Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 21)

Κάθε συνάντηση με τη μάνα της ήταν και μια τρομακτικά επώδυνη εμπειρία. Ξεκίνησε με τη φανερή απογοήτευση μόλις την είδε και κατέληξε σε έναν φοβερό τσακωμό, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της. Αυτά τα δέκα λεπτά, όσα χρειάστηκε να αλλάξει και να πάρει τα λιγοστά προσωπικά της αντικείμενα, της είχαν φανεί μια αιωνιότητα στην κόλαση.

Τώρα, περπατούσε με όση ξενοιασιά της επέτρεπε η εύθραυστη κατάστασή της και το πόδι που αρνούνταν πεισματικά να ακολουθήσει τον ρυθμό του υπόλοιπου σώματός της. Η μέρα είχε προσχωρήσει αρκετά. Το φως είχε χαθεί από τα δρομάκια και είχε αντικατασταθεί από τα τις χαρούμενες φωνές ξεδιάντροπων εφήβων που κατέβαιναν σε ομάδες προς τον πεζόδρομο του κέντρου, όπου χτυπούσε η νυχτερινή καρδιά της πόλης.

Όλα έμοιαζαν σαν θολή ανάμνηση, σαν συγκεχυμένα όνειρα μιας χαμένης νιότης από την εποχή που και εκείνη τριγυρνούσε σε αυτούς τους δρόμους, μονίμως θυμωμένη, αγριεμένη για λόγους αδιευκρίνιστους ακόμα και για την ίδια. Τα ίδια φώτα και μουσικές που ξεχύνονταν στους δρόμους ανάμεσα σε μεθυσμένους έρωτες ξαφνικά της φαινόταν τόσο μονότονα, τόσο αναίτια. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει με τα χρόνια ήταν αυτή η μόνιμη αίσθηση που κυριαρχούσε, ότι ήταν χαμένη, ότι βάδιζε στα τυφλά, χωρίς σκοπό. Μόνο που τώρα ήταν πιο έντονη, πιο απτή.

Ανηφόρισε στο στενό δρομάκι και στάθηκε έξω από το παράπηγμα που ο Γιάννης αποκαλούσε θερινά ανάκτορα. Δε μπόρεσε να συγκρατήσει ένα στράβωμα των χειλιών της. Ήταν κάτι στο βλέμμα του, στο χαμόγελό του, που έδινε στο πρόσωπό του μια παράξενη αίσθηση οικειότητας, που την έκανε να νιώθει ένα παράξενο είδος εμπιστοσύνης.

Οι σαθρές σανίδες που λειτουργούσαν σαν υποτυπώδης πόρτα έτριξαν σπαρακτικά, καθώς έβαζε δύναμη για να την ανοίξει. Το σκοτάδι διαλύονταν ελάχιστα από δύο κεριά που φώτιζαν θλιβερά και μισοτελειωμένα σε δύο αυτοσχέδια κηροπήγια από κομμένα κουτάκια μπύρας στο πάτωμα. Κοίταξε απέναντι μια λέξη γραμμένη με μαύρο σπρέι και μεγάλα άτσαλα γράμματα που δεν είχε προσέξει νωρίτερα.

«ΟΥΤΟΠΙΑ»

Ο Γιάννης καθόταν σε ένα ξεσκισμένο στρώμα που ήταν πεταμένο στο πάτωμα. Το φως μπορεί να ήταν ισχνό, μα κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το πρόσωπό του έμοιαζε κέρινο και είχε σφιγμένα τα γόνατα στο στήθος. Το σώμα του ήταν σε μια διαρκή μηχανική κίνηση μπρος πίσω και τα μάτια του καρφωμένα στο κενό μπροστά του. Κάτι κακό συνέβαινε και το ότι βρισκόταν εκεί τη συγκεκριμένη στιγμή ίσως να μην ήταν και η πιο λογική απόφαση. Ποτέ της όμως δε λειτούργησε με το μυαλό, μπορεί η καρδιά της να την είχε προδώσει πολλές φορές, μα ήταν η μόνη που εμπιστευόταν.

Ακούμπησε τον μικρό μπόγο με τα ρούχα της πάνω στον καναπέ και τον πλησίασε με επιφύλαξη, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος και στάθηκε απέναντί του. Ο Γιάννης έμοιαζε να μην έχει καταλάβει την παρουσία της, αλλά και να την αντιλήφθηκε, προσπαθούσε να μην της δώσει σημασία.

«Είσαι καλά;»

Δεν της απάντησε. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν νοτίσει το μέτωπό του, το γυμνό του στήθος πάλλονταν ακανόνιστα. Έκανε να τον πλησιάσει, μα κούνησε αποτρεπτικά το κεφάλι του.

«Μη» είπε στεγνά. Τα μάτια του ήταν μαύρα, βαθουλωμένα από την αγωνία. Το κούνημα εντάθηκε.

«Ο Δαίμονας ξύπνησε και βγήκε απ’ τη φωλιά του

Ψάχνει ψυχές για να τραφεί...»

Έβγαλε έναν στριγκό ήχο, σαν χαμηλόφωνο παράταιρο γέλιο, κι έχωσε τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του. Η ανάσα του έμοιαζε με ρόγχο, άρχισε να λαχανιάζει. Τα μάτια του, έτοιμα να εκραγούν, είχαν ζωγραφισμένη την απελπισία και την ανάγκη. Οι μύες στο λαιμό του ήταν φουσκωμένοι, τα δόντια του σφιγμένα τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα σπάσουν. Η Αρετή το αναγνώρισε. Το σιωπηλό μαρτύριο της στέρησης.

«Άσε με να σε βοηθήσω» είπε και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του διστακτικά. Της έριξε ένα άγριο βλέμμα που συνοδεύτηκε από μια γερή σουβλιά στο στομάχι του. Διπλώθηκε στα δύο. Ο άνθρωπος που είχε μπροστά της δε θύμιζε σε τίποτα τον πρόσχαρο νέο που γνώρισε μερικές μόλις ώρες νωρίτερα.

«Νομίζεις ότι μπορείς να με βοηθήσεις;» είπε ασθμαίνοντας και φτύνοντας μία - μία τις λέξεις. «Δεν έχεις ιδέα για το τι μου συμβαίνει!»

Προσπάθησε να σηκωθεί και ήταν φανερό πως κατέβαλλε υπεράνθρωπη προσπάθεια. Έκανε μερικά βήματα στηριγμένος με το ένα χέρι στον τοίχο.

«Δεν υπάρχει ούτε πριν, ούτε μετά, μόνο το τώρα και αυτό είναι μια στιγμή που κρατά αιώνια» παραληρούσε. Φαινόταν σαν να ήθελε να αποσπάσει το μυαλό του από το τρομερό βασανιστήριο που ταλάνιζε το κορμί του, σαν να προσπαθούσε να ξορκίσει το κακό με τις λέξεις. Μόρφασε πάλι από τον πόνο στο στομάχι, ωστόσο συνέχισε.

«Τα κόκκαλα έχουν γίνει γυάλινα, έτοιμα να διαλυθούν με το παραμικρό άγγιγμα…»

Στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε. Όλη η ανθρωπιά είχε εξαφανιστεί από το βλέμμα του.

«Ξεκινά με μια ελαφριά ναυτία χαμηλά στο στομάχι και κρίση πανικού. Έπειτα ο πόνος αρχίζει να απλώνεται σαν ομίχλη σε όλο το σώμα μέχρι το μεδούλι μου. Και μετά, έρχεται το ρίγος…»

Σαν να ήθελε να αποδείξει τα λόγια του, το κορμί του συσπάστηκε βίαια, μα κατάφερε να κρατηθεί όρθιος. Η Αρετή κοιτούσε μια τον Γιάννη, μια την πόρτα. Η κατάσταση σύντομα θα γινόταν ανεξέλεγκτη, όμως μια εσωτερική παρόρμηση την κρατούσε καρφωμένη εκεί, στο μέσο του δωματίου, να παρακολουθεί τον μονόλογό του.

«Ο πόνος με εξουσιάζει κάθε φορά που ο Δαίμονας κάνει την εμφάνισή του. Είναι αυτός που γελάει με την τσιριχτή φωνή του μέσα στο κεφάλι μου και μου τρυπάει τα αυτιά»

Προσπάθησε να μιμηθεί το γέλιο χωρίς επιτυχία. Ο πόνος επιδεινωνόταν ραγδαία. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το ξεφτισμένο ταβάνι.

«Ο πόνος σού εξαρθρώνει την ψυχή… Η μόνη λύτρωση είναι πρέζα. Αυτή είναι που σε στέλνει από το απόλυτο μηδέν στο άπειρο. Μια απίστευτη έκρηξη από χρώματα και συναισθήματα. Ζωή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην υπέρβαση. Φως - σκοτάδι με απίστευτες ταχύτητες. Η αίσθηση της μοναξιάς, του φόβου και της απειλής είναι τόσο έντονα που σου ξεριζώνουν τα σωθικά. Ο κόσμος είναι εχθρικός, Αρετή, και μη διαχειρίσιμος. Μόνο η αυτοτιμωρία είναι η εξιλέωση».

Τα λόγια του γινόταν ολοένα και πιο ασυνάρτητα.

«Είμαστε χαμένοι στην ανυπαρξία, ψάχνουμε απεγνωσμένα την αγάπη μέσω της εξάρτησης και ας ξέρουμε πως εκεί κρύβεται το κακό. Ο Δαίμονας».

Γύρισε προς το μέρος της, το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από τον πόνο σε σημείο που δεν τον αναγνώριζε. Την κοίταξε με ένα βλέμμα που έκρυβε τα πιο σκοτεινά ζωώδη ένστικτα επιβίωσης.

«Φύγε», της είπε με κόπο. Η Αρετή κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, τρομαγμένη. Την πλησίασε απειλητικά και χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο πάνω από τον ώμο της.

«Φύγε!» ούρλιαξε ξανά, αλλά η Αρετή όρθωσε το ανάστημά της.

«Όχι» είπε με σταθερή φωνή, κοιτώντας τον κατάματα. Τότε ο Γιάννης έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κι αφού απομακρύνθηκε από κοντά της με μερικά αδέξια βήματα, δρασκέλισε την πόρτα και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.


Ηλίας Στεργίου

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου