Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 18)

Μαίρη

Η κυρά Μαίρη, έτσι τη φώναζαν όλοι, στεκόταν όρθια μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο και κοιτούσε την κίνηση μασουλώντας ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Έμοιαζε σαν να περίμενε την άφιξη κάποιου, κάποιου που γνώριζε καλά πως δεν θα ερχόταν. Τουλάχιστον όχι σήμερα. Μα όμως ήλπιζε να της έκανε έκπληξη και να εμφανιζόταν στο κατώφλι της με το μαύρο του κουστούμι και τα χέρια του γεμάτα με δώρα. Μια ευχάριστη έκπληξη, έτσι για αλλαγή.

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Έγινε σκληρό σαν έφερε στο νου της την Αρετή. Δάγκωσε πάλι το ξεροκόμματο με πιο πολύ δύναμη αυτή τη φορά, σχεδόν με μίσος. Το ατίθασο, το απροσάρμοστο, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Αυτή που τους έκανε συνεχώς ρεζίλι, η αιτία που η οικογένειά της ήταν συνεχώς δακτυλοδεικτούμενη. Υπήρχαν στιγμές, αρκετές, που θεωρούσε την κόρη της κατάρα. Σαν να είχε έρθει στον κόσμο για να την τιμωρήσει για κάποιο της θανάσιμο αμάρτημα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλιώς. Ήταν μια γυναίκα που τηρούσε ευλαβικά κατά γράμμα τις Γραφές, ενεργό μέλος της εκκλησίας, ένα θεοσεβούμενο άτομο στον μικρό κύκλο αυτής της επαρχιακής πόλης. Μπορεί να έπαθε ζημιά στη σπονδυλική της στήλη από τις επικύψεις των μεγαλόσταυρων που έκανε κάθε Κυριακή, μα είχε ορθώσει ένα μονόλιθο ταφικό μνημείο ανάμεσα σε αυτή και στην κόρη της. Αν μπορούσε, θα μοίραζε όλα της τα υπάρχοντα στους αναξιοπαθούντες, παρά ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά στην ίδια της την κόρη.

Η Αρετή είχε εξαφανιστεί για κάμποσα χρόνια και πίστευε πως αυτή η πληγή θα είχε κλείσει επιτέλους. Ίσως, αν την άκουγε κάποιος, να τη θεωρούσε μια σκληρή, άκαρδη μάνα, μα μόνο αυτό δεν ήταν. Είχε κουραστεί τόσα χρόνια, είχε απαυδήσει με τη συμπεριφορά και τα καμώματά της. Δεν ήταν μία, δεν ήταν δύο. Ήταν πεπεισμένη πως το μοναδικό κίνητρο της κόρης της ήταν να τη μειώνει και να τη φέρνει σε δύσκολη θέση. Ένα μοχθηρό πλάσμα με την κακία ζωγραφισμένη στα μάτια της, ανάκατη με τη διεστραμμένη χαρά όταν της προκαλούσε πόνο. Ο Εωσφόρος προσωποποιημένος.

Ο άντρας της, ένας άνθρωπος ανεξίκακος και χαμηλών τόνων, μαράζωνε μέρα με τη μέρα βλέποντας το άνθος του κακού να μεγαλώνει μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Όλη του η πικρία και η απογοήτευση μετουσιώθηκαν σε έναν κακοήθη όγκο στα πνευμόνια του. Ο Δημιουργός του τον πήρε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν η κόρη του είχε κλείσει τα δεκαπέντε. Εκείνος τουλάχιστον ηρέμησε.

Από κάπου μακριά ακούστηκε η καμπάνα του Εσπερινού. Έσκυψε το κεφάλι κάνοντας ταυτόχρονα και τον σταυρό της. Μόνο φωτεινό παράδειγμα, η όαση μέσα σε αυτό το κολαστήριο, ο Τάσος της. Σήκωσε μηχανικά το κεφάλι και κοίταξε πάλι τον δρόμο με κρυφή ελπίδα. Χάρη σε εκείνον στεκόταν όρθια. Το στήριγμά της, το καμάρι της, ο λόγος που άξιζε να τα υπομένει όλα αυτά, να νιώθει περηφάνεια που ένα τέτοιο πλάσμα βγήκε από τα σπλάχνα της. Όταν πέθανε ο σύζυγός της, ο Τάσος έγινε ο άντρας του σπιτιού, φρόντισε τις δύο γυναίκες και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.

Αναστέναξε ελαφρά και έσφιξε τη μπλούζα της στο ύψος του στήθους. Ένιωσε πάλι αυτό το μικρό τσίμπημα και ο φόβος έσφιξε την τανάλια του στο μυαλό της. Προσπάθησε να ηρεμήσει, ήταν μεγάλη γυναίκα πια, δεν άντεχε τις μεγάλες συγκινήσεις.

Η Αρετή είχε εξαφανιστεί από την προηγούμενη. Κάπου είχε μπλέξει πάλι, σίγουρα. Ήλπιζε πως αυτή τη φορά θα αργούσε πολύ να χτυπήσει ξανά την πόρτα της και να της ζητήσει να της προσφέρει για μια άλλη φορά στέγη και φαγητό, να περάσει άλλη μια φορά όλη αυτή την ψυχοφθόρο διαδικασία. Έκανε πάλι τον σταυρό της, προσευχόμενη σιωπηλά να απαλλαγεί οριστικά από αυτόν τον λεκέ.

Ο ήχος του τηλεφώνου έκανε το πρόσωπό της να φωτίσει ολόκληρο. Το όνομα του καλούντος δε διέψευσε τις προσδοκίες της, τη χαρά όμως διαδέχθηκε η απογοήτευση, όταν ο Τάσος την πληροφόρησε πως η προγραμματισμένη του επίσκεψη θα καθυστερούσε μερικές μέρες ακόμα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων.

«Δεν πειράζει» είπε, πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει. Έκλεισε το τηλέφωνο και ευχήθηκε, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια, να τον έχει ο Θεός πάντα καλά. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκαν δειλά χτυπήματα στην πόρτα.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου