Οι κραυγές των βουνίσιων ξύπνησαν την Σιν-Σι. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω της. Όλοι κοιμόντουσαν εκτός από τον Τζάρβις και το νεαρό οδηγό τους.
«Ο ήλιος πρέπει να έχει βγει…» ψιθύρισε ο Τζάρβις «…οι βουνίσιοι όπου να ‘ναι θα φύγουν. Καλό είναι να ξεκουραστείτε Λαίδη Σιν-Σι»
«Δεν μπορώ να βρω ηρεμία εδώ μέσα… Νιώθω φυλακισμένη» του απάντησε η Σιν-Σι χαμηλόφωνα. Έπειτα γύρισε προς τον οδηγό τους.
«Πώς είναι το όνομά σου, νυχτερινέ;»
«Ιουστίν, Λαίδη μου» αποκρίθηκε το αγόρι και τους έκανε να κοιταχτούν αμήχανα. «Πήρα το όνομά μου από τον αφέντη του μοναστηριού και μέντορά μου…» τους εξήγησε.
Ο Τζάρβις τοποθέτησε το σακίδιο του πίσω από το κεφάλι του και ακούμπησε σε ένα τοίχο για να κοιμηθεί. Ετοιμαζόταν να τον πάρει ο ύπνος, όταν ένα πετάρισμα τον ξάφνιασε. Κάτι πέρασε μπροστά του και χάθηκε μες στους σκοτεινούς διαδρόμους.
«Νυχτερίδες…» τον καθησύχασε ο Ιουστίν. «Τα περάσματα είναι γεμάτα».
Η Σιν-Σι τότε σηκώθηκε όρθια, μυρίζοντας το θολό αεράκι που προερχόταν από τα μυστικά περάσματα. Τα μάτια της γούρλωσαν και γεμάτη από πανικό άρχισε να ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη.
«Φωτιά! Έβαλαν Φωτιά!!». Ο Τζάρβις, που κατάλαβε πως δεν πρόκειται για αστείο, άρχισε να τους σκουντάει όλους, έναν-έναν.
«Ξυπνήστε!» συνέχισε να φωνάζει η Σιν-Σι. «Καίνε το μοναστήρι!». Όλοι τους πετάχτηκαν όρθιοι και άρχισαν γρήγορα να ετοιμάζονται.
«Και προς τα πού θα πάμε τώρα;…» ρώτησε κουρασμένα, αλλά εύλογα ο Νόμακ. Η Σιν-Σι κοίταξε τον Ιουστίν, που έμοιαζε χαμένος και συνέχισε το παραλήρημα της.
«Θα καούμε εδώ κάτω! Θα ψοφήσουμε σαν ποντίκια!»
Ο καπνός ολοένα και πύκνωνε στους μυστικούς διάδρομους και οι νυχτερινοί δεν είχαν ιδέα τι να κάνουν. Στέκονταν στο ίδιο σημείο, κλείνοντας τη μύτη τους και καλύπτοντας το στόμα τους με τα ρούχα. Ο Τζάρβις ξανάκουσε το πετάρισμα και είδε πάλι τη νυχτερίδα να περνάει από μπροστά του.
«Δεν γίνεται να είναι τέτοια η κατάληξη…» παραπονέθηκε ο Κάανν μέσα από τα μαύρα ρούχα του.
«Όχι!..» φώναξε ο Τζάρβις, ελευθερώνοντας τη μύτη και το στόμα του. «…Δε θα είναι αυτή η κατάληξη!» συνέχισε ο τσιγγάνος με τα μάτια του να γεμίζουν ελπίδα. «Ακολουθήστε τις νυχτερίδες!»
Εκείνη τη στιγμή, περισσότερες από τριάντα νυχτερίδες έφευγαν, πετώντας βιαστικά έξω από τα περάσματα και οι έξι νυχτερινοί τις ακολούθησαν στο αχνό φως. Μπροστά έτρεχε ο νεαρός Ιουστίν και τελευταίος ο Τζάρβις.
Έφτασαν σε μια πελώρια θολωτή έξοδο στο εξωτερικό μέρος του νοτιοδυτικού τείχους, την ώρα που κάποιο γκρίζο σύννεφο κάλυπτε τον ήλιο. Από κάτω τους υπήρχε ένας βραχώδης γκρεμός που κατέληγε σε μια χιονισμένη κατηφορική πλαγιά, γεμάτη δάση, ενώ από πάνω τους ήταν το φλεγόμενο μοναστήρι.
Ο ένας πίσω από τον άλλο, οι νυχτοβάτες, κατέβηκαν αργά το γκρεμό. Όποιος έκανε λάθος κίνηση σε εκείνο το σημείο, είχε εξαιρετικές πιθανότητες να γκρεμοτσακιστεί κουτρουβαλώντας. Ο ήλιος συνέχιζε να τους παίζει κρυφτό πίσω από τα σύννεφα, πράγμα που δεν τους πείραζε καθόλου. Πέρασε κάμποση ώρα ωσότου να φτάσουν στην κάτω άκρη του γκρεμού. Από εκεί και κάτω άρχιζε η πλαγιά με το πυκνό χιόνι, και ύστερα… τα δάση.
Συμφώνησαν να κινηθούν νότια, χαράζοντας αντίθετο δρόμο από τους βουνίσιους. Όμως δεν προχώρησαν όσο θα ήθελαν. Ο ήλιος σύντομα νίκησε τα σύννεφα και ξεπρόβαλε στον ουρανό των Μούλτιμε.
Πίσω τους εκτεινόταν ένα βουνό από πέτρες που στην κορυφή του είχε ένα φλεγόμενο μοναστήρι. Και εμπρός, στο βάθος, λίγο πριν τα χιονισμένα δέντρα, καρτερούσαν να τους υποδεχθούν δυο τρομεροί λύκοι. Ένας καφετής και ένας λευκός. Οι νυχτοβάτες ήταν παγιδευμένοι. Δεν είχαν πουθενά να τρέξουν πλέον… Ή κάπου να κρυφτούν. Μπροστά τους υπήρχε μόνο ένας απέραντος φόβος. Πανικός…
Κρυμμένη μέσα στο πυκνό δάσος, πίσω από τους λύκους της, βρισκόταν η Νυάννα. Και δεν ήταν μόνη της. Για όσο εκτεινόταν το δάσος, …για όσο έφτανε το μάτι της, υπήρχαν οι οπλισμένες γυναίκες των Μούλτιμε.
«Νυχτερινοί περπατούν μες στα δάση μας…» μονολόγησε η Κυρά των Λύκων και η φωνή της σε έκανε να ανατριχιάζεις. «…Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ…» είπε η Καίηλεν και τέντωσε το τόξο της.
Κυριάκος Μαυροειδέας