Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 20)

Ο Δήμος στάθηκε έξω από το σπίτι, αναποφάσιστος εάν θα έπρεπε να διαβεί την εξώπορτα. Από τη μια, ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε σύγκρουση με τους δικούς του, ήταν σχεδόν βέβαιος πως, μόλις τον έβλεπαν, θα άρχιζαν και πάλι το κήρυγμα. Από την άλλη, η φάση με τη Στέφη τον είχε αφήσει πολύ μπερδεμένο. Τσιτωμένο αλλά και φοβισμένο ταυτόχρονα. Τι θα γινόταν τώρα; Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα από την τελευταία στιγμή που την είδε και ήθελε σαν τρελός να την ξαναδεί. Αυτή όμως; Δε μπορούσε με τίποτα να καταλάβει τι σκεφτόταν και πως αισθάνονταν μετά από…

Έσκυψε το κεφάλι και ένιωσε να κοκκινίζει μέχρι τα αυτιά. Κοίταξε γύρω του, σαν να φοβόταν μην ακούσει κάποιος τις σκέψεις του. Τον τρομοκρατούσε η ιδέα πως θα τον καταλάβαιναν και θα άρχιζαν την ανάκριση με τις γνωστές τους υστερίες. Μετά, όλο αυτό το όμορφο συναίσθημα που έβγαινε σαν μούδιασμα σε όλο του το κορμό θα εξαφανιζόταν μια και καλή.

Μπήκε σχεδόν αθόρυβα και στάθηκε στον μικρό διάδρομο που χώριζε τα δωμάτια από την κουζίνα. Τους άκουσε να συζητούν. Δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι και αυτό ήταν πολύ παρήγορο. Η συζήτηση αφορούσε έναν συμμαθητή του.

«Ποιος θα το περίμενε;» άκουσε τη μάνα του. «Ο Μιχάλης, σε κέντρο απεξάρτησης! Ποιος να το περίμενε;»

Φαντάστηκε τον πατέρα του να κουνάει σκεφτικός το κεφάλι του, περισσότερο συγκεντρωμένος σε κάτι που θα κρατούσε στα χέρια του παρά στα λόγια της γυναίκας του.

«Και οι δύο δικηγόροι, άνθρωποι με λεφτά και κύρος, να καταντήσει έτσι ο γιος τους;»

«Φαίνεται τελικά ότι αυτά δεν έχουν και τόσο σημασία. Αν δεν είσαι εκεί, πάνω από τα παιδιά σου, τότε θα πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα».

Επικράτησε μια μικρή παύση.

«Φοβάμαι» είπε στο τέλος εκείνη. «Τρέμω για τον Δήμο και τι μας ξημερώνει».

«Μια χαρά παιδί είναι, δεν υπάρχει λόγος».

«Άσε μας ρε Νίκο! Εσύ τη βρίσκεις φυσιολογική αυτή του τη συμπεριφορά; Που χάνεται με τις ώρες, γυρνάει σε μαύρα χάλια και μπλέκει, ένας Θεός ξέρει με τι αλήτες! Αυτό είναι μια χαρά;»

Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι. Η καλή του διάθεση εξανεμίστηκε μεμιάς. Μπήκε απότομα στην κουζίνα κάνοντας και τους δύο να γυρίσουν απότομα τα κεφάλια.

«Μην ξαναμιλήσεις έτσι για μένα και τους φίλους μου, εντάξει;» φώναξε. Η μάνα του, προσπερνώντας την αρχική της έκπληξη, έσμιξε τα μάτια και παρατώντας τα φασολάκια που καθάριζε, σηκώθηκε και αυτή σκουπίζοντας τα χέρια από την ποδιά της.

«Σαν πολύ θάρρος δεν έχεις πάρει εσύ τελευταία; Ποιος νομίζεις ότι είσαι και φέρεσαι με αυτό τον τρόπο;»

«Θα φέρομαι όπως γουστάρω, κατάλαβες;»

«Όχι σε μένα: Εγώ είμαι η μάνα σου και απαιτώ να με σέβεσαι!»

«Δεν είσαι σε θέση να απαιτείς τίποτα! Ειδικά εσύ!»

Οι τόνοι της φωνής είχαν ανέβει σε πολύ επικίνδυνα επίπεδα. Το σώμα του πήρε μια απειλητική αμυντική στάση, σφίγγοντας τα χέρια στο πλάι του κορμιού του. Τα μαλλιά του έπεφταν άτακτα και ιδρωμένα πάνω στο κόκκινο πρόσωπό του, κρύβοντας τα γεμάτα σπίθες μάτια του.

«Πως τολμάς και μου μιλάς έτσι; Εσύ, Νίκο, δε λες τίποτα;»

Ο πατέρας του έτρεμε, ένα μείγμα οργής και ανησυχίας, καθώς έβλεπε πως η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Μπήκε ανάμεσά τους προσπαθώντας να του επιβληθεί, μα αυτός συνέχισε να τον αγνοεί και να κοιτά πάνω από τον ώμο του τη μάνα του. Έκανε ένα βήμα και το στήθος του άγγιξε το στήθος του πατέρα του. Τον σκούντηξε με περιφρόνηση, μα εκείνος δεν αντέδρασε. Συνέχισε να διατηρεί οπτική επαφή με τη μάνα του, με τη σιωπή να απλώνεται εκρηκτική στην κουζίνα.

«Τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις με αυτά που κάνεις, μου λες;»

Ο Δήμος χαμογέλασε χαιρέκακα, γεμάτος μίσος.

«Πολύ περισσότερα από σένα πάντως!»

«Τι εννοείς;»

«Ότι είσαι μια άχρηστη που δεν κατάφερε τίποτα στη ζωή της!»

Οι μύες του προσώπου της συσπάστηκαν από οργή. Έκανε πέρα τον Νίκο και όρμησε στην κυριολεξία επάνω του. Έκανε να τον αρπάξει, μα την απώθησε με σχετική ευκολία, κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της. Κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα, αλλά την τελευταία στιγμή αρπάχτηκε από τη γωνία του τραπεζιού και έμεινε όρθια.

«Απλώνεις χέρι πάνω μου;» του είπε, καθώς το κορμί της τραντάζονταν από τα νεύρα της. «Είσαι ένα τέρας που δε σέβεται τίποτα, ούτε καν τη γυναίκα που τον γέννησε!»

«Δες ποια μιλάει! Εσύ δε σέβεσαι τίποτα! Ούτε καν τον ίδιο σου τον εαυτό!» της πέταξε και σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. «Σε μισώ!»

«Δήμο!»

Ο πατέρας του προσπάθησε να μπει στη μέση για άλλη μια φορά και να καλμάρει τα οξυμένα πνεύματα. Τον κάρφωσε με ένα αδύναμο βλέμμα, προσπαθώντας να φανεί αυστηρός, όμως το αποτέλεσμα ήταν το λιγότερο γελοίο. Αντί αυτού, ο Δήμος του έριξε ένα βαθιά περιφρονητικό βλέμμα. Τον είδε να μαζεύεται, αυτό έπρεπε να τον πόνεσε πιο πολύ απ’ ο τι να του έριχνε μια μπουνιά κατευθείαν στο σαγόνι.

«Σας σιχαίνομαι! Και τους δύο!» ούρλιαξε πάλι, κι η μάνα του ξέσπασε σε κλάματα. Ο θυμός της είχε περάσει κατά πολύ τα όρια της αξιοπρέπειάς της.

«Θα με πεθάνεις! Με εξωθείς στα άκρα, δε σ’ αντέχω άλλο!»

Όλη του η επιθετικότητα τού βγήκε στη γροθιά του και, προκειμένου να μην τραυματιστεί κάποιος, την πλήρωσε η πλαϊνή πλευρά του ψυγείου, αφήνοντας ένα μεγάλο βαθούλωμα στην inox επιφάνεια. Οι γονείς του τον κοίταξαν τρομοκρατημένοι. Η απόλυτη παράνοια θα πρέπει να ήταν ζωγραφισμένη έντονα πάνω στο πρόσωπό του, γιατί, για μερικά λεπτά, κανείς δεν κουνιόταν ή δεν ανέπνεε καν. Το τέρας που είχε αναφέρει πριν από λίγο η μάνα του είχε ξαμοληθεί ελεύθερο να σπείρει τον πανικό.

Μέχρι και ο ίδιος σάστισε για μια στιγμή με αυτό του το ξέσπασμα. Μετάνιωσε, αν μπορούσε θα το έπαιρνε πίσω, μα ο εγωισμός του ήταν τόσος που δε θα τον άφηνε να πέσει μπροστά στα μάτια τους, γιατί τότε το παιχνίδι θα είχε τελειώσει. Έβαλε τα χέρια μέσα στα μαλλιά του προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του. Χολωμένες σκέψεις ξεπετάγονταν βίαια από το πουθενά, του ήρθε η επιθυμία να ουρλιάξει.

«Τι θέλετε επιτέλους από μένα;»

Η φωνή του βγήκε σπασμένη, χωρίς ίχνος κακίας και θυμού, μα με μια βαθιά απογοήτευση. Τα μάτια του είχαν γεμίσει με δάκρυα, οι ώμοι του κρέμασαν από το φορτίο που είχε επωμιστεί.

Ο πατέρας του έκανε να μιλήσει, μα δεν τον πρόλαβε. Είχε ανοίξει ήδη την πόρτα και χάθηκε τρέχοντας στον δρόμο.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου