Η Ζακελίν είχε ετοιμαστεί για την δουλειά της, με μία ελαφριά καθυστέρηση καθώς είχε αργήσει να ξυπνήσει, με αποτέλεσμα να βρει πέντε κλήσεις και ένα φωνητικό μήνυμα από την μητέρα της που της έλεγε πως υπήρχαν δύο πρωινές αφίξεις και πως αν δεν ήταν η ίδια παρούσα να τους εξυπηρετήσει, θα είχαν σηκωθεί να φύγουν. Κατόπιν, ακολουθούσε ένας μαμαδίστικος μονόλογος, όπου της τόνιζε τα ελαττώματά της, με το μεγαλύτερο εκείνο του πρωινού ξυπνήματος, αλλά και τρόπους βελτίωσής της. Η Ζακελίν καθώς την είχε μάθει πλέον, αποφάσισε να μην δώσει ιδιαίτερη σημασία. Φόρεσε ένα ζεστό φούτερ και από πάνω μία μάλλινη κάπα, καθώς ο καιρός είχε ξεκινήσει να κρυώνει και τα πρωινά, το αεράκι ήταν κάτι παραπάνω από δροσερό για τα δικά της δεδομένα.
Βγαίνοντας και ανοίγοντας την μικρή της αυλόπορτα, άκουσε μία φωνή να την καλεί. Γυρνώντας αμέσως το κεφάλι της, αντίκρυσε τον Ντεάν ο οποίος κατευθυνόταν με τη σειρά του στο φούρνο προκειμένου να αγοράσει κανένα φρέσκο κρουασάν από τον κύριο Ναπολεόν.
«Καλημέρα» της είπε χαμογελώντας και της Ζακελίν της ξέφυγε από μέσα της μία βρισιά. ΄΄Ακόμη δεν είχε ξημερώσει ο Θεός την ημέρα και εκείνος την είχε βαφτίσει ήδη καλή. Μα ποιος νόμιζε πως ήταν τελοσπάντων; Δηλαδή, επειδή διέθετε ένα κυριολεκτικά εκτυφλωτικά χαμόγελο, μία κάτασπρη οδοντοστοιχία, τσαχπίνικα λακκάκια που του προσέδιδαν μία επιπλέον ομορφιά και δύο υπέροχα κυανά μάτια, θεωρούσε πως όλες οι γυναίκες θα έπεφταν στα πόδια του; Ε, λοιπόν είχε πολύ μεγάλο θράσος και αυτοπεποίθηση που θα του την έκοβε για τα καλά΄΄
«Για να το λέτε» ήρθε η κοφτή της απάντηση κάνοντάς τον να κοντοσταθεί για λίγο μπροστά της κοιτάζοντάς την και χαμογελώντας.
«Μα, τι είναι αυτό που σε κάνει να αμφιβάλεις για την ομορφιά της ημέρας;» τη ρώτησε ευγενικά και συνέχισε. «Δεν είναι ανάγκη να μου μιλάς στον πληθυντικό, με κάνεις και νιώθω γέρος. Επίσης το γεγονός πως είμαι δήμαρχος δεν σημαίνει τίποτε απολύτως» τελείωσε ωστόσο η Ζακελίν συνέχισε να τον κοιτάζει παγωμένα.
«Τα κακά συναπαντήματα κύριε, είναι εκείνα που μου προκαλούν τις αμφιβολίες για την καλή έκβαση της ημέρας. Και τώρα, θα με συγχωρέσετε, αλλά θα πρέπει να πάω στο φούρνο και κατόπιν στη δουλειά γιατί έχω αργήσει τρομερά» πρόφερε εκείνη, μα τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, ο Ντεάν τη σταμάτησε.
«Θα μπορούσα να σε συνοδέψω; Γιατί και εγώ πηγαίνω στο φούρνο» της είπε χαμογελαστά, με τα υπέροχα λακκάκια του να εμφανίζονται ξανά στο πρόσωπό του.
«Καλά που μου το είπατε. Τελικά θυμήθηκα πως έχω ξεκινήσει δίαιτα για να μπω στα ρούχα του φεστιβάλ της κολοκύθας που διοργανώνουμε κάθε χρόνο. Δεν πειράζει λοιπόν, άλλη φορά. Δεν χανόμαστε σε έναν τόσο δα τόπο» πρόφερε εκείνη και τινάζοντας το πλούσιο, σπαστό της μαλλί με στόμφο, αποχώρησε με τον αέρα του νικητή.
Φτάνοντας στο παραδοσιακό ξενοδοχείο, βρήκε τη μητέρα της πνιγμένη στη δουλειά, να προσπαθεί να εξυπηρετήσει δύο ζευγάρια που είχαν μόλις φτάσει, ενώ ταυτόχρονα στόλιζε για τα καλά την κόρη της εξαιτίας της αργοπορίας της.
«Μπα; Τον βρήκες το δρόμο για το ξενοδοχείο; Εγώ και η φίλη σου παλεύουμε τόση ώρα να εξυπηρετήσουμε τους πελάτες και μάλιστα, προκειμένου να τους καλοπιάσουμε, τους σερβίραμε σπιτική μαρμελάδα πορτοκάλι και φρέσκα κρουασάν από το φούρνο της Ναταλί και του Ναπολεόν» μούγκρισε η Μαρί και η Ζακελίν στριφογύρισε τα μάτια της με απόγνωση.
«Δεν πιστεύω να μην μου κρατήσατε ούτε ένα κομματάκι; Είχα αποφασίσει να περάσω από τον φούρνο, μέχρι που έπεσα επάνω στον αχώνευτο το δήμαρχο και αναγκάστηκα να αλλάξω μονοπάτι για να τον αποφύγω» πρόφερε η Ζακελίν και εκείνη την ώρα φάνηκε και η Ελοντί, η οποία είχε βοηθήσει το ζευγάρι να τακτοποιηθεί στο δωμάτιό του.
«Μα, τι στο καλό σε έχει πιάσει πλέον με τον δήμαρχο;» την ρώτησε η μητέρα της.
«Ξέρεις πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει μαμά και σταμάτα να αποφεύγεις τη συζήτηση λες και είναι κάτι το απαγορευμένο» την μάλωσε η Ζακελίν και η Μαρί υποχώρησε.
«Είναι για ακόμη μία φορά το θέμα του Φιλίπ στη μέση, έτσι δεν είναι;» ρώτησε την κόρη της, η οποία ένευσε θετικά ενώ η κουβέντα φάνηκε να κεντρίζει το ενδιαφέρον της Ελοντί.
«Τι σχέση έχει ο δήμαρχος με όλο αυτό;» τις ρώτησε και η Ζακελίν την πήρε από το χέρι βάζοντάς την να καθίσει για λίγο σε μία καρέκλα απέναντί της.
«Καθώς γνωρίζεις, ο προηγούμενος παραιτήθηκε και οι λόγοι θεωρώ πως είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Δεν άντεχε άλλο την κατάσταση που επικρατούσε εδώ, καθώς και τον μύθο γύρω από το στοιχειωμένο σου σπίτι, ενώ το θέμα του ανθρώπου που κυκλοφορεί ελεύθερος παρενοχλώντας τις γυναίκες για χρόνια ατελείωτα, είναι ένα ακόμη πλήγμα στην αξιοπιστία του. Τώρα δεν γνωρίζω κατά πόσο ο καινούργιος θα έχει τη δυνατότητα να λύσει όλα αυτά τα προβλήματα, ωστόσο δεν ξεκίνησε καλά. Ο οποιοσδήποτε αρκείται στα πιστεύω και μόνο των κατοίκων αυτού του τρελότοπου, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία. Είναι και ο λόγος που τον αποφεύγω τόσο πολύ» τελείωσε την αφήγηση η Ζακελίν, ενώ έθεσε μία ερώτηση που κυριολεκτικά την έκαιγε εδώ και αρκετή ώρα «Με τον Πιέρ πώς τα πάτε;» ρώτησε την κοπέλα και η Ελοντί της χαμογέλασε στην ανάμνηση του όμορφου πρωινού που είχαν περάσει οι δυο τους.
«Νομίζω καλύτερα» της απάντησε ντροπαλά και η Ζακελίν ξεφύσησε.
«Ελοντί, έχεις σκεφτεί την πιθανότητα, ο Πιέρ να σου κρατά μυστικά; Θέλω να πω πως τόσο την ημέρα που σου συνέβη αυτό το φρικτό πράγμα, όσο και άλλες φορές, εκείνος αργεί να επιστρέψει στο σπίτι του με μόνη δικαιολογία τη δουλειά. Δεν στο κρύβω, μα εμένα δεν μου αρέσει καθόλου όλο αυτό» προσπάθησε να της πει, έστω για να την προϊδεάσει από τη στιγμή που είχε υποσχεθεί στον Φιλίπ, πως δεν θα ξεστόμιζε την αλήθεια.
«Τον Πιέρ τον γνωρίζω περίπου τρία χρόνια και μάλιστα τα δύο, συγκατοικώ μαζί του. Γνωρίζω πως μερικές φορές η διάθεσή του περνά από διάφορα στάδια, ωστόσο ήταν πάντοτε ειλικρινής μαζί μου» πάλεψε να υπερασπιστεί μία κατάσταση που και η ίδια γνώριζε πως ήταν λάθος. Το αισθανόταν, δεν της άρεσε να είναι αιθεροβάμων. Κανείς ωστόσο δεν θα μπορούσε να την προετοιμάσει για το σκηνικό που θα ακολουθούσε λίγες ώρες αργότερα, την ίδια μέρα.
Ο Ντεάν, είχε περάσει από τον φούρνο του Ναπολεόν προκειμένου να προμηθευτεί με φρέσκα κρουασάν βουτύρου και εξαιρετικές τάρτες μήλου. Φυσικά δεν έλειψαν τα σχόλια, σχετικά με την κατάρα που ταλάνιζε το χωριό και τις ελπίδες που είχαν εναποθέσει όλοι πάνω του προκειμένου να λήξει πια αυτή η ιστορία. Ο ίδιος, δεν είχε πει σε κανέναν για την αληθινή του καταγωγή, πόσο μάλλον να θίξει το γεγονός πως ήταν αδερφός αυτού του τέρατος που είχε δημιουργήσει στον τόπο αυτόν τόσα προβλήματα. Αποφεύγοντας να ανοίξει πολλές συζητήσεις, συνέχισε τον δρόμο του για το δημαρχείο, σκεπτόμενος την ατίθαση, σαν άγριο άλογο, κοπέλα που είχε συναντήσει πρωτύτερα. Στη ανάμνηση του διαλόγου τους χαμογέλασε, ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μην πιέσει άλλο τις καταστάσεις. Από τη στιγμή που της δημιουργούσε τόση δυσφορία, τότε θα ήταν προτιμότερο να την αφήσει στην ησυχία της.
Λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του, έριξε μία ματιά στη γραφική, μεσαιωνική εκκλησία που αποτελούσε το δίχως άλλο, στολίδι του τόπου. Αθόρυβα, μπήκε μέσα με σκοπό να ανάψει ένα κεράκι μικρό, όταν άκουσε μία γλυκιά, ανδρική φωνή.
«Χαίρομαι πολύ που αποφάσισες να επισκεφτείς το σπίτι του Κυρίου. Είναι η κατάλληλη στιγμή για περισυλλογή, καθώς οι περισσότεροι έχουν ήδη φύγει» του είπε ο πατέρας Αυγουστίνος.
«Πατέρα..»σηκώθηκε εκείνος και του φίλησε το χέρι, ενώ ο ηλικιωμένος ιερέας του έκανε μία μικρή ξενάγηση στον ναό.
«Η πόρτα μας, υπήρξε πάντοτε ανοιχτή για όλους. Ο Κύριος προσμένει άπαντες, ακόμη και εκείνους των οποίων η ψυχή είναι βουτηγμένη στην αμαρτία. Εκείνος καρτερά υπομονετικά την αληθινή τους μετάνοια, όπως και εγώ άλλωστε» του είπε προβληματίζοντάς τον.
«Μιλάτε σαν να γνωρίζετε. Ξέρετε, είμαι καινούργιος εδώ και θα ήθελα μία βοήθεια» πρόφερε ο Ντεάν και ο Πατέρας Αυγουστίνος χαμογέλασε διάπλατα.
«Τότε, θαρρώ πως ήρθες στο σωστό σημείο. Είναι καθήκον μου να βοηθώ τους ανθρώπους, αυτός είναι και ο ρόλος μου. Θαρρώ πως θα με ρωτήσεις για την γνωστή ιστορία του νεαρού Φιλίπ, μα εγώ θα σου δώσω μία συμβουλή. Να μην ακούς ποτέ τους άλλους, αλλά την καρδιά και το ένστικτό σου. Οι άνθρωποι δαιμονοποιούμε ό,τι αδυνατούμε να κατανοήσουμε και οτιδήποτε ξεφεύγει από το όρια της λογικής, τα οποία μας έχει θέσει η κοινωνία. Τον Χριστό δεν μπόρεσαν να τον κατανοήσουν. Οι πράξεις και τα έργα του ξέφευγαν από τη λογική των πολλών και ισχυρών και ακριβώς γι'αυτόν τον λόγο, επειδή δεν μπόρεσαν να Τον χωρέσουν στα καλούπια τους, Τον σταύρωσαν. Μην κάνεις και εσύ το ίδιο. Άφησε την καρδιά σου να δει και όχι τα μάτια. Τα μάτια έχουν όρια, η καρδιά όχι. Εξάλλου, όπως λέτε και εσείς οι νέοι, ο έρωτας δεν έχει λογική ακριβώς γιατί μιλά η καρδιά. Άφησε λοιπόν εκείνη να χειριστεί και αυτό το θέμα» τελείωσε και ο Ντεάν ήθελε στην κυριολεξία να του ανοιχτεί και να του μιλήσει για τους γονείς του και για το γεγονός πως το τέρας που κρυβόταν και τρομοκρατούσε τον κόσμο, ήταν ο ψυχικά διαταραγμένος αδερφός που είχε αναγκάσει την οικογένειά του να τον αφήσει πίσω και είχε αποτρελάνει την γιαγιά του. Για την ώρα ωστόσο, προτίμησε να σωπάσει.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη