The Author's Promises (Διήγημα 10 - Μια πιο σκοτεινή νύχτα)

«Και πάλι η μουσική κυματίζει μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, το εβένινο ρολόι χτυπάει δυνατά και ξαφνικά τα οράματα ζωντανεύουν. Έχουν χέρια με μακριά, κοφτερά νύχια γεμάτα βρομιά. Αυτό το απαίσιο κόκκινο χρώμα μού φέρνει δυσωδία. Θέλω να φύγω, αλλά δεν προλαβαίνω. Τα χέρια γίνονται εξωφρενικές μορφές που σπαρταρούν μπροστά μου και εγώ παραμένω καθηλωμένη, λες και υπάρχουν τεράστιοι ογκόλιθοι στα πόδια μου που με εμποδίζουν να τρέξω. Προσπαθώ να φωνάξω, μα δε βγαίνει κανένας ήχος από το στόμα μου, για να σχηματιστούν λέξεις. Βλέπω τις μορφές να με πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο και η καρδιά μου βροντοχτυπά. Βροντοχτυπά δυνατά μέσα στο στήθος μου λες και θέλει να φύγει από το σώμα μου. Και πλησιάζουν με αυτήν τη σπασμωδική κίνηση. Πλησιάζουν. Με κυκλώνουν. Φωνάζω. Φωνάζω δυνατά να με βοηθήσει κάποιος και τότε… ξυπνάω».

«Και μετά;» ρωτάει η γυναίκα απέναντί μου.

«Μετά σκοτάδι. Σβήνουν όλα και χάνομαι για λίγο στις σκέψεις μου» απαντάω σαστισμένη.

«Μάλιστα» λέει σκεπτική. Σημειώνει γρήγορα κάτι στο ντοσιέ που κρατάει και έπειτα με κοιτάζει ξανά. «Άναμπελ, ίσως ήρθε η στιγμή να ξεκινήσεις μια θεραπεία.

Θα σε βοηθ–» δεν προλαβαίνει να τελειώσει αυτό που ήθελε να πει και της επιτίθεμαι γεμάτη θυμό.

«Δεν είμαι τρελή. Κάτι συμβαίνει. Κάτι συμβαίνει» επαναλαμβάνω ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω μου. Πλησιάζω και ακουμπώ τα πληγωμένα χέρια μου στο γραφείο. Σκύβω μπροστά και ανακτώ την ψυχραιμία μου.

«Αυτό το όνειρο… το όνειρο είναι ένας δολοφόνος μέσα στο κεφάλι μου» λέω και εξαφανίζομαι από το γραφείο της, αρπάζοντας την τσάντα μου και βροντώντας την πόρτα πίσω μου. Τελικά δεν ήμουν τόσο ψύχραιμη όσο νόμιζα.

Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά και ισιώνω τους ώμους μου, όσο γίνεται, βέβαια, γιατί ο τρόμος έχει φωλιάσει τόσο βαθιά μέσα στην ψυχή μου, που δε με αφήνει να σταθώ άφοβα στον έξω κόσμο. Περπατώ γρήγορα και κάθε τόσο κοιτώ πίσω μου, όταν περνάω κάτω από τις σκιές των δέντρων και των κτιρίων. Φοβάμαι εκείνα τα καταραμένα χέρια που μεταμορφώνονται σε αποκρουστικές μορφές. Ίσως εμφανιστούν στον πραγματικό κόσμο, ποιος ξέρει; Ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι δε θα με σύρουν στα σκοτάδια; Αυτά τα σκοτάδια που τόσο τρέμω, αλλά και που για μερικά λεπτά κάνουν την καρδιά μου να φτερουγίζει με ένα παράξενο συναίσθημα λες και αυτό το σκοτάδι ανήκει όντως μέσα μου. Ίσως αυτό είναι τελικά χειρότερο από τα ίδια τα χέρια... Αυτή η σκέψη με σκοτώνει τις νύχτες. Γυρίζει σαν φάντασμα μέσα στο μυαλό μου και με παροτρύνει να το αποδεχτώ. Να αποδεχτώ το σκοτάδι που με καλεί. Να το αγγίξω και να μην το φοβάμαι.

«Όλα θα τελειώσουν απόψε» μουρμουρίζω καθώς διασχίζω το πάρκο. Ένα δέντρο έχει γείρει απειλητικά προς το μέρος μου. Μοιάζει με τις τρομακτικές μορφές των ονείρων μου. Με κυνηγούν παντού. Θέλω να ξεφύγω από αυτόν τον εφιάλτη.

«Μ' ακούς; Όλα θα τελειώσουν απόψε» φωνάζω εκτός εαυτού στο ακρωτηριασμένο δέντρο που με κοιτά και σφίγγω δυνατά το δερματόδετο βιβλίο μέσα στα χέρια μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τελικά κατηφορίζω μέχρι το τέλος του δρόμου.

***

«Δε νομίζεις ότι είναι επικίνδυνο;» με ρωτά και κάθεται στο κρεβάτι μου.

Διστάζω για μια στιγμή. Για λίγο επικρατεί σιωπή ανάμεσά μας. Απλώς τον κοιτάω. Κοιτάω το αγόρι με τα αναμαλλιασμένα ξανθά μαλλιά και τα γκρίζα μάτια που ανησυχεί για εμένα.

«Μ' αγαπάς;» τον ρωτάω και τον πλησιάζω ακουμπώντας το βιβλίο στα πόδια μου. Γνέφει θετικά και κρατάει σφιχτά το χέρι μου μέσα στο δικό του. «Απόψε έχει νέα σελήνη. Δεν μπορούμε να το αναβάλλουμε άλλο. Αν μ' αγαπάς, θα με βοηθήσεις. Πρόσεξε, δεν πρέπει να δείξεις την αδυναμία σου» λέω και σηκώνομαι όρθια αποφασισμένη να ξεφύγω από τον εφιάλτη μου.

Ο Χένρι ξεφυσά καθώς με βλέπει να χαράζω στο δέρμα μου μια μικρή χαρακιά με το στιλέτο που κρατούσα. Με κοίταξε σαστισμένος. Ήξερα ότι φοβόταν, αλλά έπρεπε να ανοίξω μια πύλη στο σώμα μου για να απαλλαγώ από αυτό το σκοτάδι που με κυνηγούσε.

«Μόνο μια στιγμή θα είναι» μουρμουρίζει.

Έχω πολλές αμφιβολίες για αυτό που είχα ξεκινήσει, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος, θα ακολουθούσα όλα τα βήματα της τελετουργίας. Σβήνω τα φώτα και ανάβω τα μαύρα κεράκια γύρω μου. Ξαπλώνω στον φωτεινό κύκλο και περιμένω. Ο Χένρι πήρε στα χέρια του το σκονισμένο βιβλίο, που βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειας της Άναμπελ  εδώ και δεκαετίες και σπάει μία μία τις σφραγίδες, που ενώνουν τις σελίδες ψέλνοντας δυνατά. Ακριβώς τη στιγμή που τα μαύρα σύννεφα αποκαλύπτουν την ασημένια λάμψη του φεγγαριού, κάτι παράξενο αρχίζει να συμβαίνει. Τα κεράκια τρεμοπαίζουν και ένα απαλό αεράκι περνάει δίπλα του ψιθυρίζοντας:

«Όλους τους περιμένει αυτή η μία νύχτα, η πιο σκοτεινή».

Πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του. Δε βρισκόταν κανείς μέσα στο δωμάτιο. Ήταν μόνο αυτός και η Άναμπελ, που ήταν ξαπλωμένη. Μια νεκρική ωχρότητα έχει καλύψει το πορσελάνινο πρόσωπό της. Έτρεξε αμέσως κοντά της και την ταρακούνησε για να ξυπνήσει, αλλά αυτή εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητη με μάτια κλειστά και χείλη σφραγισμένα.

«Όχι» φώναξε απελπισμένα και γύρισε στο βιβλίο. Το ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο... Ξεφύλλισε τις σελίδες μέχρι που έσπασε άλλη μία σφραγίδα. Προσπαθούσε να μην ταραχτεί, αλλά ήταν αδύνατον. Η θλίψη είχε κλειδώσει μέσα του και έκανε τα δάκρυά του να τρέχουν καυτά επάνω στο βιβλίο. Ψέλνει ξανά πιο δυνατά. Και όσο περνούν τα δευτερόλεπτα και ο πόνος μεγαλώνει, ουρλιάζει σχεδόν τους ψαλμούς, ώσπου φευγαλέα άκουσε άναρθρα μουρμουρητά και είδε με την άκρη του ματιού του στους τοίχους μορφές. Αποκρουστικές μορφές, σαν αυτές που περιέγραφε η Άναμπελ πως έρχονται στα όνειρά της.

Έκλεισε απότομα το βιβλίο. Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβε ότι μόλις έκανε αυτό που τον προειδοποίησε η Άναμπελ να μην κάνει. Έδειξε πως ήταν αδύναμος. Έδειξε πως η αδυναμία του ήταν η αγάπη του για εκείνη. Ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει. Δεν είχε καθόλου αέρα μέσα στο δωμάτιο. Προσπάθησε να περπατήσει μέχρι το παράθυρο, για να αναπνεύσει, αλλά παραπάτησε και έπεσε κάτω. Τότε άκουσε καθαρά μια ανάλαφρη περπατησιά πάνω στο χαλί και την επόμενη στιγμή είδε την Άναμπελ ζωντανή. Ή σχεδόν ζωντανή. Ίσως να μην ήταν καν αυτή η Άναμπελ. Ήταν το σώμα της, αλλά χωρίς την ψυχή της. Η ψυχή της κοιμόταν κάπου όπου υπήρχε ψύχρα. Δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει πίσω. Το είδε στα μάτια της… Στα άλλοτε γαλανά μάτια της τώρα κυριαρχούσε το σκοτάδι, το απόλυτο και τρομακτικό σκοτάδι μιας νύχτας, που γυρεύει να τραφεί από ψυχές.

 

Μαρία Συλαϊδή

Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Κική