Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 45: Το Χωριό των Νεκρών - 4ο μέρος)

Αυτό που είπε ο Νίκος έμοιαζε λογικό, αφού ο Μιχάλης είχε εντοπίσει κρυμμένη μαγεία μέσα στο κλειδί, που θα μπορούσε να χρησίμευε για κάτι τέτοιο. Το τράβηξε αργά-αργά από την τσέπη του και το έτεινε διακριτικά προς τον Νίκο, ο οποίος το πήρε και το παρατήρησε στιγμιαία, πριν το βλέμμα του πέσει και πάλι το δικαστή που μιλούσε ακόμη.

«…Οι δύο αυτοί ανήλικοι λοιπόν κατηγορούνται για παραβίαση μερικών από τους κανόνες που αναφέρθηκαν. Τον λόγο έχει ο κατήγορος, για να μας εξηγήσει τι ακριβώς έκαναν τα δύο αυτά αγόρια» είπε δείχνοντας με το χέρι του το πνεύμα που καθόταν ακριβώς απέναντι από τα δύο αγόρια, στη θέση του κατήγορου.

Εκείνο το πνεύμα, που ήταν ένας άνδρας, χωρίς τραύματα στο νεαρό σχετικά πρόσωπό του, σηκώθηκε όρθιο και έριξε μια ματιά σε όλους τους παρευρισκόμενους στην αίθουσα.

«Όπως σωστά ανέφερε ο κύριος δικαστής» άρχισε να λέει, «τα δύο αυτά αγόρια παραβίασαν αρκετούς από τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί στο χωριό από τότε που βρεθήκαμε εδώ. Αρχικά, υπάρχει εισβολή των δύο ανηλίκων στο χωριό άνευ αδείας, εισβολή σε σπίτια στα οποία η είσοδος είναι απαγορευμένη και στις υπόγειες διόδους, αλλά και υπεξαίρεση αντικειμένων. Το κυριότερο όμως είναι η επίθεση σε κατοίκους αυτού του χωριού, που τοους προκάλεσε περιστασιακές βλάβες. Αποδείξεις για τις ενοχές τους έχουν ήδη δοθεί στον κύριο δικαστή και τους ενόρκους»

«Μάλιστα» είπε ο δικαστής, «οι αποδείξεις έχουν εξεταστεί ήδη, τώρα το λόγο έχουν οι δύο κατηγορούμενοι. Ας μιλήσει ο ένας σας»

Βλέποντας πως ο Νίκος ήταν απασχολημένος να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα ξέφευγαν από εκεί χρησιμοποιώντας από εκεί, ανέλαβε να μιλήσει ο Μιχάλης, αρνούμενος ουσιαστικά όλες αυτές τις κατηγορίες.

«Μάλιστα» είπε ο δικαστής, ενώ ο Μιχάλης καθόταν και πάλι κάτω, «να περάσει ο πρώτος μάρτυρας» συνέχισε και μετά είδε το πνεύμα που του είχε επιτεθεί πρώτο, όταν είχαν μπει στο χωριό. Είχε φτάσει στη θέση του μάρτυρα, όταν ο Νίκος ψιθύρισε κάτι. Ο δικαστής ζήτησε από το πνεύμα να καταθέσει αυτά που έγιναν, αλλά ο Νίκος σηκώθηκε όρθιος ξαφνικά.

«Συγγνώμη για τη διακοπή» σχολίασε ειρωνικά.

«Πάψε!» του φώναξε ξαφνικά ο δικαστής, «μιλήσατε ήδη, δεν έχετε δικαίωμα να διακόψετε τη δίκη»

«Δε θυμάμαι να σε ρώτησα, απλά εμείς πρέπει να φύγουμε. Αν θέλετε, συνεχίστε μόνοι σας τη δίκη». Μετά ύψωσε το κλειδί και άρπαξε από το μπράτσο τον Μιχάλη, δείχνοντας έτοιμοι να φύγουν.

Ο Μιχάλης περίμενε το κλειδί να λειτουργήσει σαν πύλη και να εμφανιστεί ένα δυνατό φως, αλλά δεν έγινε τίποτα. Έμειναν εκεί, με τα πνεύματα να κοιτάζουν σαστισμένα, πριν ξεσπάσουν σε γέλια, δείχνοντας πολύ ικανοποιημένα. Ο Μιχάλης κοιτούσε σύξυλος την αίθουσα, καταλαβαίνοντας πως οι δυο τους βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση.

«Καλά, νομίζατε ότι θα ρισκάραμε να φύγετε έτσι απλά από εδώ;» τους ρώτησε ο άνδρας που έκανε το δικαστή, «αφού λοιπόν θέλετε να τελειώνουμε, θα επιταχύνουμε τη διαδικασία» ενώ μετά ύψωσε τη φωνή του για να τον ακούν όλοι στην αίθουσα, «οι καταθέσεις των μαρτύρων υπάρχουν ήδη στα πρακτικά των ενόρκων, επομένως μπορούμε να προχωρήσουμε στη λήψη της απόφασης. Σε ένα λεπτό, αυτή θα γίνει γνωστή σε όλους τους παρευρισκομένους» και στη συνέχεια άρχισε να ψιθυρίζει μαζί με τους ενόρκους.

«Ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ο Μιχάλης τον Νίκο, μην προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό του.

«Ήταν αυτοσχεδιασμός. Και μάλλον δε δούλεψε»

Μία ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του, στη σκέψη πως θα παγιδεύονταν εκεί. Δεν υπήρχε όμως χρόνος για να σκέφτονται τη χειρότερη περίπτωση. Πήρε διακριτικά το κλειδί από το γραφείο, όπου το είχε αφήσει ο Νίκος μετά την αποτυχία της κίνησής του. Μόλις το έπιασε, ένιωσε και πάλι τη μαγεία που υπήρχε στο κλειδί και το ήλεγξε μία ακόμη φορά.

Μόλις τελείωσε τη νοητική έρευνα, εξήγησε ψιθυριστά στον Νίκο αυτό που είχε σκεφτεί στα γρήγορα, με εκείνον να μην δείχνει να ενθουσιάζεται με αυτό. Βλέποντας πως ο χρόνος τελείωνε, τράβηξε όρθιο τον φίλο του καθώς σηκωνόταν και ο ίδιος. Με τους υπόλοιπους στην αίθουσα να γυρνάνε να τους κοιτάξουν, τα δύο αγόρια όρμησαν προς μια μικρή πόρτα που έδινε πρόσβαση στην έδρα των δικαστών, η οποία βρισκόταν λίγο μπροστά τους. Πριν φτάσουν όμως, μπροστά τους εμφανίστηκαν τρία πνεύματα, ψηλών και γεροδεμένων ανδρών. Ο Νίκος όμως αντέδρασε γρήγορα, και τους χτύπησε με το δαυλό που εμφάνισε, κόλπο που πέτυχε, αφού και τα τρία πνεύματα διασπάστηκαν.

Η ικανοποίησή τους όμως δεν κράτησε πάνω από ένα δευτερόλεπτο, αφού βρέθηκαν περικυκλωμένοι από πέντε άλλα, ανδρών και πάλι, που έδειχναν εκνευρισμένοι. Πριν το καταλάβουν, τα πνεύματα όρμησαν κατά πάνω τους βγάζοντας εκείνους τους ανατριχιαστικούς ήχους, θυμίζοντας λύκους, με τον Μιχάλη να καλύπτει ασυναίσθητα το πρόσωπό του με το ένα του χέρι, με το οποίο κρατούσε το κλειδί και παραλίγο να του πέσει, ενώ ο Νίκος προσπάθησε να τα διασπάσει, κάνοντας μια στροφή με το δυαλό του.

Μετά τη διάσπασή τους, ήρθαν όλα τα φαντάσματα πάνω τους. Έφτασε λοιπόν η στιγμή που περίμενε ο Μιχάλης, ο οποίος ύψωσε το κλειδί και του μετέδωσε τη μαύρη φωτιά. Εκείνο τυλίχτηκε στις μαύρες φλόγες για μια στιγμή, πριν μία τρομερή πράσινη λάμψη γεμίσει όλο τον χώρο, αναγκάζοντας τα αγόρια να κλείσουν τα μάτια τους.

Όταν ο Μιχάλης τα άνοιξε πάλι, δεν υπήρχε ούτε ίχνος από το φως του κλειδιού, αλλά δεν υπήρχε ίχνος ούτε και από τα πνεύματα. Όλα είχαν εξαφανιστεί από την αίθουσα, που έγινε και πάλι έρημο τοπίο.

«Ας φύγουμε πριν επιστρέψουν» είπε ο Νίκος, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

Τα δύο αγόρια κινήθηκαν βιαστικά προς την πόρτα πίσω από το δικαστή την οποία άνοιξε ο Νίκος χρησιμοποιώντας το χρυσό χερούλι που υπήρχε και μπήκαν σε μία άλλη μικρότερη. Σε εκείνη, υπήρχε ένα ελλειπτικό τραπέζι, γύρω από το οποίο υπήρχαν μερικές καρέκλες, ενώ στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένας πίνακας, ο οποίος απεικόνιζε ένα τοπίο. Στην άλλη άκρη της αίθουσας υπήρχε μία μεγάλη σιδερένια μαύρη πόρτα, δίχως χερούλι.

Μόλις έφτασαν εκεί, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά που υπήρχε στην πόρτα, η οποία διακρινόταν με δυσκολία, αφού δεν είχε κάποιο διαφορετικό χρώμα για να ξεχωρίζει. Το γύρισε και ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος ξεκλειδώματος. Στη συνέχεια εκείνη άνοιξε, με δυνατό λευκός φως να τους τυφλώνει. Με μία τελευταία ματιά πριν προχωρήσουν προς τα εκεί, ο Μιχάλης είδε το κλειδί να εξαφανίζεται. Χτύπησε το Νίκο στον ώμο και του το ανέφερε.

«Πρέπει να γύρισε στη θέση που το βρήκες. Κάποιος το έχει μαγέψει λογικά για να γίνεται αυτό»

Στράφηκε και πάλι μπροστά, όπου υπήρχε το δυνατό φως μιας πύλης που ήταν ενωμένη με τη μαύρη πόρτα και προχώρησε. Το τελευταίο που ένιωσε, πριν του κοπεί η ανάσα από την είσοδό του στην πύλη, ήταν το άκουσμα μιας πόρτας να κλείνει, δηλαδή η μαύρη πόρτα σφραγίστηκε και πάλι, εγκλωβίζοντας και πάλι τα πνεύματα σε εκείνο το χωριό.

Παναγιώτης Βάβαλος