. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους μαγεία χρησιμοποιούσαν για να τους εντοπίσουν, πάντως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τα είχαν καταφέρει. Ο Μιχάλης από την αγωνία του κρατούσε ακόμη και την ανάσα του, έστω και αν γνώριζε πως αυτή δεν ακουγόταν σε εκείνους. Άκουσε ήχους κάπου κοντά, δείγμα πως πλησίαζαν στο σημείο που βρίσκονταν τα αγόρια. Όσο πιο δυνατοί γινόταν οι ήχοι τόσο πιο δυνατά χτυπούσε η καρδιά του Μιχάλη, σε σημείο που έμοιαζε να θέλει να βγει από το στήθος του.
Κάποιοι πέρασαν από κοντά τους, αλλά δεν τους εντόπισαν. Πέρασε λίγη ώρα, μέχρι που ακούστηκε μια νέα εντολή να σταματήσουν. Οι Χιζέρκα που έψαχναν υπάκουσαν σε εκείνο που είχε πει ο άνδρας και ο Μιχάλης άκουσε πολλούς να απομακρύνονται από το σημείο και την περιοχή που βρισκόταν, αφήνοντάς τον με την απορία. Πίστεψαν όντως ότι έφυγαν;
«Παγίδα είναι» άκουσε ξαφνικά τη φωνή του Νίκου από κάπου δίπλα του, ψιθυριστή, «θα περιμένουμε εδώ και θα φύγουμε αύριο το πρωί»
Το σκοτάδι σιγά-σιγά σκέπαζε τα πάντα και σε λίγη ώρα δεν υπήρχε καθόλου φως. Οι υπηρέτες των Ηγετών πρέπει να είχαν κανονίσει έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτα εκεί, αφού ο Μιχάλης πραγματικά δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του.
Ένιωθε τέτοια υπερένταση που δε νύσταζε καθόλου. Τελικά, οι ώρες πέρασαν αργά και βασανιστικά, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή όλο αυτό το διάστημα και τον πανικό μια να τον πλακώνει και μια να τον αφήνει. Το πρώτο φως της ημέρας του έφερε μεγάλη ανακούφιση, αφού απέκτησε και πάλι όραση και μπορούσε να δει. Οι Χιζέρκα που περιπολούσαν και έψαχναν στην περιοχή πρέπει να είχαν φύγει, αφού εκεί γύρω δεν υπήρχε κανείς.
Λίγο αργότερα, κάπου μακριά είχε εμφανιστεί ο άνδρας που διέταζε τους υπόλοιπους, συγκεντρώνοντάς τους κοντά του. Κάτι τους είπε, που δεν κατάφερε να το ακούσει ο Μιχάλης, και μετά όλοι άρχισαν να κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις. Μετά από ένα λεπτό, όλοι είχαν γίνει άφαντοι.
«Ελεύθερο το πεδίο» άκουσε τον Νίκο να λέει δίπλα του.
Με μία κίνηση που έκανε, την οποία κατάλαβε ο Μιχάλης με το μυαλό, έσπασε το κόλπο που τους έκανε αόρατους και απαρατήρητους και έβγαλε το δικό του, κίνηση που επανέλαβε και ο Μιχάλης και τα δύο αγόρια έβαλαν τους μανδύες τους στα σακίδιά τους.
«Πρέπει να νομίζουν πως φύγαμε από τη ζώνη υψηλής προστασίας» του είπε μετά ο Νίκος, «και να μας ψάχνουν αλλού. Ευκαιρία να την κάνουμε από εδώ και να συνεχίσουμε»
Ο Μιχάλης δεν είπε τίποτα και ξεκίνησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την κατεύθυνση που έδειχνε το δράνο. Ο Νίκος πάντως είχε πράγματι τα χάλια του, αφού τα μάτια του ήταν πρησμένα και κατακόκκινα, ενώ το βλέμμα του πρόδιδε κούραση και φόβο. Παρά το γεγονός αυτό όμως και οι δύο κινούνταν πολύ γρήγορα, έτρεχαν όσο γρηγορότερα μπορούσαν δηλαδή, για να απομακρυνθούν από εκείνο το σημείο.
Ανοίγοντας το μυαλό του διαπίστωσε πως δε βρισκόταν κανένας εκεί κοντά, κι έτσι μπορούσαν να κινηθούν ανενόχλητοι για λίγο ακόμη. Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μέχρι που η εξάντληση τους ανάγκασε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν και να βάλουν κάτι στο στόμα τους.
Είχαν σταματήσει σε ένα μικρό δασάκι, στην ίδια ζώνη ακόμη. Όσο έτρωγαν, ο Νίκος σκέφτηκε ένα σχέδιο για να μπορέσουν να φύγουν από την περιοχή. Λίγο αργότερα, το έβαλαν σε εφαρμογή.
«Εδώ χωριζόμαστε. Ραντεβού στην άλλη πλευρά σε τρεις μέρες» είπε ο φίλος του και μετά απομανρύνθηκε.