τον καλόν τον τραγωδιάνον, τη γεράς ιμ τον γιατρόν...»*
Δεκαπενταύγουστος 1914
Ξημέρωνε η Χάρη της Παναγιάς, μέρα γλυκιά, ζεστή, γιορτινή. Στο ταπεινό αγροτόσπιτο της Κουνάκας, το παλικάρι στεκόταν όρθιο, φορώντας τη ζίπκα του, και η μεσόκοπη γυναίκα, ανεβασμένη σε σκαμνί για να τον φτάνει, του έδενε στο κεφάλι το πασλούκ – ήταν ο Σάββας, το μικρό αγόρι εκείνης της βραδιάς, που είχε γίνει πια τώρα είκοσι χρονώ...
«Λελεύω σε εγώ, παίδα μ’!» του είπε τρυφερά με καμάρι η γυναίκα, μόλις τέλειωσε το δέσιμο και κατέβηκε από το σκαμνί. «Πολλά γιοσμάς εγέντς και ποϊλής! Άμον ψηλόν ραχίν...»
«Ε, μανίτσα μ', εφάισές με πολύν εγάπ’, για τ’ ατό ένουμνε αείκος!» της απάντησε γλυκά ο γιος της, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του μια στιγμή. «Έλα, πάμ’ ατώρα, θ’ αναμέν’νε μας!» πρόσθεσε, και βγήκαν οι δυο τους έξω στην αυλή, όπου η υπόλοιπη οικογένεια φόρτωνε το κάρο τους.
«Αχά ο γαμπρόν!» έκανε εύθυμος ο πατέρας του, βλέποντάς τον να ξεπροβάλλει από το σπίτι, έτσι λεβέντης πολύ και στολισμένος. «Άντε, Σάββα μ’, και τη χρόνου με τη γαρή σ’ εντάμαν σην Παναΐαν!»
«Ο Θεός εξέρ’, Μανουήλ ιμ, ατός πα θα ευρίκ’ είναν καλόν κορίτσ’ για το παλικάρ’ εμούν...»
«Ε, νέψα Λισάφ’, ο Θεόν μαναχόν ’κι κανείται!» αντιγύρισε ο κυρ Μανουήλ και στράφηκε με νόημα στον μεγάλο γιο του: «Ρίζα μ’, εξέρς ντο λέει η τραγωδία; Έντεκα κι εννέα είκοσ’, οφέτος εμ’ αείκος/ και κυνηγώ τα κόρτσοπα άμον άγριος λύκος...»
«Μω σε, έριφ**, τσούρα το στόμα σ’! Κοινωνίαν θα παίρς!» τον μάλωσε η κυρά Λισάφη, κι ύστερα ξεκίνησαν σιγά – σιγά όλοι μαζί για το μοναστήρι...
***
Σκαρφαλωμένη στον ψηλό της βράχο, η μεγάλη μάνα των Ποντίων, η Παναγία η Σουμελά, περίμενε για άλλη μια χρονιά τα παιδιά της να έρθουν απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του Πόντου και όχι μόνο, για να γιορτάσουν την κοίμηση και τη μετάστασή της στους ουρανούς δίπλα στον Υιό της. Όσοι έρχονταν από τα κοντινά χωριά, άφηναν τα κάρα και τα υποζύγιά τους στο ίσιωμα και ανηφόριζαν πεζή σιγά – σιγά, ενώ όσοι είχαν έρθει από πιο μακριά και διέμεναν στα καταλύματα της μονής, χωρισμένοι ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους, έβγαιναν κι αυτοί και συγκεντρώνονταν στην αυλή του μοναστηριού. Η λειτουργία άρχισε, κι ο Σάββας προσπαθούσε να ακούσει τα ιερά λόγια, όμως τα αυτιά του τα εμπόδιζαν τώρα πια τα μάτια του, που τα ’χε κεντρίσει η αιθέρια, ψηλή και λυγερή φιγούρα ενός κοριτσιού λίγο πιο πέρα κι είχαν άθελά τους προσηλωθεί απάνω της, ήταν δεν ήταν δεκαέξι ετών...
«Σόνια μ’... Ατός ’κ' εν’ ο μουχτάρς ο κοτζά Ομέρ ο Εμφιετζίδης α ση Λιβεράν με την φαμελίαν ατ;» έσκυψε και ρώτησε την τρανέσα του, που έστεκε στο πλάι του μαζί με τον άντρα της και τα δυο μικρά παιδάκια της, δείχνοντας με το πιγούνι του προς το κορίτσι και τους ανθρώπους που τη συνόδευαν.
«Ναι, ποσά μ’, ατός εν'! Η θεγατέρα τ’ η Αρετή πολλά ετράνυνε, το κορτσόπον, έμορφος άμον νεραΐδή έντονε... Νασάν ατόν που θα παίρ’ ατέν!» σχολίασε η Σόνια και τα δυο αδέλφια εισέπραξαν τότε ένα έντονο νόημα απ’ τη μάνα τους να κάνουν ησυχία.
«Η Αρετή...» ψέλλισε ωστόσο τώρα χαμηλόφωνα ο Σάββας, και στύλωσε το βλέμμα του στη μουχταροπούλα ακόμη πιο έντονα. Μέχρι πέρσι δεν την είχε προσέξει, άγουρος κι εκείνος καθώς ήταν, μα φέτος έτσι όπως την έβλεπε, θες η ζουπούνα της με το σφιχτοδεμένο ταραπολόζ που τα μάντευε να κρύβουν ένα κορμί γυναίκειο πια με φουσκωμένα κόρφια, θες το χρυσοκέντητο κουρσίν στο κεφάλι της κι η μακριά παχιά τσάμα που ξεχείλιζε κάτω απ’ το τσαρκούλ κι έφτανε ως τη μέση της, ξυπνούσανε στο είναι του που μόλις είχε ανδρωθεί αισθήματα πρωτόγνωρα – ή μάλλον ψέματα, τίποτα από όλα αυτά δεν ήτανε που τον συνέπαιρνε τον Σάββα, παρά το πρόσωπό της το φεγγερό που άλλη νέα χριστιανή δεν το ’χε και τα ωραία μάτια της στο χρώμα του βρεγμένου κάστανου, που κάναν’ τη μελαχρινάδα της ακόμη πιο γλυκιά και πέφτανε τώρα πάνω του κλεφτά στιγμές – στιγμές, με συστολή, σημάδι πως το ένιωσε το κύτταγμά του και ταράχτηκε κι εκείνη∙ ποτέ δεν είχε σηκώσει το βλέμμα της ως τότε σε παλικάρι η Αρετή, μήτε και το ’χε καταλάβει ακόμα καλά – καλά πως από ασχημάτιστο κορίτσι γινόταν μια πεντάμορφη μεστή κοπέλα έτοιμη για γάμο, έτσι αγνή και αυστηρά αναθρεμμένη όπως ήταν...
«Καλώς σ’ εύραμε, κυρ Όμηρε! Κυρά Ελέγκω, ντ’ εφτάς; Υείαν κι ευλοΐαν, χρόνια πολλά!» χαιρέτησε ο συνονόματος παππούς του Σάββα τους γονείς της Αρετής, μόλις τέλειωσε η θεία κοινωνία κι η απόλυση και οι πιστοί μπήκαν στη σειρά για να λάβουν απ’ το χέρι του παπά το αντίδωρο.
«Υείαν κι ευλοΐαν σ’ εσάς πα, γέρο Ποιμέν! Να χαίρεσαι την κυρά σου!» αντευχήθηκε ο μεσόκοπος Λιβερίτης άρχοντας πρόσχαρα και καταδεκτικά στον ηλικιωμένο Κουνάκαλη, ενώ κι η μουχτάρισσα αντάλλασσε εγκάρδιες ευχές με τις γυναίκες των Ποιμενίδηδων, κι η μονάκριβή τους έσκυψε βαθιά το βλέμμα της στο χώμα με το που αντίκρισε φευγαλέα από κοντά τον εγγονό του δεύτερου, κατακόκκινη, πρόλαβε όμως εκείνος να δει ξανά το πρόσωπό της και το άψιμον που είχε πάρει ήδη η καρδιά του φούντωσε...
«Αρ’ έλα, Σάββα, να παίξετε την κεμεντζέ και το ταούλ με τον Ματθαίον να χορεύμε... Οι Ποιμενάντ α σην Κουνάκ’ ας παίζνε!» τον παρότρυνε τώρα ο πρώτος ξάδελφος της Αρετής, με τον οποίον τους έδενε φιλία, φωνάζοντας ταυτόχρονα για να τον ακούσουν όλοι τριγύρω, ο νέος ωστόσο έμενε ακίνητος, άπραγος, θαρρείς σαν χαμένος, ο νους του άλλου ταξίδευε...
«’Κι ακούς, νέπε; Ο Πανίκας κουΐζ’ εμάς!» τον σκούντησε ο δικός του πρωτεξάδελφος, ο Ματθαίος, που ’χανε οι δυο τους σχεδόν μια ηλικία, κι ο Σάββας πήρε αργά στα χέρια του τη λύρα του. «Παίξον, κεμεντζόπο μ’, πολλά γλυκέα, να σαρεύ’ την Αρετήν η τραγωδία μουν» ψιθύρισε κρυφά και χάιδεψε το όργανο, φιλώντας το, και ρίγησε όταν ο ξεσηκωμένος νους του τού έπλασε τη φαντασίωση πως ήταν τάχα το σκαφίδ’ του τα χεράκια της κοπέλας και οι χορδές του πάλι τα λεπτά της δάχτυλα... Κι όταν οι πατριώτες του μαζεύτηκαν στο χοροστάσι, έσυρε το παλικάρι το δοξάρι του και η λαλιά του συνόδεψε με πάθος τη λύρα του στο διπάτ, ενώ το ταούλ του Ματθαίου κρατούσε τον ρυθμό, κι είχε τα μάτια στυλωμένα στο πλήθος που δε χόρευε να γυρεύουν διαρκώς την Αρετή, να μην τη χάσουν, λες κι από αυτό εξαρτιόταν πια η φωνή του, η ανάσα του, η ζωή του όλη, και στα λόγια του τραγουδιού έβαζε από μέσα του το δικό της όνομα...
«Σουμέλα λεν’ την Παναγιά, Σουμέλα λεν’ κι εσένα,
Σουμέλα λεν’ την Παναγιά, Σουμέλα λεν’ κι εσένα
Θα προσκυνώ την Παναγιά κι έρχουμαι μετ’ εσένα
Θα προσκυνώ την Παναγιά κι έρχουμαι μετ’ εσένα...»
«Αναστορείς, Συμέλα μ’;» ρώτησε τρυφερά ο πάππος την καλομάνα, ακούγοντας με καμάρι τον μεγάλο εγγονό τους. «Αέτς έπαιζα κι εγώ την κεμεντζέ μ’ όντες είδα σ' αδά κι εγάπεσά σε, κι εσύ κρυβόσουν, ατόσ' αρλούσα έσνε...»
«Νε Σάββα μ’, ατώρα ντ’ εθυμέθες!» έκανε συγκινημένη η κυρά Συμέλα, σφίγγοντας το χέρι του άντρα της, κι οι μνήμες κατέκλυσαν μεμιάς τον νου τους, όταν εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο πριν πάρα πολλά χρόνια, δεκαπεντάχρονο κορίτσι η ίδια ακόμα απ' το Τσιαχαράντων της Άνω Ματσούκας και δεκαοκτάχρονος άγουρος ο γέρο – Σάββας, ερωτοχτυπήθηκαν μοιραία στην αυλή της Παναγίας μ’ όλη τη δύναμη των νιάτων τους‧ και δίχως να ξέρουν τίποτα ο γέροντας κι η γραία του, η ιστορία της αγάπης τους αναβίωνε κιόλας σήμερα μπροστά τους, στο εγγόνι τους και τη μικρή αρχοντοπούλα...
«Ση Σουμελά την Παναγιά θα παίρω κοινωνίαν
ση Σουμελά την Παναγιά θα παίρω κοινωνίαν
Να έρχομ’, αρνί μ’, να ελέπω σε με καθαρόν καρδίαν
Να έρχομ’, αρνί μ’, να ελέπω σε με καθαρόν καρδίαν...»
Χωμένη σχεδόν πίσω από τη μάνα και τη θεία της, άκουγε κι έβλεπε η Αρετή τον Σάββα, τον νέικο κεμεντζεντζή, το ωραίο παλικάρι, και λιγωμάρα ανεξήγητη γλυκιά χυνόταν στο όμορφο παρθενικό κορμάκι της απ’ την κορφή ως τα νύχια, κάνοντας την καρδούλα της που ως τώρα πάντα ήταν ήρεμη να χτυπά πρώτη φορά ακανόνιστα, τρελά. «Παναΐα μ, ντ' έπαθα;» συλλογιόταν σαστισμένη, και ενώ το λογικό της τη διέταζε να συμμαζευτεί, το βλέμμα της έμενε καρφωμένο πάνω του, τα χείλια της τα ρόδινα μισάνοιχτα, σαν να διψούσε για νερό‧ κι όταν τα μάτια του ήρθαν να ανταμώσουν τα δικά της, άλλο πια δεν τα ’ριξε στη γη, στητά τα κράτησε, δυο ζευγάρια αναμμένα κάρβουνα γινήκανε τα μάτια τους, και νόμισε η κόρη πως μόνο για κείνη έπαιζε και τραγουδούσε ο παίδας, κι αυτός το ίδιο νόμισε, το πίστεψαν κι οι δυο βαθιά, κι η λύρα πήρε να λαλεί στον ήχο του νιογέννητου σεβντά τους...
Τραγωδιάνος = τραγουδιστής
Γεράν = η πληγή
*Στίχοι από το παραδοσιακό τραγούδι των Κοτυώρων «Έναν βούραν τσάτσοπα» (μια χούφτα κλαδάκια)
Ζίπκα = η ποντιακή ανδρική φορεσιά, που πήρε το όνομά της από το ομώνυμο παντελόνι της
Πασλούκ (ή κουκούλα) = ο ανδρικός κεφαλόδεσμος των Ποντίων που συμπλήρωνε τη ζίπκα
Γιοσμάς (θηλ: γιοσμάσα) = όμορφος
Ποΐλής = ψηλός (μπόι)
ένουμνε = έγινα, εγέντς = έγινες
Φαΐζω και φάζω = ταΐζω
Αχά = να, ιδού
Εντάμαν = μαζί
πα = μόριο που σημαίνει συνήθως «και», «επίσης», «πάλι»
Κανείται = φτάνει, αρκεί
**Προσφώνηση προς τον σύζυγο
Τσούρα το στόμα σ' (τσουρώνω) = κλείσε το στόμα σου, σώπα
Τρανέσα = η μεγάλη αδελφή
Ποσάς (πασάς) = αδελφός
Ζουπούνα: η γυναικεία ποντιακή φορεσιά
Ταραπολόζ: ύφασμα που δένεται στη μέση, εξάρτημα της ζουπούνας
Κουρσίν = είδος κεφαλοκαλύμματος παρόμοιο με την «τάπλα», χαρακτηριστικά της ποντιακής φορεσιάς
Τσάμα = η πλεξίδα
Τσαρκούλ = είδος μαντιλιού που φοριόταν στον εκκλησιασμό (κυριολεκτικά: λοφίο)
Άψιμον = φωτιά, φλόγα
Κουΐζω = φωνάζω, καλώ
Σαρεύω = γαντζώνω, μεταφορικά ενθουσιάζω
Σκαφίδ = το σώμα της ποντιακής λύρας
Αναστορώ = θυμάμαι
Αρλούσα = ντροπαλή
Αρνί μ' = καλή μου/ καλέ μου, αγάπη μου
Νέικος, νέισα = νεαρός, νεαρή
Μαρία Παπαθεοδώρου