Τα Χριστούγεννα του Τρόμου, της Μάουρα Ρομπέσκου

Άνοιξα τα μάτια μου. Κάτι με είχε τραβήξει απότομα από τον ύπνο. Έστησα αυτί μέσα στο σκοτάδι και προσπάθησα να εντοπίσω τι ήταν εκείνο που με ξύπνησε.


Πριν δεν ξυπνούσα «ακόμα και αν βάραγαν κανόνια» έλεγε η μάνα μου. Μετά τη γέννα όμως ήταν λες και στεκόμουν στις παρυφές του ύπνου. Με το παραμικρό πεταγόμουν όρθια και έτρεχα στο δωμάτιο του μικρού μου. Ίσως γι’ αυτό ένιωθα συνέχεια κουρασμένη. Ο Πέτρος, αντίθετα, κοιμόταν σαν πέτρα, ακόμα και αν έπεφτε το σπίτι πάνω του.

Στην ενδοεπικοινωνία ακούγονταν ελαφριά θροΐσματα. Περισσότερο έμοιαζε με το φύσημα του αέρα. Έτριψα τα μπράτσα μου που πάγωναν. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Οι μετεωρολόγοι είχαν αναφέρει πως εκείνο το βράδυ θα χιόνιζε και μάλλον είχαν πέσει μέσα. Κατέβασα τα πόδια στο παγωμένο πάτωμα και τουρτουρίζοντας έψαξα να φορέσω τις χνουδωτές παντόφλες μου όταν τα φωτάκια στην ενδοεπικοινωνία τρεμόπαιξαν έντονα και μια κραυγούλα, όμοια με λυγμό, ακούστηκε. Ξέχασα τη χοντρή ρόμπα μου που ήταν ακουμπισμένη δίπλα από το κρεβάτι και έτρεξα ξυπόλητη στον διάδρομο. Τα φωτάκια που αναβόσβηναν από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τύφλωναν. Έφτασα έξω από την πόρτα του παιδικού δωματίου και ψαχούλεψα το χερούλι καθώς τα φωτάκια έσβησαν για μια ακόμα φορά, βυθίζοντας το σπίτι στο σκοτάδι.

Μπήκα στο δωμάτιο ακροπατώντας. Αν ο μικρός μουρμούριζε στον ύπνο του, δεν ήθελα να τον τρομάξω. Στην έκρηξη της λάμψης τον είδα να στέκεται όρθιος κρατώντας με τα στρουμπουλά χεράκια του το προστατευτικό κάγκελο της κούνιας. Το κεφαλάκι του ήταν στραμμένο προς την άλλη κατεύθυνση και το βλέμμα του καρφωμένο σε κάτι που είχε τραβήξει την προσοχή του.

Σκοτάδι! Η ανάσα μου είχε σκαλώσει ανάμεσα στα δόντια μου που κροτάλιζαν ρυθμικά.

Φως! Τα μάτια μου στράφηκαν στο σημείο που είχε τραβήξει την προσοχή του μωρού μου. Η γωνία δίπλα στο παράθυρο ήταν άδεια, το παράθυρο όμως ήταν μισάνοιχτο και η γαλάζια κουρτίνα φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν ιστιόπανο καραβιού.

Σκοτάδι! Δυο κόκκινοι κύκλοι με ατένιζαν από την γωνία. Ήταν άραγε της φαντασίας μου οφθαλμαπάτη που σχημάτιζε η βίαιη απώλεια φωτός ή κάποιο πλάσμα ήταν εκεί και με κοιτούσε;

Φως! Η γωνιά παρέμενε άδεια. Κανένα πλάσμα δεν κρυβόταν στις σκιές.

Πάτησα τον διακόπτη και τα σκοτάδια εξαφανίστηκαν. Έκλεισα βιαστικά το παράθυρο, απορώντας για το πώς είχε βρεθεί ανοιχτό. Ήμουν σίγουρη ή σχεδόν σίγουρη πως το είχα κλείσει. Αυτή η κούραση με έκανε να χάνω το μυαλό μου. Πήρα τον μικρό μου αγκαλιά και τον έφερα στο κρεβάτι μου.

Μέρες αργότερα και ενώ είχα ξεχάσει εκείνο το γεγονός, βρισκόμουν στην κουζίνα για να ελέγξω το φαγητό που θα σέρβιρα σε λίγο για τους καλεσμένους που θα έρχονταν για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων. Ο μικρός μου είχε κοιμηθεί από νωρίς και ο Πέτρος ντυνόταν. Η απαιτούμενη ενδοεπικοινωνία στεκόταν στον πάγκο δίπλα μου. Δεν αντιλήφθηκα από την αρχή το ψιθύρισμα. Το κάλυπτε ο ήχος του απορροφητήρα. Όταν τα λαμπάκια άρχισαν να αναβοσβήνουν σαν τρελά τράβηξε την προσοχή μου. Δεν περίμενα να ακούσω το κλάμα του μωρού. Κάτι μέσα μου μου έλεγε πως κινδύνευε. Έτρεξα με όλη μου την δύναμη προς το δωμάτιό του. Άνοιξα με φόρα την πόρτα, τόσο που χτύπησε με δύναμη στον τοίχο. Το φως από την κουζίνα έριχνε την σκιά μου στον απέναντι τοίχο έτσι που έμοιαζα με γιγάντιο τέρας.

Πάτησα με δύναμη τον διακόπτη, μα το μόνο που έγινε ήταν εκείνη η μικρή αστραπή που δείχνει πως η λάμπα έχει καεί. Η σκιά μου ανασάλεψε. Το παραμορφωμένο κορμί μου πλησίασε το παράθυρο. Το ορθάνοιχτο παράθυρο. Το χιόνι είχε στοιβαχτεί στο περβάζι.

Ο σκοτεινός εαυτός μου συστράφηκε.

Το μυαλό μου ούρλιαζε πως το φυσικό μου κορμί δεν είχε κουνηθεί ούτε χιλιοστό. Είχα μείνει παγωμένη σε εκείνη την θέση.

Η σκιά μου γύρισε και με κοίταξε με πυρωμένα μάτια. Δυο λαμπερούς κόκκινους κύκλους. Στο σκιασμένο πρόσωπο μου φάνηκε πως ξεχώρισα ένα χαμόγελο. Ένα δοντιασμένο, τρομακτικό χαμόγελο.

Το μυαλό μου ούρλιαζε σαν στριγκή σειρήνα. Τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι και είδα το πλάσμα να κρατά κάτι στα χέρια του. Πάνω από τον ώμο του ξεχώρισα το γλυκό προσωπάκι του γιού μου.

Κάθε αναστολή μου εξαφανίστηκε. Το σώμα μου ξεπάγωσε. Τα πόδια μου κάλυψαν με μεγάλες δρασκελιές τα ελάχιστα μέτρα που με χώριζαν από εκείνον που κρατούσε το μωρό μου.

Η σκιά γέλασε. Δεν θύμιζε σε τίποτα γέλιο αυτός ο ήχος. Ένας ήχος που έκανε τα αυτιά μου να πονέσουν, να ματώσουν. Έπειτα γύρισε προς την γωνιά και προχώρησε. Ο τοίχος μπροστά του ρευστοποιήθηκε. Η μπόχα σήψης εισέβαλε στα ρουθούνια μου σαν πυρωμένο τσουνάμι. Ζαλίστηκα. Λίγο έλειψε να χάσω τον βηματισμό μου και μαζί κι εκείνον. Έκανε ένα βήμα τρεκλό, έπειτα άλλο ένα και πέρασε ανάμεσα από τον λιωμένο τοίχο, παίρνοντας μαζί του και τον γιό μου. Δίχως δισταγμό άπλωσα το χέρι. Τα δάκτυλά μου γαντζώθηκαν πάνω σε γλιτσιασμένο ύφασμα. Δεν το άφησα. Κρατήθηκα από πάνω του και πέρασα την πύλη προς το άγνωστο.

Η ζέστη που με υποδέχτηκε ήταν τρομερή. Εκείνη η αηδιαστική μπόχα, γέμισε το στόμα. Κάθισε σαν λάσπη πάνω στην γλώσσα. Γλίστρησε στον λαιμό μου. Αναγούλιασα. Σπασμοί κατέβαλαν το στομάχι μου που άδειασε το ανύπαρκτο περιεχόμενό του. Η γεύση της χολής μπερδεύτηκε με την μπόχα του μέρους. Σκούπισα το στόμα με την αντίστροφη του χεριού μου και κάλυψα την μύτη και το στόμα με την μπλούζα μου. Και τότε…

Τότε διαπίστωσα πως είχα αφήσει το πλάσμα που κρατούσε το μωρό μου. Απελπισμένη κοίταξα ολόγυρα. Βρισκόμουν σε ένα μέρος που έμοιαζε να έχει φτιαχτεί από λάβα. Μαύρη πέτρα, με αιχμηρά δόντια, με περιτριγύριζε. Λάμψεις από φλόγα καθρεφτίζονταν πάνω της δημιουργώντας τρομακτικές σκιές. Το σπήλαιο που με κύκλωνε έμοιαζε ζωντανό. Παλλόταν, συστρεφόταν και άλλαζε συνεχώς θέση, λες και ήθελε να με τσακίσει ανάμεσα στις μυλόπετρές του.

Στο βάθος του σπηλαίου, σε μια αναλαμπή, είδα το πλάσμα. Ήταν στραμμένο προς τα εμένα και με κοίταζε. Κάθε τι ανθρώπινο σταματούσε στο ότι είχε δυο πόδια, δυο χέρια και ένα κεφάλι. Είχε σκεπάσει το κορμί του με μια κάπα και το κεφάλι με ένα σκούφο που έφερνε στου άγιου Βασίλη. Το κόκκινο χρώμα έμοιαζε καμωμένο από αίμα. Κάθε τι λευκό έμοιαζε πιτσιλισμένο από το ζωτικό υγρό κάποιου άτυχου πλάσματος. Το δέρμα του τραχύ και σκούρο. Τα χέρια μακριά, νευρώδη. Τα δάκτυλα γαμψά. Τα πόδια έμοιαζαν να έχουν κλειδώσεις σε παράξενα σημεία. Αυτό του έδινε κι εκείνο το τρεκλό περπάτημα. Το πρόσωπό του μακρύ και γωνιώδες. Τα δόντια σουβλερά, εξείχαν, από το δίχως χείλη, στόμα. Και τα μάτια… τα μάτια κόκκινα, έμοιαζαν να στάζουν κακία. Τα νύχια του μπήχτηκαν στο στρουμπουλό ποδαράκι του μωρού μου. Το αγόρι μου ούρλιαξε σπαρακτικά. Μια λαμπερή σταγόνα αίμα ανάβλυσε. Την ακολούθησαν κι άλλες, ισάριθμες με τα δάκτυλα. Κύλησαν πάνω στο λευκό δέρμα και έσταξαν στην μαύρη πέτρα του σπηλαίου που λες και τις γεύτηκε. Τις ρούφηξε μονομιάς. Έπειτα αναταράχτηκε και μούγκρισε. Ένα βαθύ, υπόκωφο μουγκρητό.

Το τέρας με το μωρό στα χέρια του μου χαμογέλασε κοροϊδευτικά και ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου τρέχοντας με εκείνο τον παράξενο τρόπο.

Το κλάμα του μωρού αντηχούσε στα μαύρα τοιχώματα. Ακολούθησα τον ήχο του. Το ανώμαλο έδαφος αναπηδούσε, λες και προσπαθούσε να με εμποδίσει. Άπλωνα τα χέρια να πιαστώ από τις αιχμηρές πλευρές του. Σαν λεπίδες έσχιζαν το δέρμα μου. Το αίμα κυλούσε στο διψασμένο σπήλαιο που γουργούριζε ικανοποιημένα. Γλιστρούσα σε κάθε βήμα, έπεφτα. Το κορμί μου γέμιζε πληγές. Το αίμα μου, φόρος στο αχόρταγο σπήλαιο. Και οι πλευρές του συρρικνώνονταν, στένευαν. Απειλούσαν να με συνθλίψουν ανάμεσά τους. Οι αγκίδες της οροφής σαν γαμψοδάκτυλα, άρπαζαν τούφες από τα μαλλιά μου. Τα τραβούσαν. Τα ξερίζωναν. Τα ρούχα μου κουρέλια πάνω στο γεμάτο πληγές κορμί μου. Οι παντόφλες μου είχαν χαθεί από ώρα και οι γυμνές πατούσες μου έγιναν βορά στα σαγόνια του εδάφους. Ο ιδρώτας που ανάβλυζε από κάθε πόρο μου μπερδευόταν με το αίμα, με τα δάκρια. Μα δεν σταματούσα. Το κλάμα του μωρού μου οδηγός μου που συνεχώς απομακρυνόταν. Χανότανε.

Βρέθηκα να μπουσουλώ. Το τεράστιο σπήλαιο είχε γίνει ένα στενό τούνελ που ίσα ίσα με χωρούσε. Λωρίδες από την σάρκα μου απέμεναν κρεμασμένες στα αγκυλωτά πλαϊνά του. Ούτε που κατάλαβα πότε με έφτυσε σε έναν άλλο χώρο, ένα κουρέλι, μασημένο και ματωμένο. Το κλάμα του μωρού μου είχε γίνει σιγανό αναφιλητό, αρκετό όμως για να με οδηγήσει κοντά του. Προχώρησα για λίγο μέχρι που η φωνή του μικρού μου έμοιαζε να έρχεται από κοντά. Το αφράτο χώμα που πατούσα ποτιζόταν από το αίμα μου. Οι σκουρόμαυρες λάμψεις έμοιαζαν να πληθαίνουν. Πελώριοι βράχοι ήταν σπαρμένοι εδώ κι εκεί. Σύρθηκα δίπλα σε κάποιον και κρυφοκοίταξα.

Ανάμεσα από τους βράχους υπήρχε ένα άνοιγμα. Φουσκάλες λάβας έσκαγαν και έλειωναν τα πάντα γύρω τους. Στις άκρες αυτής της ηφαιστειακής λίμνης δεκάδες πλάσματα στέκονταν. Ένα από αυτά ήταν ο δαίμονας που είχε φτάσει σπίτι μου. Εκείνος που είχε αρπάξει το αγόρι μου. Τα ρούχα του μια παρωδία του άγιου Βασίλη. Ένα λερό μούσι κρεμόταν από το πρόσωπό του. Ένα μούσι που τράβαγε και ξανατράβαγε καθώς ήταν στερεωμένο με λάστιχο. Χοροπηδούσαν όλοι μαζί με το παράξενο εκείνο λύγισμα που τους επέτρεπαν τα αρθρωτά πόδια τους. Είχαν αφήσει το μωρό μου παράμερα και είχαν αρχίσει ένα τσακωμό σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ήρθαν στα χέρια. Δίχως ενδοιασμούς ο ένας χτυπούσε τον άλλο. Τον έσπρωχνε μέχρι που εκείνος έπεφτε στην κοχλάζουσσα λίμνη, Το δέρμα του έλιωνε μέσα σε θρήνους και ουρλιαχτά. Έπειτα το θύμα σερνόταν με κόπο έξω από την λάβα. Το σώμα του ανασυντασσόταν με σπασμούς. Το δέρμα του αναγεννιόταν και έπαιρνε πάλι μέρος στην μάχη.

Τώρα ήταν η ώρα μου. Τώρα που κανείς δεν έδινε σημασία στο μωρό μου. Προχώρησα προσεκτικά. Με κάλυψη τους βράχους και την φασαρία που έκαναν οι δαίμονες έφτασα κοντά του. Είχε τα μάτια του κλειστά όμως το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Που και που ένας λυγμός αναστάτωνε τον ύπνο του. Στο λευκό δέρμα του ποδιού του ξεχώριζαν οι τρύπες από τα νύχια του δαίμονα. Τον πήρα αγκαλιά. Λες και κατάλαβε την μυρωδιά μου, κούρνιασε στο στήθος μου. Τα χεράκια του αγγίξαν την ξεσκισμένη σάρκα μου. Η ζεστασιά μου τον ηρέμισε. Το στοματάκι του κύκλωσε και άρχισε τις κινήσεις θηλασμού. Με προσεκτικές κινήσεις κρύφτηκα πίσω από τους βράχους. Έπρεπε να προχωρήσω γρήγορα. Πριν σταματήσει η μάχη των δαιμόνων. Πριν καταλάβουν πως το θήραμά τους είχε κάνει φτερά.

Η κάψα από την λάβα έκανε το δέρμα μου να σκάει, να ξεφλουδίζει. Τις πατούσες μου να φουσκαλιάζουν. Κάθε μου βήμα ήταν πηγή χιλιάδων πόνων, μα δεν σταμάτησα. Ακολούθησα το μονοπάτι που είχε χαράξει το αίμα μου. Μετά από ώρα που μου φάνηκε αιώνας έφτασα μπροστά στην ζωντανή σπηλιά. Είχε πάλι το κανονικό της μέγεθος. Η πύλη που με είχε φέρει εκεί αχνόφεγγε στο βάθος. Γινόταν ολοένα και πιο μικρή. Διέσχισα την σπηλιά τρέχοντας πάνω στο κοφτερό έδαφός της. Λίγες στιγμές πριν η πύλη κλείσει βούτηξα μέσα της.

Άνοιξα τα μάτια. Κοίταξα ολόγυρα. Το φως του ήλιου τρύπωνε ανάμεσα από τις κουρτίνες μου. Ο Πέτρος είχε σηκωθεί και με κοίταξε χαμογελώντας. Φορούσε ακόμη τις πιτζάμες του. Εκείνες με τους ταράνδους που του είχα κάνει δώρο τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Η ενδοεπικοινωνία σύριξε απαλά. Πετάχτηκα όρθια. Το κορμί μου έστειλε από κάθε σημείο του χιλιάδες πόνους. Έψαξα με προσοχή παντού μα κανένα σημάδι δεν σπίλωνε το δέρμα μου. Όνειρο, σκέφτηκα. Πόσο αληθοφανές;  


Προχώρησα, ζαλισμένη ακόμη από τον ύπνο, μέχρι το παιδικό δωμάτιο. Ο μικρός μου είχε ξυπνήσει. Μόλις με είδε άπλωσε τα χεράκια του. Τον σήκωσα απαλά, ενώ ο Πέτρος στεκόταν στην πόρτα. Ξάπλωσα το μωρό στην αλλαξιέρα και ετοιμάστηκα για την καθιερωμένη ιεροτελεστία. Πλύσιμο, άλλαγμα, τάισμα. Ένοιωθα ήδη τα στήθη μου βαριά από το γάλα. Τον ξεσκέπασα. Οι τρυπούλες, σκεπασμένες με ξεραμένο αίμα ξεχώριζαν πάνω στο στρουμπουλό μπουτάκι.


Με κομμένη την ανάσα, στράφηκα προς τον Πέτρο. Με χαμόγελο στα χείλη προχωρούσε στο βάθος του διαδρόμου. Τα βήματά του παράξενα. Τρεκλά. Κάτω από την πιτζάμα ξεχώρισα τις αρθρωτές κλειδώσεις που τρυπούσαν το ύφασμα.

Ούρλιαξα! 
 
Και το δωμάτιο γύρω μου άρχισε να διαλύεται, μέχρι που απέμεινε εκείνος ο εφιαλτικός κόσμος.
 
Μάουρα Ρομπέσκου