Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 16)

Εύα


Στάθηκε για μια στιγμή ακουμπώντας στο πλαίσιο της εξώπορτας. Ένιωθε αποκαμωμένη, τσακισμένη από την κούραση. Τα πάντα γύρω της χόρευαν σε τρελό ρυθμό, και ας ήταν συνηθισμένη στο πολύ ποτό. Το κεφάλι της, που κόντευε να ξεκολλήσει από τους ώμους, αποδείκνυε το αντίθετο.

Το σπίτι ήταν άδειο και υπέθεσε πως ο νεαρός, που είδε να απομακρύνεται αναψοκοκκινισμένος με γρήγορο βήμα, είχε μάλλον περάσει καλά με την κόρη της. Δεν την ένοιαζε προς το παρόν όμως αυτό, η Στέφη ήταν έφηβη πλέον, μια ολοκληρωμένη γυναίκα που δεν την είχε πια ανάγκη. Την είχε διδάξει σωστά, της είχε μάθει να είναι αυτόνομη και να στηρίζεται μόνο στον εαυτό της. Ήταν καιρός να πάρει τη ζωή στα χέρια της, όπως έκανε και εκείνη στην ηλικία της. Πριν από πολύ καιρό.

Γέμισε ένα λερωμένο ποτήρι με βότκα. Ποτέ δεν έχεις πιει αρκετά για ένα τελευταίο ποτό. Πλατάγισε τα χείλη της και πρόβαρε ένα στημένο χαμόγελο στον καθρέφτη. Έβγαλε τον αέρα από μέσα της και το δωμάτιο γέμισε με απογοήτευση. Ποτέ δεν ήταν καλή με το να σκαλίζει το παρελθόν, μα αυτή τη μέρα οι εικόνες ξεπήδησαν αυθαίρετα μπροστά από τα κακοβαμμένα της μάτια. Ένα κοριτσάκι, όχι μεγαλύτερο από τη Στέφη, να χάνεται μέσα στη νύχτα και να ορκίζεται πως δεν θα ξαναπατούσε ποτέ στο σπίτι της.

Έπαιξε για λίγο με το παγάκι μέσα στο στόμα και μετά το έσπασε σε μικρά κομμάτια με τα δόντια. Πλατάγισε τη γλώσσα στον ουρανίσκο και χάθηκε στο μαραζωμένο είδωλο του καθρέφτη. Όλα τα χρόνια είχαν περάσει αμείλικτα από πάνω της, αφήνοντας τα ανεξίτηλα σημάδια επάνω της.

Κι άλλες εικόνες σαν ασπρόμαυρη ταινία. Όλα εκείνα τα πρόστυχα αγγίγματα του πατριού της με την ανοχή της ίδιας της της μάνας. Τα ήξερε όλα, για τις ιδρωμένες επισκέψεις του στο δωμάτιο, τα γλοιώδη του βλέμματα, την επιθυμία για αγίνωτη σάρκα. Τα ανέχονταν όλα μπροστά στο τίμημα της ενδεχόμενης φυγής του.

«Σκάσε» ήταν το μόνο που άκουγε, κάθε φορά που τολμούσε να της μιλήσει κλαίγοντας «Σκάσε και θα μας ακούσουν οι γειτόνοι».

Άδειασε το περιεχόμενο του ποτηριού. Η γιαγιά της θεωρούσε κατάρα να γεννηθείς γυναίκα, μα εκείνη είχε φανεί έξυπνη. Ότι ήθελε τους έκανε τους άντρες. Την είχαν καταστρέψει, οπότε το μόνο λογικό και δίκαιο ήταν να μπορεί να απομυζήσει ό,τι μπορούσε από εκείνους. Αυτή τους αποσπούσε χρήματα με ένα ποταπό αντάλλαγμα, το σώμα της. Όσο η ψυχή της έμενε αλώβητη, όλα ήταν εντάξει.

Ο πατέρας της, ένα κακόμοιρο ρεμάλι, ένας μονίμως άφραγκος αλήτης, έφυγε μια νύχτα και δε φάνηκε ποτέ ξανά. «Μη λυπηθείς κανέναν» της είχε πει φιλώντας της το μέτωπο, λέγοντας καληνύχτα για τελευταία φορά. Μα είχε ξεχάσει να της πει να κάνει μια εξαίρεση για τον εαυτό της.

Ο ιδρώτας είχε κάνει το φτηνό μακιγιάζ να τρέξει σε όλο της το πρόσωπο, ο καθρέφτης έδειχνε πια την τραγική εικόνα ενός παλιάτσου. Τα νιάτα της είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Οι ρωγμές που είχαν αφήσει τα χρόνια και οι αλκοολικές ανάσες των ανελέητων ανδρικών κορμιών ήταν πια κάτι παραπάνω από ορατές.

Έβγαλε τα ρούχα της και έμεινε γυμνή μπροστά στον καθρέφτη. Δεν ήταν κοριτσάκι, μα είχε ακόμα τη δύναμη να εκδικείται τους άντρες. Έτριψε με το ανάποδο της παλάμης τα χείλη αφήνοντας μια μεγάλη κόκκινη μουτζούρα. Μετά χάιδεψε τη σχισμή πάνω από τις ρυτίδες και μετά το στήθος της, αφήνοντας έναν υπόκωφο αναστεναγμό. Όλο το σφρίγος είχε μαραθεί.

Πώς είχε αφήσει την παρακμή να εισχωρήσει τόσο βαθιά σε κάθε πόρο του κορμιού της; Πώς άφησε την ντροπή να γίνει δεύτερη φύση της; Ένας λυγμός της στάθηκε στον λαιμό. Είχε αφήσει τη ζωή να κυλήσει σαν το νερό μέσα από τα χέρια της με ανταμοιβή εξευτελισμούς, ταπεινώσεις και φτηνά ανταλλάξιμα αισθήματα. Τα πάντα τα είχε αντικαταστήσει μια κενότητα, μια ρηχότητα. Δεν ήξερε να ζει αλλιώς, ήταν μια συνεχώς φθίνουσα πορεία στο πουθενά, μια κατάβαση χωρίς τελειωμό. Δεν υπήρχε πάτος, δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο τα πρόστυχα βογγητά όλων αυτών που τελείωναν.

Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της. «Μην ονειρεύεσαι. Τα όνειρα έχουν μια εκδικητική υπόσταση. Όταν μένουν απραγματοποίητα, σε χλευάζουν με τον χειρότερο τρόπο». Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή του και τον είχε δικαιώσει.

Το φως τρύπωνε από τις λερωμένες πλαστικές κουρτίνες δίνοντας μια κόκκινη απόχρωση στους φθαρμένους τοίχους. Δεν υπήρχε γυρισμός, η λύτρωση ήταν μια ψευδαίσθηση για να κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια, όταν έχεις ξεμείνει από χάπια.

Έπρεπε να ξαπλώσει. Ήταν κουρασμένη και ο Θωμάς, που θα ερχόταν το βράδυ, δεν θα ήταν ανεκτικός, εάν δεν ήταν πρόθυμη. Μπορεί και να έφευγε και να μην ξαναγυρνούσε. Εξάλλου, ήταν υποχρέωσή της. Η ανιδιοτελής φιλανθρωπία του άξιζε, αν μη τι άλλο, να προσπαθήσει λίγο παραπάνω. Προσπάθησε να ανορθώσει λίγο το στήθος με τις χούφτες. Σούφρωσε τα χείλη της τελειοποιώντας ένα γεμάτο υποσχέσεις χαμόγελό και μετά έπεσε, όπως ήταν γυμνή, στο κρεβάτι κλαίγοντας.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Έλενα Φόρτη