Νόμιζε πως το κεφάλι του θα ξεκολλήσει από τους ώμους του και θα κυλήσει πάνω στις πέτρες με την καφέ απόχρωση που όριζαν το μονοπάτι της εισόδου. Το στόμα του είχε στεγνώσει επικίνδυνα και ο πόνος χαμηλά είχε επανέλθει δριμύτερος. Το μόνο ίσως που τον παρηγορούσε λίγο, ήταν πως τα φώτα ήταν σβηστά, πράγμα που σήμαινε ότι οι γονείς του κοιμούνταν. Δεν είχε το κουράγιο, ούτε την διάθεση να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί τους. Η όλη μέρα είχε ξεκινήσει με τους χειρότερους οιωνούς και ήλπιζε σε μία κάπως ήρεμη, όσο ήταν δυνατόν, κατάληξη.
Φυσικά, κάποιος εκεί ψηλά είχε μάλλον έντονη την αίσθηση του-μαύρου- χιούμορ. Όσο και αν προσπάθησε να μπει αθόρυβα στο σπίτι, δεν τα κατάφερε. Είχε μόλις φτάσει στην πόρτα του δωματίου του, όταν στον διάδρομο πετάχτηκε η μάνα του.
«Γιατί δεν σήκωνες το τηλέφωνο;»
Την αγνόησε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Δεν έπρεπε για κανένα λόγο να δει τα ματωμένα του ρούχα. Θα πυροδοτούνταν ένας μακρύς και επίπονος διάλογος-μονόλογος που δεν ήταν σε κατάσταση να τον διαχειριστεί.
Έβγαλε την μπλούζα του και την πέταξε όπως –όπως στην ντουλάπα του. Φόρεσε μια καινούργια όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε τα αλλεπάλληλα κύματα πόνου που δεχόταν το σώμα του. Μια κλειστή πόρτα από μόνη της δεν ήταν ικανή να αποτρέψει την είσοδό της όπως και τελικά αποδείχτηκε.
«Βγες από το δωμάτιό μου τώρα!»
Η μάνα του ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια της μαρτυρούσαν ότι παρόλο που κόντευε να ξημερώσει, είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Πίσω της φάνηκε και ο πατέρας του σε ελαφρώς χειρότερη κατάσταση από την γυναίκα του.
«Όχι πριν μου πεις που ήσουν τόσες ώρες και δεν απαντούσες στις κλήσεις μου! Θες να με πεθάνεις; Αυτό θες;»
«Παράτα με!»
Έπιασε το κεφάλι της απελπισμένη βγάζοντας έναν έντονο συριγμό.
«Πες του κάτι εσύ γιατί…»
Δεν μπόρεσε να τελειώσει την φράση της. Έτρεμε από τα νεύρα της, τα μάγουλά της είχαν πάρει το βαθύ κόκκινο χρώμα, σημάδι πως τα χειρότερα έρχονταν. Ο πατέρας του άγγιξε αμήχανος τα ανακατεμένα του μαλλιά προσπαθώντας να ταιριάξει τις λέξεις που κατέβαιναν μπερδεμένες από το κεφάλι προς το στόμα του.
«Έχει δίκιο η μάνα σου. Που ήσουν τόσες ώρες; Ανησυχήσαμε».
Ο Δήμος ρουθούνισε αγριεμένος κοιτώντας πότε τον έναν, πότε τον άλλον. Παρά την μεγάλη του σύγχυση και την θολούρα που επικρατούσε στο κεφάλι του από το χανγκόβερ, ήξερε πως έπρεπε να βρει τρόπο να ξεφύγει από την στριμωγμένη του θέση. Πριν όμως πει κάτι, μια τσιρίδα της μάνας του, του έκοψε κάθε ειρμό.
«Τι μελανιές είναι αυτές; Που έμπλεξες;»
Η ατάκα της του έδωσε την πάσα που έψαχνε.
«Ξεκόλλα ρε μάνα! Έπεσα με το ποδήλατο!»
Όλη η πρότερη οργή της ξεχάστηκε και μετατράπηκε σε έναν νέο, στα πρόθυρα υστερίας, θυμό.
«Παναγία μου! Χτύπησες πολύ; Πονάς;»
Είχε φτάσει δίπλα του και τον πασπάτευε στα χτυπημένα του σημεία.
«Πας καλά ρε; Άντε παράτα με! Μια χαρά είμαι!»
«Και γιατί δεν μας πήρες ένα τηλέφωνο να έρθουμε να σε πάρουμε; Πώς ήρθες χτυπημένος;»
«Ξέχασα το κινητό μου εδώ, ευχαριστημένη; Και μην τρελαίνεσαι, απλά γρατσουνιές είναι, θα ζήσω!»
Οι εξηγήσεις του δεν φάνηκαν να την πείθουν και τώρα στον θυμό της, ήρθε να προστεθεί και η καχυποψία. Οι φλέβες στο λαιμό της φούσκωναν πάνω από το στήθος της που τραντάζονταν από την ακανόνιστη αναπνοή της, τα μάτια της μισόκλειστα, κάρφωναν τα δικά του που απέφευγαν να την κοιτάξουν.
«Εντάξει;» της είπε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του θέλοντας να κρύψει έναν λυγμό. «Μπορώ να ξαπλώσω τώρα;»
Τους έσπρωξε διώχνοντάς τους από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Έβγαλε ένα συγκρατημένο επιφώνημα πόνου και ξάπλωσε στο κρεβάτι πιάνοντας το τραύμα του. Την είχε γλυτώσει προσωρινά μα γνωρίζοντας τη μάνα του, ήξερε πως το θέμα δεν θα τελείωνε εκεί. Για την ώρα τουλάχιστον, ήταν ασφαλής.
Έβγαλε το κινητό από τη τσέπη του και το τσέκαρε για τυχόν μηνύματα. Είδε δύο αδιάβαστα και τα άνοιξε με ελπίδα που αποδείχτηκε μάταιη, αφού κανένα δεν ήταν από την Στέφη. Η πράσινη κουκίδα δίπλα από την φωτογραφία της, του έδειχνε πως ήταν ακόμα on line. Ήθελε τόσο να της γράψει, μα δεν ήξερε τι να της πει. Για κάποιο λόγο, ένιωθε υπεύθυνος που τον παράτησε και έφυγε. Ήταν νέος και άπειρος σε αυτού του είδους τα παιχνίδια. Δεν ήξερε τους κανόνες, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τις συμπεριφορές και τα καπρίτσια της. Ανατρίχιασε ολόκληρος στη θύμηση των χεριών της να τον ακουμπούν. Όλη αυτή η «μέθη» που τον κατέβαλλε και η σκέψη της, του προκαλούσε ένα ευχάριστο σφίξιμο ανάμεσα στα πόδια ανάκατο με λίγη ενοχή. Ίσως και ντροπή για το ανεξέλεγκτο του πράγματος και το απρόσμενο ξύπνημα των αισθήσεων.
Η καρδιά σφυροκοπούσε στο στήθος του. Κάτι δυνατό είχε ξυπνήσει μέσα του, το σώμα του ζωντάνευε καθώς οι ορμόνες έρεαν αχαλίνωτες. Η Στέφη είχε καταφέρει τελικά να τον αγγίξει με πολλούς και εκστατικούς τρόπους. Ένα ηλίθιο αμήχανο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του
Συνήλθε γρήγορα. Η όλη φάση μαζί της, είχε τελειώσει πριν καν καλά- καλά ξεκινήσει. Κοίταξε και πάλι την οθόνη. Η φωτογραφία της έμοιαζε να τον προκαλεί έτσι όπως τον κοιτούσε με αυτό το πεισματάρικο χαμόγελο στα χείλη. Ξεκίνησε να πληκτρολογεί.
«Τι κάνεις;»
Η απάντηση ήρθε σχεδόν άμεσα.
«Καλά».
«Εσύ;»
«Όλα οκ».
Ψέματα. Δεν ήθελε να δείξει ότι ήταν αδύναμος. Περίμενε με αγωνία για κάποιο νέο της μήνυμα το οποίο όμως δεν ήρθε ποτέ.
«Έγινε κάτι;»
«Όχι».
«Σίγουρα;»
Πάλι σιωπή. Ήταν σίγουρος ότι δεν είχε διάθεση για πολλά αλλά δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει τόσο εύκολα.
«Φταίει κάτι που έκανα;»
Σιωπή.
«Κάτι που δεν έκανα;»
Πάλι σιωπή.
Είχε αρχίσει να απελπίζεται.
«Θα μου πεις;»
Στο μυαλό του είχε αρχίσει να σχηματίζεται αμυδρά μια υποψία. Πάνω στην σύγχυσή του, είχε ξεστομίσει μια λέξη χωρίς να τη σκεφτεί και τώρα που το ανακαλούσε πίστευε όλο και πιο έντονα ότι ήξερε τι έφταιγε.
«Φταίει αυτό που σου είπα;»
Τρεις τελίτσες άρχισαν να χορεύουν κάτω από το μήνυμα του. Η Στέφη πληκτρολογούσε.
«Είσαι γελοίος. Ούτε καν ξέρεις τι σημαίνει αυτή λέξη».
Θύμωσε.
«Γιατί; Ξέρεις εσύ;»
Πάτησε αποστολή μα το είχε μετανιώσει ήδη.
«Ένα θα σου πω και βάλ’το καλά στο μυαλό σου. Μη μπερδεύεις την αγάπη με το καλό. Η αγάπη έχει πολύ πιο βαθιές και σκοτεινές προεκτάσεις από ό,τι φαντάζεσαι».
Η πράσινη κουκίδα δίπλα από το όνομά της έσβησε. Η συνομιλία τους είχε τελειώσει.
Ηλίας Στεργίου