Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 19)

«Όλοι είμαστε μόνοι μας, αδικημένοι. Δεν υπάρχει κανείς που θα μπορέσει να μας καταλάβει, το δήθεν ενδιαφέρον τους είναι μια θηλιά στον λαιμό που μας πνίγει, μας στερεί το οξυγόνο. Εξάρτηση από την ανάγκη, στέρηση από αγάπη. Το πραγματικό ναρκωτικό, μαλάκα μου, είναι η ανάγκη για κατανόηση. Όλα τα υπόλοιπα είναι σπασμωδικές κινήσεις και αντιδράσεις από άτομα στενόμυαλα που δεν καταλαβαίνουν. Ο μόνος που μας καταλαβαίνει, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, γι’ αυτό γάμησέ τους όλους!»

Το βήμα της ήταν γρήγορο και η ανάσα της κοφτή, βεβιασμένη. Ήταν απίστευτα νευρική και το μόνο της μέλημα και σκέψη αυτή τη στιγμή ήταν να βρει τον Ψηλό. Μέσα στο μυαλό της προσπαθούσε να βρει λύση για το πώς θα μπορέσει να προμηθευτεί εκείνα τα τσιγαριλίκια. Ο Ψηλός δεν έκανε ελεημοσύνες, κάθε τι καλό που άξιζε, έλεγε, θα έπρεπε να έχει και το ανάλογο αντίτιμο. Ήταν πάλι άφραγκη και ήξερε πως υπήρχε μόνο ένας τρόπος να πάρει αυτό που ήθελε. Αν μπορούσε να το αποφύγει, θα το έκανε. Δεν μπορούσε όμως.

Το διαμέρισμά του ήταν μια τρώγλη στο τρίτο όροφο μια προπολεμικής πολυκατοικίας στο κέντρο. Αδέξια γκράφιτι έξω από μια ξεφλουδισμένη μπεζ πόρτα προσπαθούσαν μάταια να δώσουν ένα πολύχρωμο και εύθυμο τόνο στον βρομερό και καταθλιπτικό χώρο.

Χρειάστηκε να χτυπήσει αρκετές φορές το κουδούνι, η κιθάρα του Κιθ Ρίτσαρντς στη διαπασών σκέπαζε οποιονδήποτε άλλο ήχο στο εσωτερικό του. Από τον κάτω όροφο ακούστηκε το διαπεραστικό κλάμα ενός μωρού και η άγρια φωνή ενός άντρα που έριχνε μπινελίκια στη γυναίκα του για να το κάνει να σταματήσει.

Η πόρτα επιτέλους άνοιξε και μια νεαρή αλλοδαπή γυναίκα εμφανίστηκε. Τα καστανά της μαλλιά ήταν βρόμικα και ατημέλητα, τα μάτια της, μαύρα, έκαναν αντίθεση με την πελιδνή της επιδερμίδα. Δεν έκανε τον κόπο καν να ρωτήσει πια ήταν. Παραμέρισε και την άφησε να περάσει.

Μια απίστευτη μπόχα αναδιδόταν από το διαμέρισμα. Κλεισούρα, περιττώματα και Rolling Stones. Της Στέφης της ήρθε αναγούλα, μα πίεσε τον εαυτό της. Αν όλα πήγαιναν καλά, δε θα χρειαζόταν να μείνει πολλή ώρα σε αυτό το αχούρι.

Ο Ψηλός ήταν καθισμένος σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα, γυμνός από τη μέση και πάνω, βυθισμένος σε μια μαστουρωμένη νηφαλιότητα. Στα δάχτυλά του κρέμονταν χαλαρά ένα μισοτελειωμένο τσιγαριλίκι και, μόλις την είδε, της χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δύο σειρές από σάπια δόντια. Δίπλα του στο πάτωμα, μια γυναίκα ξαπλωμένη ανάσκελα και αναίσθητη μέσα στα ξερατά της, με μάτια γυρισμένα και τα μπράτσα της σουρωτήρι. Ξοφλημένη, ναι, αυτό ήταν. Σίγουρα.

«Ε Στέφη!» την καλωσόρισε με μακρόσυρτη βαθιά φωνή. «Τι σε φέρνει στο φτωχικό μου;»

Κούνησε το κεφάλι της χαιρετώντας τον κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες, προσπαθώντας να το παίξει άνετη.

«Ξέμεινα από πράμα» είπε, κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός από αυτόν.

«Τυχερή είσαι, μόλις παρέλαβα πρώτο πράμα».

«Ωραία, ωραία» χαμογέλασε αμήχανη και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η ξαπλωμένη γυναίκα στο πλάι τίναξε σπασμωδικά το πόδι της και έμεινε ξανά ακίνητη. Τουλάχιστον δεν ήταν νεκρή. Ξοφλημένη μεν, ζωντανή παρ’ όλα αυτά.

«Έχω ένα θέμα» άρχισε να του λέει. «Έχω ξεμείνει από φράγκα, μαλάκα μου. Είμαι ρέστη».

Ο Ψηλός έβγαλε ένα απροσδιόριστο μουγκρητό.

«Ξέρεις τι λένε, κούκλα μου. No money, no honey» είπε και ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο που κατέληξε σε έναν ακατάσχετο βήχα.

«Ρε συ, το ξέρεις ότι είμαι σπαθί άτομο. Δεν σε έχω ρίξει ποτέ μου. Δεν γίνεται…;»

Ο Ψηλός έτριψε βαριεστημένα τον σβέρκο του.

«Λυπάμαι κούκλα μου. Ξέρεις πως πάει. Αν βέβαια το θέλεις πολύ, κάτι μπορεί να γίνει…»

Τα μάτια του ζωντάνεψαν και το στόμα του στράβωσε σε ένα γλοιώδες χαμόγελο. Έσφιξε νευρικά τις γροθιές της. Ο Ψηλός ήταν αυτός που τροφοδοτούσε τους περισσότερους με τα καλούδια και ήταν ο μόνος που δέχονταν να πληρωθεί και σε είδος αντί για μετρητά.

«Fuck» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει και να εξαφανιστεί από αυτή την απαίσια τρύπα, για μία στιγμή μόνο. Κοίταξε τον Ψηλό που είχε βουλιάξει ακόμα περισσότερο στην πολυθρόνα, κουνώντας επιδεικτικά δύο στριφτά. Τα μάτια έπεσαν για άλλη μια φορά στην πεσμένη γυναίκα.

«Μη σε νοιάζει για αυτήν» της είπε. «Τώρα είναι η δική σου σειρά».

Της έκανε νόημα με τα δάχτυλα να τον πλησιάσει και εκείνη υπάκουσε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του και κατέβασε το φερμουάρ του βρόμικου τζιν του. Η ανάγκη της υπερνίκησε την αηδία της. Ήταν κάτι που της πήρε καιρό να συνηθίσει, μα στην τελική, οκ, δεν έγινε και κάτι. Την πρώτη φορά, το είχε κάνει με ένα αγόρι ένα χρόνο μεγαλύτερό της, στις τουαλέτες στο σχολείο. Μόλις τελείωσε, μόλις που πρόλαβε να τρέξει και να ξεράσει στην τουαλέτα. Εκείνη του είχε χαρίσει ένα απολαυστικό διάλειμμα μετά από ένα ατέλειωτο μάθημα στα αρχαία και αυτός τη φήμη της εύκολης.

Ο Ψηλός μούγκρισε καθώς της τραβούσε τα μαλλιά και έσπρωχνε το κεφάλι της ανάμεσα στα σκέλια του με όλο και πιο μεγάλη δύναμη. Η Στέφη δεν ήταν εκεί. Απείχε. Το μυστικό ήταν στην παραπλάνηση της σκέψης. Το να ντύνεις το αχρείο με κάτι που σε γεμίζει με λιγότερη αηδία. Ο νους της σχημάτισε την εικόνα του Δήμου και τον φαντάστηκε να λιώνει εκεί μπροστά της από ηδονή.

Είχε παρασυρθεί από τη φαντασίωσή της, όταν ένιωσε τον οργασμό και τη έκρηξη του Ψηλού στο στόμα της, χωρίς να προλάβει να αντιδράσει. Ακούστηκε ένα περίεργο γρύλισμα και ένιωσε το σώμα του να χαλαρώνει.

Σηκώθηκε και σκούπισε τα χείλη της με την ανάποδη της παλάμης της. Η αλλοδαπή γυναίκα την κοίταζε με το ανέκφραστο κενό της βλέμμα, καθώς γέμιζε διάφανα σακουλάκια με χόρτο δίπλα από μια ζυγαριά ακριβείας. Ένιωσε άβολα και απαίτησε τα τσιγαριλίκια από το Ψηλό απλώνοντας την παλάμη προς το μέρος του.

«Ηρέμησε, κούκλα. Τα κέρδισες με την αξία σου» της έκανε δίνοντάς της τα. Του τα άρπαξε και τα έχωσε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού της.

«Μη χαθούμε» της είπε με ένα σιχαμερό ύφος ευχαρίστησης.

«Δε θα παραλείψω…»

Το είπε τόσο σιγανά, που σχεδόν δεν το άκουσε ούτε και η ίδια. Η αλλοδαπή συνέχισε να την κοιτά με το χαμένο της βλέμμα, ενώ η άλλη κείτονταν ακόμα αναίσθητη δίπλα στον Ψηλό που είχε βυθιστεί και πάλι στην εκστατική του νιρβάνα.

Ξοφλημένη, σκέφτηκε ξανά και έκλεισε την πόρτα πίσω της.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου