Χρωματιστοί Κόσμοι (Κεφάλαιο 1)

«Η χθεσινή μέρα ξεκίνησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην υπόγεια πόλη μας. Σε όλα τα σπιτικά αυτή τη στιγμή γίνεται λόγος για την επίσκεψη της δεσποινίδος Βερονίκης Ντιν. Η δόκτωρ έστρεψε όλα τα βλέμματα επάνω της ευθύς αμέσως μόλις έβγαλε το πόδι της έξω από το ιπτάμενο όχημα της και πάτησε στην ταπεινή μας γη. Η εμφάνισή της δε θα μπορούσε παρά να είναι φανταχτερή όπως πάντα. Φορούσε ένα κατακόκκινο μακρύ φόρεμα, όμοιο με βασίλισσας ή μάλλον καλύτερα με δούκισσας, αν συλλογιστούμε το στενό κορσέ της που σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητος. Μία χρυσή εσάρπα συνόδευε το αριστοκρατικό της φόρεμα και ταίριαζε απόλυτα με τα τόσο ψηλά- που πραγματικά δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου πάνω τους να περπατά- γοβάκια της. Το πιο ξεχωριστό κομμάτι όμως πάνω της ήταν η περίτεχνη κόμμωσή της. Απ’ ότι έχει φανεί κι από παλαιότερες επισκέψεις, όλες οι μεγάλες κυρίες του Γαλάζιου Κόσμου σπαταλούν πολύ χρόνο και χρήμα, για να πετύχουν εντυπωσιακές κομμώσεις. Η κόμμωση της δεσποινίδος Ντιν ξεπέρασε ίσως και την αξέχαστη κόμμωση της κυρίας Τζέιν, που μας είχε τιμήσει με την παρουσία της τον περασμένο μήνα. Πράγματι ο καταπράσινος και τεράστιος, σχηματισμένος από το ίδιο το μαλλί της δεσποινίδος, φιόγκος εντυπωσίασε τους πάντες.

Ωστόσο, επειδή εμάς τους πολίτες της Σκοτεινής Πόλης δεν μας ενδιαφέρουν μόνο οι φλυαρίες κι οι ανούσιοι σχολιασμοί γύρω από τις κοσμικές εμφανίσεις, αντί παραπάνω περιττών εξωτερικών περιγραφών, θα ήταν προτιμότερο να σταθώ με το άρθρο μου αυτό στον σκοπό της επίσκεψης της δεσποινίδος Ντιν.

Η αλήθεια είναι πως η δεσποινίς Βερονίκη είναι μία πολύ νέα γυναίκα, μόλις είκοσι έξι ετών -όπως η ίδια έχει δηλώσει- και παρά τις λίγες εμφανίσεις της έχει ήδη γίνει πολύ αγαπητή σε όλους μας, λόγω των σπουδαίων θεμάτων που θέτει συχνά προς συζήτηση και κυρίως λόγω του δικού της μοναδικού τρόπου που τα προσεγγίζει, μέσα από μια ματιά επαγγελματική μα καθόλου ψυχρή, που υποθέτω πως αρμόζει σε μια καταξιωμένη ψυχολόγο-ψυχίατρο. Το θέμα που έθεσε αυτή τη φορά ήταν ένα θέμα που μας άγγιξε όλους, καθώς αισθανθήκαμε προφανώς ότι μας αφορούσε άμεσα. Εκεί στον ψηλό βράχο, που συνηθίζουν να βγάζουν λόγο όλοι οι σοφοί της εποχής μας, η δεσποινίς Βερονίκη μας μίλησε για τη ζωή μα πιο πολύ για την ψυχική υγεία της τέως Έλενας Ξιν και νυν Λένυς, συζύγου του γνωστού επιστήμονα Βίνσεντ Γουίνου.

Η Έλενα, όπως όλοι συνηθίζαμε να τη φωνάζουμε, πριν μεταβεί ύστερα από παρότρυνση και γραπτή αποδοχή των γονέων της στον Γαλάζιο Κόσμο, ήταν μια αρκετά ατίθαση νέα, που ουκ ολίγες φορές είχε δημιουργήσει προβλήματα στον εκπαιδευτικό χώρο, που προσπάθησε να τη μορφώσει. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να σας θυμίσω με λεπτομέρειες το τελευταίο σκηνικό με τη φωτιά που προκάλεσε μέσα στο ίδιο της το σπίτι και που συνέβαλε οριστικά στην τόσο δύσκολη απόφαση των γονέων της να την αποχωριστούν. Μετά από εκείνη τη σκοτεινή μέρα, όταν ήρθαν οι γιατροί στην πόλη μας για να τη μεταφέρουν, πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι να τη δούμε, παρά τις πολλές παρακλήσεις των συγγενών της αλλά κι όλων μας. Ήταν πριν από έναν μήνα, που η γνωστή πλέον ως Λένυ Γουίνη ήρθε στην πόλη, όπου γεννήθηκε μετά του συζύγου της Βίνσεντ. Ωστόσο, η θέα της ήταν αρκετά ανατριχιαστική. Δεν έφταιγαν τα ανοίκεια σε εμάς λεοπάρ ρούχα της ούτε τα μοβ πολύ μακριά μαλλιά της. Μια τέτοια εμφάνιση ήταν αναμενόμενη εξάλλου τώρα που έχει γίνει μια κυρία του Γαλάζιου Κόσμου. Αυτό που δεν περίμενε κανείς μας όμως ήταν η ατελείωτη κι αβάσταχτη για τους δικούς της ανθρώπους σιωπή. Η Λένυ, λες κι ήταν άλλος άνθρωπος, δε μίλησε σε κανέναν. Δεν έβγαλε ούτε μία λέξη από το στόμα της. Έκανε τη συνηθισμένη βόλτα στο εμπορικό μας κέντρο μαζί με τον σύζυγό της κι επέστρεψε σύντομα στο όχημα της, για να πάρει τον δρόμο του γυρισμού. Οι γονείς της πίστεψαν πως δεν τους είχε αναγνωρίσει και τότε ήταν που μεγάλωσε η ανησυχία τους, που έσβησε κάθε ελπίδα τους. Αγαπητοί μου συμπολίτες, είναι χρέος όλων μας να τους κατανοήσουμε και να τους συμπαρασταθούμε. Σκεφτείτε τον προβληματισμό σας και το άγχος σας, αν παίρνατε την απόφαση να στείλετε το ίδιο σας το παιδί στον άγνωστο κόσμο που υπάρχει έξω από εμάς, με σκοπό να του εξασφαλίσετε τη σωτηρία κι αντί αυτού βλέπατε μετά από χρόνια ένα αγνώριστο πλάσμα, που μοιάζει υπνωτισμένο και χαμένο, βυθισμένο ίσως σε σκέψεις που ποτέ δε θα μάθουμε.

Η δεσποινίς Βερονίκη Ντιν είχε χθες λοιπόν την καλοσύνη να μας μιλήσει για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η Λένυ Γουίνη, ώστε να μας λυθούν οι απορίες για την ακατανόητη συμπεριφορά της. Η δεσποινίς Βερονίκη καθότι είναι η ψυχολόγος, που παρακολουθεί τη Λένυ εδώ και τέσσερα χρόνια έχει αναπτύξει μια αρκετά ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη θεωρία, την οποία θέλησε να μοιραστεί μαζί μας. Με βάση τον λόγο της, η Λένυ πάσχει από μια ψυχωτική ασθένεια, γνωστή ως σχιζοφρένεια. Είναι κάτι το οποίο προϋπήρχε πριν μεταβεί στον Γαλάζιο Κόσμο κι η δεσποινίς Βερονίκη τόνισε την επικινδυνότητα αυτής της ασθένειας, καθώς και την τύχη των γονιών της Έλενας, οι οποίοι δε βρέθηκαν αντιμέτωποι με κάτι χειρότερο από μια απλή φωτιά. Η σχιζοφρένεια είναι μια πολύ ύπουλη ασθένεια, που προκαλεί διαταραχές στη συμπεριφορά του πάσχοντος κι είναι πιθανό να δημιουργήσει ακόμη και παραισθήσεις με αμφίβολες αντιδράσεις. Σύμφωνα με αυτό, η Έλενα θα μπορούσε να έχει προκαλέσει πολύ κακό στους δικούς της ανθρώπους εξαιτίας πιθανών παραισθήσεων. Η δεσποινίς Ντιν μας διαβεβαίωσε ότι η Λένυ έχει ηρεμίσει αρκετά, αλλά βρίσκεται συχνά υπό την επήρεια φαρμάκων και φυσικά υπό την επιτήρηση του συζύγου της, ο οποίος την αγαπά πολύ και τη φροντίζει διαρκώς. Η διάγνωση λοιπόν βγήκε. Η Λένυ Γουίνη είναι ψυχωτική! Όπως σε κάθε άρθρο μου θα ήθελα να θέσω έναν προβληματισμό στο κοινό που διαβάζει, σκέφτεται κι αναρωτιέται. Τι είναι άραγε ο ψυχωτικός άνθρωπος; Μήπως τελικά ψυχωτικός είναι αυτός, που ανακάλυψε τι συμβαίνει έξω από τα όρια της λογικής, που κάποιοι άλλοι έθεσαν για εμάς; Μήπως η λέξη τρέλα είναι συνώνυμη μιας αδιανόητης αλήθειας που όλοι εμείς οι υγιείς άνθρωποι αγνοούμε με τόση αφέλεια;

Ρεπορτάζ από την Αλίκη Ρόουζ».

            Η Αλίκη έβγαλε τα μεγάλα, στρογγυλά, μαύρα γυαλιά της κι έτριψε τα μάτια της. Είχε περάσει δυο ολόκληρες ώρες μπροστά από τη γραφομηχανή της κι είχε ακόμη αρκετή δουλειά. Έπρεπε να γράψει άλλο ένα κείμενο με τα καθημερινά και κάπως συνηθισμένα -που όμως ποτέ κανένας δε βαριόταν να διαβάζει- νέα της πόλης. Ύστερα, έπρεπε να παραδώσει τα κείμενά της για τυχόν διορθώσεις και σα να μην έφταναν όλα αυτά όφειλε να μπει και στον χώρο του φωτογραφείου, για να εμφανίσει όλες τις φωτογραφίες της δεσποινίδος Βερονίκης Ντιν, που είχαν τραβηχτεί, και να επιλέξει τις καλύτερες, ώστε να τις παραπέμψει στον χώρο της εκτύπωσης μαζί με τα διορθωμένα της κείμενα. Κανονικά η εμφάνιση των φωτογραφιών δεν ήταν δική της δουλειά. Έλειπε όμως η Άννα, που ήτα υπεύθυνη. Μια βαριά γρίπη την είχε καθηλώσει στο κρεβάτι για πάνω από δέκα μέρες. Πλέον όποιος αρθρογραφούσε ετοίμαζε και τις αντίστοιχες φωτογραφίες που θα συνόδευαν το άρθρο του, υπερβαίνοντας αναγκαστικά το εργασιακό του ωράριο για να τα προλάβει όλα.

            Η Αλίκη ήταν δημοσιογράφος κι αρθρογράφος τα τελευταία έξι χρόνια στη Σκοτεινή Πόλη. Κι η αλήθεια ήταν πως τα πήγαινε πολύ καλά. Σε όλους άρεσαν τα άρθρα της, ειδικά αυτά που καυτηρίαζαν γεγονότα και καταστάσεις. Πράγματι η νεαρή δημοσιογράφος είχε την τάση να γράφει με έντονο συναίσθημα και να γεμίζει τις σελίδες της τοπικής εφημερίδας με ενδιαφέρουσες και κάποιες φορές προκλητικές ιδέες. Αυτό άρεσε πολύ στον κόσμο και  της είχε προσφέρει αμέτρητες ώρες δουλειάς και φυσικά έναν αρκετά καλό μισθό. Παρόλο όμως που λάτρευε τη δουλειά της και χάρη σε αυτή είχε μια καλή ζωή, το τελευταίο διάστημα ένιωθε να κουράζεται πολύ.

            Άνοιξε τη χρυσή ταμπακέρα της κι έβγαλε ένα λεπτό και μακρόστενο καφέ τσιγάρο παρόμοιο με μικρό πουράκι. Το άναψε με ένα σπίρτο και τράβηξε μια βαθιά κι απολαυστική ρουφηξιά. Ένιωσε αμέσως το αίμα που είχε συσσωρευτεί στο πάνω μέρος του κεφαλιού της και κόντευε να πήξει, να κατεβαίνει προς τα κάτω και να απλώνεται σε όλο το κεφάλι της κι έπειτα σε ολόκληρο το σώμα της. Πάντα το κάπνισμα τη βοηθούσε να χαλαρώσει. Χωρίς να πολυσκεφτεί ότι ήταν νωρίς το μεσημέρι και θα μπορούσε να μπει κάποιος στο τυπογραφείο, μάζεψε στην άκρη ότι χαρτούρα υπήρχε πάνω στο γραφείο της κι άπλωσε τα πόδια της πάνω στο έπιπλο καθίζοντας ακόμη πιο αναπαυτικά, βουλιάζοντας μέσα στην άνετη και μεγάλη, μπλε καρέκλα της. Το μόνο που της έλειπε ήταν ένα γυάλινο ποτήρι με παγάκια κι αλκοόλ. Ακόμη και χωρίς αυτό θα μπορούσε να χαλαρώσει για λίγα λεπτά και να επιστρέψει μετά στη δουλειά της. Έριξε το κεφάλι της πίσω, αφήνοντας να παραλύσει κάθε μυς του λαιμού της, κι έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να ρουφήξει ότι είχε απομείνει από το τσιγάρο της και νιώθοντας το γλυκό κάψιμο να γαργαλάει το λαιμό της και να φτάνει μέχρι τη μύτη της. Της άρεσε να καταπίνει τον καπνό και να αφήνει ένα μέρος του να βγαίνει από τα κοκκινισμένα ρουθούνια της.

            Μέσα σε αυτή την εσωτερική της ηρεμία άκουσε το άνοιγμα της πόρτας, το οποίο από μόνο του δεν θα ήταν ικανό να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η φωνή του άνδρα, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από την πόρτα και την κοίταζε όμως δεν θα μπορούσε να την αφήσει αδιάφορη.

«Το κάπνισμα βλάπτει την υγεία σου γλύκα».

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, ξένε!»

Ένα χαμόγελο αμυδρής ικανοποίησης ξέφυγε στον άνδρα που στεκόταν απέναντι της. Την πλησίασε. Στάθηκε από πάνω της κι έριξε μια κλεφτή ματιά στο άρθρο, που είχε ετοιμάσει. Η ματιά του έγινε πιο καθαρή και πιο προσηλωμένη στη θέα των γυμνών, απλωμένων και σίγουρα καλλίγραμμων ποδιών της που ξεπρόβαλαν από το σκίσιμο της μακριάς, μπεζ φούστα της. Η Αλίκη ένιωσε να απολαμβάνει τον ερωτισμό, που είχε αρχίσει να αιωρείται τόσο έντονα στην ατμόσφαιρα. Χωρίς να αισθανθεί ίχνος αμηχανίας συνέχισε να επιδεικνύει τα πόδια της απροκάλυπτα. Ο Πήτερ με μια απότομη κίνηση της κατέβασε τα πόδια, κάπως άτσαλα, από το γραφείο. Διέκοψε με αυτή την αντίδραση ό,τι υπήρχε εκεί στο πίσω μέρος του μυαλού και των δύο, διστάζοντας να ειπωθεί. Ο δισταγμός βέβαια δεν αποτελούσε ποτέ κομμάτι του χαρακτήρα της Αλίκης. Εκείνη την ώρα όμως προτίμησε να αφήσει τα πράγματα όπως είχαν, γιατί βρισκόντουσαν στο τυπογραφείο με φόρτο εργασίας να τους περιμένει.

            Ο Πήτερ είχε ήδη αρχίσει να διαβάζει το άρθρο της ψιθυριστά κι εκείνη περίμενε υπομονετικά να ακούσει τα σχόλιά του.

«Πολύ καλό, αλλά δεν σβήνεις την τελευταία πρόταση; Καλύτερα να πάψεις να υπονοείς πράγματα για τον Γαλάζιο Κόσμο».

«Δεν θα αλλάξουμε τίποτα. Το άρθρο θα μείνει όπως είναι».

«Δεν περίμενα να ακούσω κι άλλη απάντηση είναι η αλήθεια. Ελπίζω μόνο να μην σε καταστρέψει αυτό το πείσμα σου κάποια μέρα».

«Θα έχω εσένα να με προστατεύεις».

«Δεν το ήξερα ότι ανέχεσαι από ξένους να σε προστατεύουν»

Ακούμπησε το άρθρο πάνω στο γραφείο ακριβώς στη θέση που το είχε βρει, πλάι δηλαδή στη γραφομηχανή, και δίχως να κάνει τον παραμικρό μορφασμό γύρισε την πλάτη του να φύγει, κατευθυνόμενος προς το δικό του γραφείο, στο διπλανό δωμάτιο. Τα δυο γραφεία χωριζόντουσαν από μια διάφανη τζαμαρία, που επέτρεπε στους δύο νεαρούς εραστές να ανταλλάζουν συχνά βλέμματα όλο υποσχέσεις, που όμως παρέμεναν τελικά αδιευκρίνιστες, κρυμμένες πίσω από την επιφανειακή συναδελφική και φιλική σχέση, που εξακολουθούσαν να τηρούν ενώπιον όλων.

Ήταν τώρα η δική της σειρά να αισθανθεί ένα κάποιο αίσθημα ικανοποίησης. Τον είχε πειράξει το σχόλιο της περί ξένου κι ας ήταν αλήθεια πως τον τελευταίο καιρό είχε εξαφανιστεί από τη ζωή της. Της άρεσε που τον είχε ενοχλήσει. Ήταν ο τρόπος του να της δείξει ότι ενδιαφερόταν γι’ αυτήν. Πάντα μεταξύ τους είχαν έναν ιδιαίτερο κώδικα, για να καταλαβαίνουν ο ένας τα συναισθήματα του άλλου. Αυτού του είδους η σχέση, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, δεν ήταν τόσο φυσιολογική ούτε ιδιαίτερα ονειρεμένη, τους άφηνε όμως την ελευθερία, που κι οι δυο τους είχαν ανάγκη, για να μην καταπιέζουν τους εκρηκτικούς χαρακτήρες τους, τα ανεξάρτητα κι ανήσυχα πνεύματά τους.

 Μαρίτα Τυράκη