Μέσα στο Δάσος, της Lovewriting2003


Η Αλεξάνδρα ήταν από μικρή ένα ιδιαίτερο κορίτσι. Η ψυχή και η καρδιά της την έκαναν μοναδική. Ήθελε κάποια μέρα να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο, καθώς χάρη στην ψυχή της μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό και χάρη στην καρδιά της ένιωθε συναισθήματα που την οδηγούσαν προς τον δρόμο του καλού.

Πάντα της έκανε εντύπωση η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Για άλλους ήταν η γιορτή της αγάπης, για άλλους η γιορτή των δώρων. Εκείνη επέλεξε να γιορτάζει για την αγάπη όταν θα μεγαλώσει. Από την παιδική της ηλικία τής είχε μείνει εκείνη η χρονιά που η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου είχε πέσει Σάββατο και είχε πάει εκδρομή με τους γονείς της στο χωριό της γιαγιάς της. Ήταν δέκα χρονών τότε και είχε ζήσει μια περιπέτεια που της έμεινε αξέχαστη.

Τώρα, όντας δεκαοχτώ χρονών, είχε έρθει ξανά στο χωριό για δύο μέρες με την οικογένειά της. Βρισκόταν έξω από το δάσος του χωριού, το μέρος όπου πριν οχτώ χρόνια είχε ζήσει αυτή την περιπέτεια. Από τότε που ήταν μικρή, υπήρχε μια φήμη ότι το δάσος ήταν στοιχειωμένο κι από περιέργεια είχε πάει να το εξερευνήσει. Σε κάποιο σημείο του δάσους εμφανίστηκαν μπροστά της διάφορα μεταφυσικά πλάσματα, εκείνη τρόμαξε και έκλεισε τα μάτια της. Όταν τα άνοιξε, βρισκόταν ξαπλωμένη κάτω από ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού της. Ήταν σίγουρη ότι κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα στο δάσος και μετά από οχτώ χρόνια είχε συγκεντρώσει το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να ξαναπάει και να μάθει αν πράγματι ήταν στοιχειωμένο.

Αφού έκανε το πρώτο βήμα, συνέχισε να προχωράει με θάρρος όλο και πιο βαθιά. Ξαφνικά, άκουσε έναν θόρυβο πίσω από έναν θάμνο. Πλησίασε τον θάμνο για να δει τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουσε και είδε τη γιαγιά της να φιλιέται στο στόμα με έναν κύριο στην ηλικία της.

«Γιαγιά!» είπε έκπληκτη μόλις την είδε

«Αλεξάνδρα, από εδώ ο Δήμος!»

«Ξέρεις... εγώ και η γιαγιά σου είμαστε μαζί!» είπε αμήχανα ο Δήμος

«Δεν το ήξερα! Αλήθεια, πόσον καιρό είστε μαζί;»

«Περίπου εφτά χρόνια! Έχουμε σκοπό να παντρευτούμε αυτή την περίοδο μια και η σχέση μας δεν είναι πλέον μυστική. Τόσα χρόνια δεν το είχαμε πάρει απόφαση, γιατί φοβόμασταν τι θα πει ο κόσμος!» εξήγησε η γιαγιά

«Πάντως εγώ απορώ γιατί φοβάστε τι θα πει ο κόσμος, ενώ δε φοβάστε να πηγαίνετε στο συγκεκριμένο δάσος!»

«Είναι λογική η απορία σου. Εγώ και η γιαγιά σου δεν φοβόμαστε το δάσος τώρα πια, όμως αυτό δεν συνέβαινε πάντα, έτσι Σωσώ;» είπε, δίνοντας τον λόγο στην γιαγιά της Αλεξάνδρας

«Έχει δίκιο ο Δήμος! Κάποτε φοβόμασταν όπως όλοι!»

«Άρα, εφόσον δεν το φοβάστε, σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα το επικίνδυνο εδώ!»

«Για εμάς τουλάχιστον όχι!» είπε αυθόρμητα ο Δήμος και η Σωσώ τον κοίταξε με ένα αυστηρό βλέμμα

«Τι εννοείτε;» ρώτησε η Αλεξάνδρα

«Θα καταλάβεις αργότερα! Εφόσον σε αφήνω να δεις και να καταλάβεις, σημαίνει ότι σου έχω εμπιστοσύνη!»

«Ευχαριστώ! Θα προχωρήσω λίγο ακόμα και μετά θα έρθω σπίτι!»

«Περίμενε! Πάρε μαζί σου αυτό το γράμμα!» είπε η Σωσώ και της έδωσε έναν φάκελο, έπειτα πρόσθεσε:

«Άνοιξέ το όταν βρεθείς σε δύσκολη θέση!»

«Ευχαριστώ!» απάντησε η Αλεξάνδρα και αφού αγκάλιασε τη γιαγιά της, έφυγε ενθουσιασμένη για να εξερευνήσει το δάσος. Τα υπονοούμενά της τής είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον ακόμα περισσότερο.

Καθώς περπατούσε ανάμεσα στα δέντρα, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το που πρέπει να πάει, της ήρθε ειδοποίηση από το κινητό της. Το έβγαλε από την τσάντα της και είδε ότι το αγόρι της είχε ανεβάσει μια φωτογραφία με μια άλλη κοπέλα. Δεν πίστευε στα μάτια της, ο Γιάννης που κάποτε της έλεγε ότι την αγαπάει γιατί είναι μοναδική, ανέβασε στο διαδίκτυο μια φωτογραφία που τον έδειχνε να φιλιέται με την Άννα, μια παλιά συμμαθήτριά της η οποία χρησιμοποιούσε το σώμα της για να αρέσει στους άλλους! Φαίνεται πως το αδύνατο σώμα και τα πράσινα μάτια της Άννας είχαν μεγαλύτερη αξία από τη μοναδικότητα της Αλεξάνδρας, σύμφωνα με τον Γιάννη…

Κάθισε κάτω από ένα δέντρο και άρχισε να κλαίει, και τότε θυμήθηκε το γράμμα της γιαγιάς της, που της είχε πει να το ανοίξει αν βρεθεί σε δύσκολη θέση. Το χαρτί που είχε μέσα στον φάκελο είχε γραμμένο πάνω του ένα παράξενο μήνυμα:

<<Η καρδιά χρειάζεται την ψυχή, ώστε ο άνθρωπος να ελέγχει τις πράξεις του και η ψυχή χρειάζεται την καρδιά, ώστε το συναίσθημα να οδηγεί τον άνθρωπο σε καλές πράξεις!>>

Αφού διάβασε το μήνυμα, η Αλεξάνδρα έβαλε το χαρτί πίσω στον φάκελο και χαμογέλασε ειρωνικά. Ποιος ασχολείται με τον ορισμό της ψυχής και της καρδιάς; Το πρώτο που κοιτούν όλοι σε έναν άνθρωπο είναι το σώμα. Το δικό της σώμα δεν ήταν ιδιαίτερα αδύνατο, είχε σπυράκια στο πρόσωπο και τα μάτια της είχαν το συνηθισμένο καστανό χρώμα. Όσο για την ψυχή της, δεν την πρόσεχε κανείς γιατί όλοι εστίαζαν την προσοχή τους στο σώμα της.

Το σώμα ήταν το πρώτο, συνήθως και το μοναδικό πράγμα που πρόσεχε κανείς σε έναν άνθρωπο! Το σώμα ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεξε η Αλεξάνδρα στο αγόρι που ήρθε να καθίσει δίπλα της. Ήταν στην ηλικία της, φορούσε ένα μαύρο παντελόνι και ένα κόκκινο πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος. Είχε γυμνασμένο σώμα και τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ. Τα μάτια του είχαν ένα υπέροχο πράσινο χρώμα. Η Αλεξάνδρα τον κοιτούσε και σκεφτόταν πόσο όμορφος είναι!

«Γεια! Με λένε Γιώργο!»

«Αλεξάνδρα!»

«Τι κάνεις εδώ μόνη σου, μικρή;»

Αυτό ακούστηκε στην Αλεξάνδρα σαν απειλή. Επειδή ο Γιώργος ήταν όμορφος, δε σήμαινε απαραίτητα ότι είχε καλές προθέσεις. Έτσι, στο άκουσμα της λέξης <<μικρή>> σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει μακριά. Καθώς έτρεχε, άκουγε τον Γιώργο να τρέχει πίσω της φωνάζοντας το όνομά της. Στην πραγματικότητα δεν ήταν πολύ γρήγορη, ο λόγος που ο Γιώργος δεν είχε καταφέρει να την πιάσει ήταν ότι κρυβόταν ανάμεσα στους θάμνους και χανόταν από το οπτικό του πεδίο. Συνέχισε να τρέχει και να κρύβεται, μέχρι που έφτασε κοντά σε μια λίμνη. Δίπλα στη λίμνη υπήρχε ένας θάμνος αρκετά μεγαλύτερος από όσους είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Χωρίς να χάσει ευκαιρία, κρύφτηκε πίσω του, κι ενώ νόμιζε ότι ήταν ασφαλής και έτρεμε κάθε δευτερόλεπτο, γιατί φοβόταν μην τη δει ο Γιώργος, τον άκουσε να της λέει:

«Σταμάτα επιτέλους να κρύβεσαι, δε θα σου κάνω κακό! Λέω να κατέβω κάτω για να γνωριστούμε καλύτερα.»

Στο άκουσμα της φράσης <<να κατέβω κάτω>> η Αλεξάνδρα κοίταξε προς τον ουρανό και είδε τον Γιώργο να πετάει από πάνω της. Στην πλάτη του είχε δύο κόκκινα φτερά δαίμονα. Αυτό έκανε την Αλεξάνδρα να τρομάξει ακόμα περισσότερο. Αμέσως σηκώθηκε όρθια και πήγε να τρέξει, όμως σκόνταψε σε μια πέτρα, γλίστρησε και επειδή το σημείο που βρισκόταν η πέτρα απείχε ελάχιστα εκατοστά από την λίμνη, παραλίγο να πέσει στο νερό. Ένα δευτερόλεπτο πριν το σώμα της έρθει σε επαφή με την επιφάνεια του νερού, τα γυμνασμένα χέρια του Γιώργου τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και την τράβηξαν προς τα πίσω.

Καθώς την κρατούσε αγκαλιά, την σήκωσε όπως σηκώνουν οι γαμπροί τις νύφες και την άφησε κάτω από το δέντρο. Ενώ την κρατούσε, εκείνη του φώναζε να την αφήσει και έκανε απότομες κινήσεις ώστε να την αφήσει και μετά να του ξεφύγει. Ο Γιώργος κατάλαβε ότι το συγκεκριμένο κορίτσι παραήταν ώριμο και υπήρχε κίνδυνος να καταστρέψει τα σχέδιά του, παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να τα παρατήσει τόσο εύκολα.

Μόλις τοποθέτησε το κορμί της κάτω από το δέντρο, πριν αρχίσει πάλι να τρέχει μακριά του, το πρόσωπό του πήρε ένα απολογητικό βλέμμα.

«Συγγνώμη! Μου αρέσει που προσπαθώ να γίνω καλός άνθρωπος για να γλυτώσω την κόλαση, ακόμα είμαι το ίδιο τέρας που ήμουν πάντα!» φώναξε δήθεν θυμωμένος με τον εαυτό του, έχοντας σκυμμένο το κεφάλι του προς το έδαφος για να δείχνει ακόμα πιο πειστικός

«Ένα λεπτό,τι εννοείς;» τον ρώτησε η Αλεξάνδρα, φοβούμενη μήπως τον είχε παρεξηγήσει.

«Εγώ και κάποιοι άλλοι δαίμονες είμαστε εδώ αρκετά χρόνια, επειδή μας δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία! Όποιος κάνει τις περισσότερες καλές πράξεις, κερδίζει άλλα τριάντα χρόνια ζωή! Οι υπόλοιποι θα γυρίσουμε πίσω στην κόλαση!»

«Συγγνώμη... δεν το ήξερα!» του είπε η Αλεξάνδρα μετανιωμένη και καθώς εκείνος της είχε γυρισμένη την πλάτη, σχηματίστηκε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο ικανοποίησης

«Σε πλησίασα ώστε να σε βοηθήσω να βγεις από το δάσος, νόμιζα ότι είχες χαθεί. Σίγουρα θα βοηθούσε μια καλή πράξη, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να σε τρομάξω! Ξέρω πολύ καλά ότι είμαι ηλίθιος, δε χρειάζεται να μου το θυμίζεις!»

«Πράγματι έχω χαθεί, όμως αν θέλεις μπορώ να μείνω για να σου κάνω παρέα. Συγγνώμη αν σε έκανα να νιώθεις έτσι, όμως δεν ήξερα τίποτα!»

«Ευχαριστώ που είσαι τόσο καλή. Σε πειράζει να καθίσω δίπλα σου;»

«Κάθισε, γιατί όχι;» του είπε και εκείνος κάθισε δίπλα της

«Λοιπόν, εγώ όπως σου είπα είμαι ο Γιώργος! Θα ήθελα πολύ να μάθω για εσένα! Φαίνεσαι ξεχωριστό άτομο!»

«Πως το κατάλαβες;» τον ρώτησε η Αλεξάνδρα ενθουσιασμένη

«Το ένιωσα! Από τη στιγμή που δεν είμαι απλός άνθρωπος, έχω μια ξεχωριστή διαίσθηση που μπορεί να καταλαβαίνει πολλά πράγματα τα οποία οι άλλοι δεν βλέπουν!»

«Δυστυχώς!» μουρμούρησε η Αλεξάνδρα

«Λοιπόν, πες μου για εσένα; Με τι ασχολείσαι, τι θα ήθελες να σπουδάσεις;»

Μόλις ο Γιώργος έκανε τη συγκεκριμένη ερώτηση,η Αλεξάνδρα άρχισε να του μιλάει σχετικά με τις σκέψεις, τα όνειρά της και τα μελλοντικά της σχέδια. Από τα λόγια της κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μια πολύ αθώα κοπέλα. Βαριόταν να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτά που του έλεγε, αλλά φρόντιζε να μην το δείχνει. Έτσι και αλλιώς, εκείνη δεν είχε καταλάβει τι παιχνίδι έπαιζε πίσω από την πλάτη της, νόμιζε ότι είχε μπροστά της έναν πρίγκιπα των παραμυθιών, από αυτούς που συνδυάζουν ομορφιά και χαρακτήρα… Έχοντας παρασυρθεί από την υπέροχη εμφάνισή του, δεν μπορούσε να δει το αληθινό του πρόσωπο. Ούτε και εκείνος μπορούσε να αγαπήσει την υπέροχη αυτή προσωπικότητα, καθώς εστίαζε την προσοχή του μόνο στα σπυράκια του προσώπου της . Αφού σκέφτηκε καλά τι θα της πει, προχώρησε στο επόμενο βήμα του σχεδίου του.

«Αλεξάνδρα, είσαι πραγματικά μοναδική, όπως πίστευα από την αρχή. Μακάρι όλα τα κορίτσια του κόσμου να ήταν όπως εσύ! Το πρόβλημα είναι ότι μου αρέσεις πάρα πολύ, σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, αλλά όσο και αν θέλω, δεν μπορώ να σε έχω!»

«Και εγώ σε αγαπάω, Γιώργο! Είμαι σίγουρη ότι θα καταφέρεις να κερδίσεις άλλη μια ευκαιρία για να ζήσεις, θα σε βοηθήσω και εγώ! Έτσι θα μπορούμε να είμαστε μαζί!»

«Δεν είναι τόσο απλό! Ακόμα και αν μου δοθεί η ευκαιρία να ζήσω από την αρχή, οι αναμνήσεις μαζί μου θα σβηστούν από την μνήμη σου! Μόνο ένας τρόπος υπάρχει, αλλά δε θέλω να σου τον πω από σεβασμό προς εσένα!»

«Τι; Πες μου σε παρακαλώ! Θα έκανα τα πάντα για εσένα!»

«Πρέπει να παραδώσεις την ψυχή σου στον διάβολο, ώστε να γίνεις και εσύ δαίμονας! Μετά θα κάνεις και εσύ καλές πράξεις, για να κερδίσουμε μαζί μια νέα ζωή!»

«Αφού θα είμαι δαίμονας μόνο για λίγο, δεν έχω κανένα πρόβλημα! Είμαι έτοιμη, αλλά που ακριβώς θα βρω τον διάβολο;» δέχτηκε πρόθυμα η Αλεξάνδρα. Η απιστία από την πλευρά του Γιάννη σε συνδυασμό με την ομορφιά του δαίμονα την έκαναν να δεχτεί εύκολα κάτι τέτοιο χωρίς να το σκεφτεί πολύ. Και όλα αυτά έγιναν για ένα ωραίο σώμα, για λίγη υποκριτική ευγένεια και για έναν πληγωμένο έρωτα .

«Έλα μαζί μου να τον δεις!» της είπε ο Γιώργος και εκείνη τον ακολούθησε

Προχωρούσαν για αρκετή ώρα. Είχε νυχτώσει, όταν τελικά έφτασαν σε ένα ξέφωτο που θύμιζε κάτι στην Αλεξάνδρα πολύ έντονα. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκαν διάφορα μεταφυσικά πλάσματα που πετούσαν στον ουρανό. Η Αλεξάνδρα έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά του Γιώργου, τρομαγμένη, κι αμέσως αυτός τους έκανε νόημα να σταματήσουν να την τρομάζουν.

Έπειτα, όλα τα μεταφυσικά πλάσματα πήραν την κανονική τους μορφή, τη μορφή δαιμόνων. Ήταν πέντε δαίμονες, από τους οποίους οι τρεις ήταν θηλυκοί. Η μια μάλιστα έμοιαζε αρκετά με την Άννα, την κοπέλα για την οποία ο Γιάννης άφησε την Αλεξάνδρα, κι όταν την κοίταξε λίγο καλύτερα, η Αλεξάνδρα διαπίστωσε σοκαρισμένη ότι όντως ήταν εκείνη...

«Παιδιά, να σας συστήσω τη νέα μου κοπέλα, από εδώ η Αλεξάνδρα! Δέχτηκε να γίνει μια από εμάς!»

«Είσαι πολύ τυχερός που βρήκες κάποια τόσο καλή!» του είπε με προσποιητή ευγένεια ένας από τα αγόρια.

«Δεν είσαι ο μόνος τυχερός εδώ! Και εγώ βρήκα κάποιον! Γιάννη, έλα να σε γνωρίσω στον Γιώργο!» είπε η Άννα και αμέσως μετά παρουσιάστηκε ο Γιάννης πίσω από ένα δέντρο και χαιρέτησε αμήχανα βλέποντας την Άννα.

Για το υπόλοιπο της ημέρας, ο Γιώργος και η Αλεξάνδρα έμειναν μαζί με την παρέα των δαιμόνων και τη νύχτα κοιμήθηκαν όλοι μαζί στο συγκεκριμένο ξέφωτο. Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε η Αλεξάνδρα, διαπίστωσε ότι οι δαίμονες είχαν σηκωθεί νωρίτερα. Ο μόνος που είχε μείνει στο ξέφωτο ήταν ο Γιάννης, που είχε ξυπνήσει και την κοιτούσε αμίλητος.

Χωρίς να δώσει σημασία στον Γιάννη, η Αλεξάνδρα σηκώθηκε και πήγε να βρει την υπόλοιπη παρέα. Τους βρήκε λίγο παρακάτω να έχουν μαζευτεί πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Λογικά μιλούσαν για κάτι σοβαρό. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο για να ακούσει.

«Κανονίστηκε, το αφεντικό έρχεται σε μερικές ώρες! Δεν φαντάζεστε πόσο ανυπομονώ τη στιγμή που θα διεισδύσει στο σώμα της Αλεξάνδρας και θα πάρει την ψυχή της μαζί του!» είπε ο Γιώργος

«Το αστείο είναι ότι και αυτή και ο Γιάννης είναι τόσο αφελείς που δεν έχουν καταλάβει ότι τους λέγαμε ψέματα! Νομίζουν ότι θα μας σώσουν, ενώ στην πραγματικότητα απλώς θα γίνουν σαν εμάς! Τέλειο! Σκεφτείτε πόσους αφελείς μπορούμε να παρασύρουμε στην κόλαση με αυτό τον τρόπο!»

Ακούγοντάς τους, η Αλεξάνδρα έβγαλε μια δυνατή κραυγή τρόμου που έκανε τους δαίμονες να γυρίσουν προς το μέρος της, κι αμέσως άρχισε να τρέχει μακριά.

«Πιάστε την!» φώναξε ο Γιώργος. Εκείνη τη στιγμή, οι δαίμονες που μια μέρα πριν φέρονταν σαν μια αθώα παρέα φίλων άρχισαν να πετούν φωτιές παντού και να κατακαίουν το δάσος, προκειμένου να παγιδέψουν την Αλεξάνδρα. Καθώς αυτή προσπαθούσε να ξεφύγει, δεν είχε προσέξει τον Γιάννη που έτρεχε λαχανιασμένος πίσω τους για να τη σώσει.

Σχεδόν όλο το δάσος είχε παραδοθεί στις φλόγες. Η μόνη ελπίδα της Αλεξάνδρας για να σωθεί ήταν η λίμνη. Μόλις έφτασε εκεί, έκλεισε τη μύτη της και βούτηξε στο νερό. Συνέχισε να βουλιάζει, μέχρι που έπεσε στον πυθμένα της λίμνης. Η επιφάνεια του πυθμένα έμοιαζε με απέραντο λιβάδι. Ακόμα πιο παράξενο ήταν το γεγονός ότι στην επιφάνεια του πυθμένα υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κυνηγούσαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον. Όλοι είχαν στο πρόσωπο τους ένα ανέκφραστο βλέμμα και έδιναν την εντύπωση ότι σκοτώνουν ο ένας τον άλλον μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα τους.

«Πού βρίσκομαι; Ποιοι είστε εσείς!» φώναξε τρομαγμένη η Αλεξάνδρα

«Είμαστε οι ψυχές των ανθρώπων που επέλεξαν να παραδοθούν στον διάβολο για το σώμα ενός ωραίου δαίμονα!» είπε ένας από αυτούς

«Οι δαίμονες ήρθαν στον κόσμο με σκοπό να παρασύρουν τους ανθρώπους στον κακό δρόμο! Κανείς δεν είναι ικανός να αντισταθεί στην ομορφιά τους, όπως και κανείς δεν μπορεί να δει την κακία μέσα τους!» πρόσθεσε ένας άλλος

«Εκτός από την γριά Σωσώ και τον μπάρμπα Δήμο από το χωριό δίπλα στο δάσος, οι οποίοι αγαπιούνταν από πολύ νέοι! Οι δαίμονες νόμιζαν ότι λόγω της μεγάλης ηλικίας τους θα τους παρασύρουν εύκολα, αλλά έκαναν λάθος! Ο μπάρμπα Δήμος προτίμησε την γριά Σωσώ από έναν όμορφο θηλυκό δαίμονα και η γριά Σωσώ προτίμησε τον μπάρμπα Δήμο από έναν γοητευτικό αρσενικό δαίμονα!» συμπλήρωσε ένας τρίτος

«Αυτό είναι ντροπή για τους δαίμονες!» φώναξαν όλοι μαζί

«Η Σωσώ είναι... η γιαγιά μου!» τραύλισε η Αλεξάνδρα. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, όλες οι ψυχές έμειναν ακίνητες σαν αγάλματα. Μάταια η Αλεξάνδρα τούς φώναζε και προσπαθούσε να τους τραβήξει την προσοχή, καθώς έτρεχε ανάμεσά τους απελπισμένη.

Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της. Οι δαίμονες δε μπόρεσαν να διαχειριστούν τον θυμό τους όταν έφυγε, με αποτέλεσμα να κάψουν το δάσος. Οι ψυχές των διαβόλων δεν μπορούσαν να νιώσουν συναισθήματα, για να καταλάβουν ότι το να σκοτώνουν είναι κακό. Οι δαίμονες δεν είχαν ψυχή, ούτε οι ψυχές είχαν καρδιά. Η καρδιά χρειάζεται την ψυχή ώστε ο άνθρωπος να ελέγχει τις πράξεις του και η ψυχή χρειάζεται την καρδιά ώστε το συναίσθημα να οδηγεί τον άνθρωπο σε καλές πράξεις!

Μην ξέροντας τι να κάνει ξέσπασε σε κλάματα. Προτίμησε να γίνει ένας δαίμονας χωρίς ψυχή μόνο και μόνο για να ζήσει με έναν όμορφο δαίμονα που δεν αγαπούσε πραγματικά. Ξαφνικά είδε μπροστά της τον Γιάννη. Ήταν αδύνατος και κοντός για την ηλικία του, δεν έμοιαζε καθόλου με τον γεροδεμένο και ψηλό δαίμονα Γιώργο, παρ’ όλα αυτά χαμογέλασε μόλις τον είδε. Ούτε εκείνος νοιαζόταν για τα σπυράκια στο πρόσωπό της, ο καθένας αγαπούσε την προσωπικότητα του άλλου, η οποία προερχόταν από τον συνδυασμό της καρδιάς και της ψυχής.

Εκείνη την στιγμή, το νερό πήρε τη μορφή πίδακα και τους εκτόξευσε έξω από τη λίμνη και βρέθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον ξαπλωμένοι στην ακτή. Οι δαίμονες έτρεξαν καταπάνω τους. Αμέσως η Αλεξάνδρα και ο Γιάννης σηκώθηκαν όρθιοι, αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον και ένωσαν τα χείλια τους.

Ο Γιώργος έπιασε την Αλεξάνδρα από τη μέση και προσπάθησε να την τραβήξει μακριά από τον Γιάννη, το ίδιο έκανε και η Άννα προσπαθώντας να πάρει τον Γιάννη μακριά από την Αλεξάνδρα. Όμως η αγάπη τους ήταν πολύ δυνατή, εφόσον ήξεραν και οι δύο τι πραγματικά είχε σημασία για αυτούς. Η ψυχή του Γιάννη άξιζε περισσότερο από το σώμα του Γιώργου, όπως και η ψυχή της Αλεξάνδρας άξιζε περισσότερο από το σώμα της Άννας. Οι δαίμονες δεν άντεχαν την δύναμη της αληθινής αγάπης για δεύτερη φορά και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν για πάντα από τον κόσμο των ανθρώπων.

Ήταν το πρωί της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου. Η Σωσώ και ο Δήμος μαζί με τους γονείς της Αλεξάνδρας και το άλογό τους που το φώναζαν Μπάμπη έψαχναν την Αλεξάνδρα, και τη βρήκαν μαζί με τον Γιάννη δίπλα στη λίμνη αγκαλιασμένους…

Όνομα στο wattpad: Lovewriting2003

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου