Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 5 - Μέρος 4) - Σκιαγραφώντας συναισθήματα

Στη θέα του σιωπηλού σπιτιού της, η Ελοντί ανατρίχιασε θυμούμενη ακόμη την εικόνα του Πιέρ, πεσμένου σε μία λίμνη αίματος εξαιτίας των τραυμάτων του προσώπου του. Από την άλλη, είχε καταλάβει τον ιδιόμορφο και νευρικό χαρακτήρα του Φιλίπ, ο οποίος έμοιαζε με τσακμάκι που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει σε πυρκαγιά. Ωστόσο, θέλησε να ακούσει τις συμβουλές της φίλης της και να παλέψει τουλάχιστον να μάθει τους λόγους που οδήγησαν τον Φιλίπ σε μία τέτοια ενέργεια.

Μπήκε αργά στο σπίτι και ανέβηκε σχετικά αθόρυβα τα σκαλιά που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο και στο σημείο που αποτελούσε μία από τις κρυφές εισόδους σε ένα άλλο βασίλειο. Σκοτεινό και απομονωμένο. Έσπρωξε με το ένα της χέρι ελαφρώς τον τοίχο και εκείνος υποχώρησε για να της αποκαλύψει τα μεταλλικά σκαλιά που οδηγούσαν στον στενό διάδρομο, με τις απόκοσμες μάσκες της Βενετίας και τα ραγισμένα κάτοπτρα. Κατέβηκε με πολύ προσοχή ακολουθώντας την εφιαλτική διαδρομή, όταν ένας σιγανός λυγμός την έκανε να κοντοσταθεί για να ακούσει καλύτερα. Ο λυγμός, έμοιαζε να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του. Είχε μία μελωδία μέσα του που έκρυβε πόνο, φόβο, μετάνοια και χιλιάδες άλλα συναισθήματα που λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν.

Η Ελοντί, με πόδια που τώρα έτρεμαν, συνέχισε την διαδρομή της μέχρι να φτάσει στο μικρό άνοιγμα, με το σαραβαλιασμένο και σκονισμένο κρεβάτι και με το ένα και μοναδικό, στρογγυλό τραπέζι με την τσιμπλιασμένη λάμπα να κρέμεται από επάνω του. Εκεί ακριβώς, αντίκρισε τον Φιλίπ, να παλεύει να ζωγραφίσει σε ένα χαρτί φορώντας στο πρόσωπό του τη θλιμμένη, βενετσιάνικη μάσκα. Για λίγο, έμεινε να τον παρατηρεί. Το στήθος του τρανταζόταν εξαιτίας των βουβών λυγμών και ο ίδιος φαινόταν αφοσιωμένος σε μία δημιουργία που τον βοηθούσε να εκφραστεί. Η Ελοντί πλησίασε ακόμη λίγο, προσπαθώντας να δει το σχέδιο, δίχως ο ίδιος να την αντιληφθεί. Με δυσκολία, ξεχώρισε μία φιγούρα τερατόμορφη, να βρίσκεται γονυπετής και με τα χέρια τεντωμένα ψηλά, σαν να ικέτευε. Γύρω της, είχε ζωγραφίσει πρόσωπα. Εξαγριωμένα και στρυμωγμένα πρόσωπα, που κοιτούσαν με φθόνο, αυτό το θλιμμένο και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της και τότε, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, φώναξε το όνομά του.

«Φιλίπ!»

Ο άνδρας γύρισε απότομα προς το μέρος της σαν να τον είχε χτυπήσει το ηλεκτρικό ρεύμα. Η θέα του μεγάλου του αναστήματος, σε συνδυασμό με τα ολόμαυρα, κουρελιασμένα του ρούχα και τη βενετσιάνικη μάσκα να καλύπτει εντελώς τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, του προσέδιδαν μία όψη σκοτεινή και απόκοσμη, σαν να επρόκειτο για κάποιον ψυχοπαθή εγκληματία. Η Ελοντί, ένιωθε πως ζούσε στη ζώνη του λυκόφωτος, ωστόσο έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Ήταν μονάχα ένας άνθρωπος και από ότι της είχε πει και η Ζακελίν, ακίνδυνος. Καθώς τον πλησίαζε με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της και ένα δειλό κύρτωμα στα χείλη που πάλευε να σχηματίσει χαμόγελο, εκείνος πισωπατούσε φοβισμένος, σαν να ήθελε να αποφύγει την οποιαδήποτε επαφή.

«Φύγε» την πρόσταξε, ωστόσο αυτή η προσταγή έκρυβε μέσα της και απελπισία. Δεν είχε τον δυναμισμό που θα της ταίριαζε, αλλά ο βροντερός της ήχος χανόταν και αποδυναμωνόταν από την παράκληση.

«Δεν θα πάω πουθενά» του αντιγύρισε αφήνοντας ελεύθερο τον θυμό της που είχε ξεκινήσει να συσσωρεύεται.

«Μην με αναγκάσεις να σε διώξω με το ζόρι» μούγκρισε εκείνος απειλητικά, ωστόσο η κοπέλα κάγχασε με ειρωνεία μπροστά σε αυτή του τη δήλωση.

«Και τι θα κάνεις δηλαδή; Θα με αρπάξεις και θα με σύρεις σηκωτή μέχρι έξω; Δοκίμασε, σε προκαλώ» συνέχισε εκείνη το επικίνδυνο ομολογουμένως παιχνίδι της ακροβατώντας σε ένα κυριολεκτικά τεντωμένο σχοινί που από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να κοπεί.

Ο Φιλίπ απέναντί της ξεκίνησε να νιώθει στρυμωγμένος για τα καλά. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε στο στήθος του εξαιτίας του άγχους, ενώ ιδρώτας έλουζε κυριολεκτικά το πρόσωπό του, το οποίο ήταν κλεισμένο στο εσωτερικό της μάσκας. Ένιωσε να πνίγεται και ήθελε να της ουρλιάξει να εξαφανιστεί. Οι καρδιακοί του παλμοί συνέχισαν να καλπάζουν επικίνδυνα, προκαλώντας του ένα κύμα ζαλάδας και κάνοντάς τον να καθίσει στην πρώτη καρέκλα που βρήκε εύκαιρη. Με γρήγορες και νευρικές κινήσεις ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το κουρελιασμένο του, μαύρο, λινό πουκάμισο, που ήταν σχεδόν το μόνο ρούχο που είχε.

Στη θέα του, η Ελοντί κατάλαβε αμέσως πως ο νεαρός ήταν στα πρόθυρα της κρίσης πανικού. Είχε μάθει να απομακρύνει άμεσα τους ανθρώπους από κοντά του και τώρα, ακόμη και η παραμικρή πίεση που υφίστατο, τον έφερνε σε απελπιστικά δύσκολη θέση. Η Ελοντί μην γνωρίζοντας ακριβώς πώς να χειριστεί την κατάσταση, τον πλησίασε καθώς εκείνος παρέμενε καθιστός, εξακολουθώντας να παίρνει βαθιές εισπνοές. Γύρισε ελαφρώς και την κοίταξε, με πόνο να καθρεπτίζεται στο βλέμμα του, μονάχα που η μάσκα τον έκρυβε. Εκείνη, άπλωσε το χέρι της διστακτικά, κατευθύνοντάς το αργά προς το μέρος του για να μην τον τρομοκρατήσει χειρότερα. Άκουγε την βαριά του ανάσα να βγαίνει κοφτή, ικετευτική, αλλά εκείνη συνέχισε την προσπάθεια ώσπου τα δάχτυλά της άγγιξαν ελαφρώς τα δικά του και έπειτα κατευθύνθηκαν στο σχέδιο.

Είδε τον Φιλίπ να ετοιμάζεται να το αρπάξει, ωστόσο ακόμη και αυτήν την κίνηση την μετάνιωσε, παραδομένος σε μία μοίρα που δεν όριζε πια ο ίδιος. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει, από συγκίνηση για το γεγονός πως ζούσε, έστω και για λίγο μία τρυφερή στιγμή. Εκείνος, που ήταν η κατάρα του Θεού και δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα στην ευτυχία. Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, πάλεψαν με αργές κινήσεις και τρέμοντας, να χαϊδέψουν εκείνα της κοπέλας. Η Ελοντί του χαμογέλασε για πρώτη φορά και η καρδιά του ησύχασε. Τον κοιτούσε έντονα μέσα στα δύο κυανά του μάτια, δίχως να γνωρίζει τι θα έπρεπε να περιμένει από εκείνον. Απλώς, έπιασε τον εαυτό της να απολαμβάνει για λίγο, την μικρή, παιδική τους επαφή, μέχρι που το χέρι του αποτραβήχτηκε απότομα από το δικό της.

«Δεν σου αξίζει» της πέταξε μία κουβέντα και την έκανε να αναπηδήσει απότομα.

«Δεν σε καταλαβαίνω, τι εννοείς;» τον ρώτησε και εκείνος επανέλαβε την φράση του.

«Δεν σου αξίζει Ελοντί. Ο Πιέρ δεν σε αγαπά» πρόφερε σοβαρά και εκείνη για λίγο ένιωσε τον θυμό της να επιστρέφει, ίσως εξαιτίας ενός εγωισμού που είχε μόλις ποδοπατηθεί από κάποιον που γνώριζε εκείνη και τη σχέση της ελάχιστα. Παρά το γεγονός πως κάπου βαθιά μέσα της, το υποσυνείδητο της ψιθύριζε πως κάπου ίσως και να υπήρχε μία αλήθεια σε όλα αυτά, το συνειδητό αρνιόταν πεισματικά να το δεχτεί.

«Να φανταστώ πως τον γνωρίζεις πολύ καλά για να τον κρίνεις» πέρασε ευθύς στην αντεπίθεση.

«Δεν μου χρειάζεται πολύς καιρός για να καταλάβω κάποιον, σε αντίθεση με εσένα που έχεις φάει τα χρόνια σου και εξακολουθείς να αρνείσαι να δεις το αυτονόητο» ανταπάντησε εκείνος κάνοντάς την να σταυρώσει τα χέρια της μπροστά από το στήθος της.

«Εσύ ωστόσο, δεν τα πας καθόλου καλά με τις ανθρώπινες σχέσεις. Πώς μπορείς να κρίνεις τους ανθρώπους λοιπόν;» τον ρώτησε ξανά και εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. Το μαύρο του πουκάμισο, παρέμενε ανοιχτό, αφήνοντας σε κοινή θέα το γυμνό του στέρνο. Για λίγο η Ελοντί τον κοίταξε φευγαλέα, μα εν συνεχεία απέσυρε βίαια την ματιά της.

«Εγώ Ελοντί, βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου. Το σκοτάδι και η απομόνωση μερικές φορές σε βοηθούν να βλέπεις πιο καθαρά καθώς η προσοχή σου δεν αποσπάται από τίποτε και από κανέναν. Δεν μου είναι δύσκολο να καταλάβω το πώς νιώθει ένας άνθρωπος, ασχέτως αν δυσκολεύομαι τρομερά να το διαχειριστώ» της είπε και εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα.

«Γιατί τον χτύπησες;» τον ρώτησε ωστόσο αρχικά καμία απάντηση δεν έφτασε πίσω σε εκείνη. «Σε ρώτησα κάτι και θα ήθελα να μου απαντήσεις. Γιατί τον χτύπησες;» τον ρώτησε ξανά και ο Φιλίπ πάλεψε για λίγο με τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς δεν ήταν βέβαιος για τον αν έπρεπε να πει όλη την αλήθεια.

«Είχαμε μία λογομαχία οι δυο μας και εκείνος κατέληξε να μου πετάξει στη μούρη μία αλήθεια που με εξόργισε. Πως είμαι ένα τέρας που δεν αξίζει την αγάπη κανενός. Κάπου εκεί, άφησα την οργή μου να βγει προς τα έξω και κατέληξα να τον χτυπώ με μανία» της απάντησε σχετικά ψυχρά.

«Αυτό που έκανες, ήταν λάθος Φιλίπ. Ακόμη και έτσι να ήταν, δεν χρειαζόταν να απλώσεις χέρι πάνω του. Γνωρίζεις πως όλο το χωριό είναι εναντίον σου και τώρα χιλιάδες μάτια είδαν τι έκανες. Ομολογώ πως ήταν απαίσιο αυτό που ξεστόμισε ο Πιέρ, ωστόσο έπρεπε να κρατηθείς, έπρεπε» ξεκίνησε εκείνη και ο Φιλίπ με μία κίνηση, άρπαξε σχετικά βίαια τον καρπό του χεριού της.

«Όχι Ελοντί. Δεν έπρεπε να κρατηθώ και ας το μετάνιωσα. Μετάνιωσα που τον έσπασα στο ξύλο γιατί είδα το φοβισμένο σου βλέμμα και ένιωσα σαν να τον επιβεβαιώνω. Σαν να επιβεβαιώνω με τον τρόπο μου τα λεγόμενά του, πως είμαι απλώς ένα τέρας. Μη μου ζητάς ωστόσο να μετανιώσω για το γεγονός πως τον χτύπησα» της είπε μπερδεύοντάς την περισσότερο.

Η προσωπικότητά του ήταν το δίχως άλλο ένας γρίφος. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να τον διαχειριστεί.

«Φιλίπ, θα ήθελα να αφήσεις το χέρι μου γιατί με πονάς» του είπε και εκείνος την άφησε αμέσως.

«Δεν καταλαβαίνεις..» της ψιθύρισε ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του, κάνοντάς τα να γυαλίζουν ακόμη και κάτω από το αρρωστημένο ημίφως. «Δεν καταλαβαίνεις πως αξίζεις πραγματικά να αγαπηθείς. Είσαι...Είσαι σαν μία νεράιδα που ο Θεός έριξε στο διάβα μου, μάλλον γιατί λυπήθηκε την κατάντια και την ασχήμια μου. Έχεις έναν υπέροχο χαρακτήρα, το ταλέντο του καλλιτέχνη, την αφοσίωση σε αυτούς που αγαπάς και θυμώνω όταν οι άλλοι δεν το εκτιμούν. Δεν εκτιμούν εσένα που τα έχεις όλα...» ξεκίνησε και για πρώτη φορά το χέρι του κινήθηκε απαλά προς την μεριά του προσώπου του, ακουμπώντας την μάσκα. Τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα, το ίδιο όμως και εκείνα της Ελοντί, όταν άκουσε τον θλιβερό επίλογο του μονολόγου του «Όταν εγώ δεν έχω απολύτως τίποτε....» συνοδευόμενο από την πτώση της μάσκας.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη