Η φονική δίπλα, του Σωκράτη Μπουζούκα

Τα Χριστούγεννα ήθελαν μόλις λίγα εικοσιτετράωρα για να φτάσουν και ο φούρνος της γειτονιάς δούλευε πυρετωδώς για να ετοιμάσει γλυκά για τις γιορτινές μέρες. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες ήταν τοποθετημένα με τάξη επάνω σε ταψιά και περίμεναν τους πελάτες που θα τα αγόραζαν. Έτσι και η δίπλα περίμενε με μεγάλη αγωνία τον πελάτη που θα την επέλεγε. Κόσμος μπαινόβγαινε στον φούρνο μα όλοι τους αγόραζαν τους μεγάλους της ανταγωνιστές. Η δίπλα όμως δεν το έβαζε κάτω. Είχε ξαπλώσει επάνω στο ταψί λες και βρίσκονταν σε παραλία. Ήταν χρυσαφένια, αφράτη με καμπύλες και προσπαθούσε να προσελκύσει τα βλέμματα των πελατών σαν ένα όμορφο μοντέλο ώστε να την προτιμήσουν. Επάνω της άπλωνε μέλι όπως οι λουόμενοι το καλοκαίρι που βάζουν αντηλιακό για να μην καούν από τον ήλιο. Μάταια όμως. Ο κόσμος δεν έδειχνε να συγκινείτε από τις ικανότητες της σαν μοντέλο. Μάλιστα τους άκουγε που συζητούσαν για τους δυο μόνο ανταγωνιστές της με τέτοια λόγια λες και η ίδια δεν υπήρχε εκεί. Σαν να μην ήταν και αυτή γλυκό των Χριστουγέννων. Θύμωσε τόσο που αποφάσισε να αναλάβει δράση. Πήγε και άλλαξε τις τιμές που αναγράφονταν σε ταμπέλες. Ανέβασε τις τιμές στους μισητούς της αντιπάλους και χαμήλωσε την δικιά της τιμή. Περίμενε ότι αυτό το σχέδιο θα δούλευε. Όμως δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως τα περίμενε. Μεγάλες ποσότητες κουραμπιέδων και μελομακάρονων συνέχιζαν να φεύγουν ενώ οι δίπλες παρά την χαμηλή τιμή παρέμειναν στα αζήτητα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε αποτύχει ξανά.

«Βρε αναθεματισμένοι, αν αγοράσετε εμένα θα κάνετε οικονομία στο πορτοφόλι σας» φώναξε θυμωμένα.
 
 
Αλλά κανένας δεν τις έδωσε σημασία. Παραμονή Χριστουγέννων και οι κίνηση στην αγορά αυξήθηκε για τα τελευταία ψώνια για το τραπέζι του ρεβεγιόν. Ο Κόσμος έμπαινε γρήγορα στον φούρνο για να προμηθευθεί γλυκά. Η κακομοίρα ήταν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Δεν θα ξέμενε εδώ στον φούρνο μέχρι να πεταχτεί στα σκουπίδια. Όχι η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Το πεπρωμένο της ήταν να βρίσκεται στο εορταστικό τραπέζι και να γίνει η βασίλισσα του επιδορπίου και οι καλεσμένοι να λένε πόσο ωραίο γλυκό έφαγαν. Σηκώθηκε από το ταψί χωρίς να τραβήξει την προσοχή των πελατών και των υπαλλήλων που δούλευαν στο φούρνο και κρύφτηκε κοντά στην ζυγαριά. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή το νέο της σχέδιο. Η δίπλα περίμενε υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή όταν ένας πελάτης μπήκε φουριόζος μέσα στον φούρνο λίγη ώρα πριν κλείσει και ζήτησε από την υπάλληλο με τα όμορφα μάτια να του βάλει από ένα κιλό από τους εχθρούς της που της έκλεβαν την ευκαιρία για μια μεγάλη καριέρα στο εορταστικό τραπέζι. Πλησίασε σιγά σιγά πίσω από την κοπέλα που άφηνε όσα μελομακάρονα περίσσεψαν στο χέρι της αφού το βάρος του κουτιού είχε φτάσει στο κιλό που επιθυμούσε ο πελάτης. Δεν την πρόσεξε ούτε ο πελάτης γιατί φλερτάριζε με την όμορφη πωλήτρια και τα μάτια του ταξίδευαν στις καμπύλες της. Η κοπέλα προσπαθούσε να τον εξυπηρετήσει χωρίς να του δώσει δικαιώματα. Εκείνο το χρονικό διάστημα εκμεταλλευτικέ η δίπλα που πήδηξε μέσα στο κουτί. Χαρούμενη έβλεπε δευτερόλεπτα μετά να κλείνει το κουτί. Επιτέλους τα κατάφερνε έστω και με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να φύγει από τον φούρνο.

«Ε κοπελιά αυτός εδώ δεν είναι μαζί μας. Βγάλε τον έξω» ακούγονταν οι δεκάδες φωνές διαμαρτυρίας των μελομακάρονων. Μάταια όμως. Κανείς δεν τα άκουγε.

Η δίπλα τους απαντούσε θυμωμένα

«Βγάλτε τον σκασμό» Σύντομα ξέσπασε ένας μεγάλος καυγάς μέσα στο κουτί τον οποίο ο πελάτης δεν πήρε καθόλου είδηση ενώ πλήρωνε. Χωρίς να χάνει χρόνο κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αμάξι του. Σε λίγο θα είχαν στο σπίτι καλεσμένους για το ρεβεγιόν. Ήταν ζοχαδιασμένος που το φλερτ του δεν βρήκε ανταπόκριση από την όμορφη πωλήτρια. Έφτασε σπίτι και παρέδωσε τα κουτιά με τα γλυκά στην γυναίκα του και πήγε να χαιρετίσει τους καλεσμένους τους. Μετά την γαλοπούλα είχε έρθει η ώρα του γλυκού. Η οικοδέσποινα πήγε να ετοιμάσει τις πιατέλες με τα γλυκά. Όμως μια άσχημη έκπληξη την περίμενε. Στο κουτί με τα μελομακάρονα βρίσκονταν μια δίπλα. Φώναξε διακριτικά τον άνδρα της για να του το πει.

«Βρε ξεμωραμένε, πάλι σαλιάριζες με καμιά πωλήτρια; Κοίτα τι σου έβαλαν» και του έδειξε τη δίπλα.

Ο σύζυγος έδειχνε έκπληκτος. Μεσα του όμως ήταν χαρούμενος γιατί πίστευε ότι η πωλήτρια το έκανε επίτηδες, για να τον αναγκάσει να ξαναπεράσει από τον φούρνο.

Άρα είχαμε επιτυχία με την ομορφούλα σκέφτονταν.

«Ίσως να έκανε λάθος η κοπέλα μην γκρινιάζεις μέρες που είναι! Γλυκό είναι και αυτό. Θα το φάει κάποιος μην αγχώνεσαι. Φέρε το στο τραπέζι».

Η οικοδέσποινα έφερε τρεις πιατέλες. Στην μία βρίσκονταν μονάχη της η δίπλα χαρούμενη και σίγουρη ότι σύντομα το όνειρο της θα γίνονταν πραγματικότητα. Όμως μόλις έφτασε στο τραπέζι άρχισαν τα σχόλια που δεν την κολάκευαν.

«Για τα Χριστούγεννα προτιμώ μόνο κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Οι δίπλες είναι ένα πράγμα ντυμένο γλυκό» Τα μάτια της θυμωμένης δίπλας έπεσαν στο άτομο που το ξεστόμισε πρώτα και μετά σε όλους τους άλλους που συμφώνησαν. Η οργή της ξεχείλισε. Ποτέ δεν την πρόσβαλαν με αυτό τον τρόπο. Τα γέλια από τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα χτυπούσαν άσχημα στα αυτιά της που την κοροϊδεύανε. Ένιωσε τόσο χάλια εκείνη την στιγμή. Τότε φώναξε οργισμένα προς τους ανθρώπους γιατί αυτοί μίλησαν άσχημα για αυτήν δίνοντας δικαίωμα στους ανταγωνιστές της να την χλευάζουν

«Θα σας πιω το αίμα με χάρτινο καλαμάκι ρε αλήτες».

Το ρεβεγιόν τελείωσε και όλοι πήγαν για ύπνο. Εκτός από έναν. Την δίπλα που σηκώθηκε από την πιατέλα της και πλησίασε τον πάγκο της κουζίνας. Εκεί πήρε από τη στοίβα με τα πλυμένα μαχαιροπίρουνα το μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποίησαν οι οικοδεσπότες για το κόψιμο της γαλοπούλας. Πλησίασε το υπνοδωμάτιο του ζευγαριού τρίζοντας με μίσος τα δόντια της ενώ παράλληλα στριφογύριζε το κοφτερό μαχαίρι επιδέξια στα δάκτυλα της.

«Ένα πράγμα ντυμένο γλυκό ε;»

Την επόμενη μέρα οι φίλοι τους ανησύχησαν αφού είχαν κανονίσει να πάνε στο καζίνο. Παρά τις δεκάδες κλήσεις στα κινητά τους και στο σταθερό αυτοί δεν απαντούσαν. Κάλεσαν την αστυνομία η οποία έφτασε μπροστά σε μια σκηνή άγριου εγκλήματος. Τα πτώματα των δυο άτυχων ήταν κατακρεουργημένα αλλά χωρίς ίχνος αίματος στο σώμα τους. Ο αστυνόμος Αναστάσιος πρώτη φορά έβλεπε ένα τέτοιο έγκλημα στην μέχρι τώρα καριέρα του. Τον κάλεσαν εσπευσμένα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να φάει. Πεινούσε σαν λύκος. Καθώς ερευνούσε το σπίτι είδε στο τραπέζι όπου χτες το ζευγάρι πέρασε το τελευταίο του ρεβεγιόν την πιατέλα με την δίπλα. Ο αστυνόμος δεν άντεξε στον πειρασμό και την έπιασε να την φάει. Έριξε μερικές ματιές να μην τον δει κανείς και άπλωσε το χέρι του αρπάζοντας την. Έδωσε μια δαγκωνιά και μια γλυκιά γεύση γέμισε το στόμα του. Ένιωσε στο χέρι του να κυλάει το σιρόπι σαν ποτάμι. Πήρε μια χαρτοπετσέτα για να καθαριστεί. Όταν αντίκρισε το χρώμα του σιροπιού τα έχασε. Ήταν κόκκινο σαν αίμα.