Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 3)

«Πωπω! Φαντάζει απίστευτο, μέσα σε τόσο λίγο καιρό να ήταν σίγουρος ο πάππος ότι ήθελε γυναίκα του την καλομάνα και να της λέει ότι θα την πάρει οπωσδήποτε!» έκανε η τρισέγγονη, μόλις ο παππούς διέκοψε ξανά λιγάκι τη διήγησή του. «Τι έρωτας, πραγματικά!»

«Εμ, έτσι ήταν τότε παλιά τα πράγματα, κορτσόπο μ’! Μπορεί πολλές φορές να μη διαλέγανε το εσ’ ατούν, μα όταν το διάλεγαν και το ’θελαν, ήταν έτοιμοι να κάνουνε τα πάντα για να το ’χουνε...»

«Κι ο Σάββας; Τι έκανε για να πάρει την Αρετή του;» μπήκε στη μέση ο αδελφός της, πριν καλά - καλά προλάβει να τελειώσει ο γέροντας την κουβέντα του. «Άσε, μη μου πεις... Την έκλεψε;!»

«Πώς φαίνεσαι ότι είσαι Ποιμενίδης, ρίζα μ’!» του απάντησε με νόημα ο παπά - Σάββας. «Ατό εποίκεν, την έκλεψε την κάλη του το παλικάρ’, και μάλιστα από τα σουμαδέματά τς, ίσα που πρόλαβε να μην του τη στερήσουνε για πάντα...»

***

«Η δείσα εφέκε τα ρασιά κι έκατσε σα καμένα

Τρυγόνα μ’, αφς τα κύρουκα σ' κι αρ’ έλα μετ’ εμένα...»*

«Ποινή, ατώρα ντ’ εκατέβες κι εσύ α σα παρχάρεα, λέω ν’ αντρίζμε το κορίτσ’» δήλωσε ο κοτζά Ομέρ εκείνο το βράδυ, ενώ η οικογένειά του έτρωγε όλη μαζί γύρω απ’ το τραπέζι‧ η νύφη του ήταν η Ποινή, η συννύφσα της Ελέγκως, μια γυναίκα καλόκαρδη που είχε χηρέψει πολύ νέα κι είχε απομείνει με τον μοναχογιό της, τον ξάδελφο της Αρετής τον Πανίκα, και για να βγάζει το ψωμί της δούλευε παρχαρομάνα, βόσκοντας τις αγελάδες του κουνιάδου της αλλά και άλλων συντοπιτών της από τη Λιβερά - πάντα την παρακαλούσε η Αρετή τη θεία της να την πάρει μαζί της ένα καλοκαίρι στα παρχάρια, έστω για λίγο, κι επιτέλους ετούτη χρονιά το είχε καταφέρει, στην αρχή τα τρυφερά χεράκια της τα άμαθα ταλαιπωρήθηκαν, όμως γρήγορα έμαθε να αρμέγει, να δουρβανίζει έπειτα το γάλα και να βγάζει το βούτορον και το αριάνι και να φτιάχνει ξύγαλαν και τυρία στο πλάι της, και η Ποινή την καμάρωνε, γιατί όπως λέει κι η παροιμία «την έμορφον μίαν τερούν, την προκομέντζαν δύο»**...

«Όμηρ’, ατόσο γιατί αγληορείς; Δεκάξ ακόμη ’κι έντονε» έφερε την αντίρρησή της πλαγίως και διστακτικά η Ελέγκω, ανταλλάσσοντας ένα βλέμμα ανησυχίας με την Ποινή, σε καμιά τους δεν άρεσε βλέπεις το ενδεχόμενο να πάρει η Αρετούλα τους τον Αβραάμ...

«Καλά σε λέει η γαρή σ’, αφέντα μ’» συμπλήρωσε κι η θεία της κοπέλας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια μήπως μεταπείσει τον πατέρα της, ενώ εκείνη είχε χλομιάσει, κι ας την κάλυπτε το φως του κεριού. «Το κορίτσ’ όσο κάθεται, η τύχη αθέ ανοίεται***...»

«Μη λέτε ζαντίας, ’υναίκες! Μια χαρά είναι η κουτσή, έτοιμη, άλλωστε εύρα τον Ανέστη και τα μιλήσαμε» τις αποπήρε ο Όμηρος, και η ανησυχία της Ελέγκως και της Ποινής έγινε τώρα απόγνωση. «Τ’ άλλον απάν’ την Κερεκήν θα σουμαδεύμ’ ατς, κι ους τ’ Αη - Φιλίππονος θα στεφανούνται****...»

«Θα... θα πάω ρούζω σο κρεβάτι μ’... Είμαι νεγκασμέντζα, άλλο ’κι θα τρώω» τραύλισε η Αρετή ξέψυχα και σηκώθηκε, αφήνοντας μισογεμάτο το πιάτο της με τον τανωμένο σορβά, κι ο Πανίκας που είχαν μεγαλώσει σαν αδέλφια την κύτταξε θορυβημένος, το ίδιο και η μάνα με τη θεία της.

«Όμηρε, ξανασκέψου το... ’Κι εν ο Αβραάμ για την Αρετήν εμούν» επιχείρησε η Ελέγκω να αντιμιλήσει ξανά στον άντρα της, μα εκείνος την κατσάδιασε:

«Σους, Ελέγκω! Κι εσύ, Ποινή! Αυτόν της διάλεξα, αυτόν θα πάρει... Όλα τα νυφάδεα αέτς εφτάνε, ’κι θελ' ατό, ’κι θελ' ατό, κυλίετ’ α κι ας έρται*****! Ο Αβράαμ εν πολλά ζενγκίς γαμπρόν, τίποτα δε θα της λείψει... Φατέστ’ ατώρα!» πρόσταξε, και οι δύο γυναίκες συνέχισαν ανόρεχτα να αδειάζουν τα πιάτα τους, ενώ κι ο Πανίκας έριξε στον θείο του ένα στιγμιαίο βλέμμα, γεμάτο γιατί και αποδοκιμασία...

***

Ησυχία δεν έβρισκε ο Σάββας, αφότου πρωτοφίλησε την Αρετή στη βρύση του Αγίου Κωνσταντίνου και έμαθε μαζί ότι μπορεί να την έχανε πριν καν την αποκτήσει‧ κάθε βράδυ τριύλιζε στο στρώμα του μέχρι τα χαράματα, όλη τη μέρα πάσχιζε με τη δουλειά μήπως κατάφερνε να βρει μια λύση στο μυαλό του κι η νύχτα τον έβρισκε πάλι άπραγο, να πνίγει κρυφά τον πόνο του στο πιοτί όταν όλοι είχαν πάει για ύπνο.

«Παίδα, αφς το ρακίν, θα καις τα τσικάρεα σ’» τον αιφνιδίασε ένα βράδυ ο πάππος του, που είχε καταλάβει τι έκανε ο εγγονός του, του πήρε τη νταμιτζάνα από τα χέρια και την έβαλε πίσω στο ταρέζ. «Πέει μ’ εμέν το τέρτι σ’, πασκίμ επορώ και λαρώνω σ’ ατό, ασσού κανέναν άλλον τιδέν ’κι λες...»

«Εφ, πάππο μ’, και πώς να λέγω σε το τέρτι μ’!» αναστέναξε βαθιά το παλικάρι κι έπιασε τα μηνίγγια του, μόλις ο γέροντας έκατσε στο πλάι του. «Η καρδία μ’ έει γεράν, τρανόν γεράν... Τη Σουμελάς τα κάσια εκάψανε το ψόπο μ’...»

«Ντο λες, Σαββούλη μ’; ’Κι αγναεύω...»

«Η Αρετή, πάππο μου, τη μουχταρί η κουτσή... Εγαπέθαμεν, άμα ο κύρης ατς θελ’ να δίγ' ατέν είναν μυξέαν, κι εγώ ’κι ξέρω ντο να εφτάω, θα παλαλούμαι...»

«Ρίζα μ’, άκσον με... Την Αρετήν πολλά αγαπάς ατέν; Εθέλς να παίρς ατέν, να ίνεται η γαρή σ’;» τον ρώτησε αμέσως ο πάππος ο Σάββας, πιάνοντας τον καρπό του, κι ο Σάββας τον ατένισε ίσια στα μάτια.

«Ναι, πάππο μ’... Αν ’κι παίρ' ατέν, εθαρρώ θα σκοτούμαι, γιά την Αρετή, για κανείναν άλλεν...»

«Ατότε να κλεφτς ατέν, άμον ντ’ εποίκα εγώ πα με την καλομάνα σ’!» αποφάνθηκε ο πάππος κι ο Σάββας τον κύτταξε ξαφνιασμένος, μες στη θολούρα του μυαλού του δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να τολμήσει κι αυτός το σύρσιμον... Κι αν πάλι το τολμούσε, πώς θα το έκανε, πώς θα το οργάνωνε; Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν το νου του, ώσπου τον επισκέφτηκε αναπάντεχα ο Πανίκας και του ’φερε τα μαύρα χαπάρεα:

«Σάββα, ο τάη μ’ θα σουμαδεύ' την ξαδέρφη μ’, τ’ άλλον την Κερεκήν... Κι είπα ατόν να έρχεστε εσύ κι ο Ματθαίον να τραγωδείτε σα σουμαδέματα...»

«’Κι επορώ να φταγ’ ατό, Πανίκα» αρνήθηκε ο Σάββας, χαμηλώνοντας το κεφάλι του και νιώθοντας όλον τον κόσμο να γκρεμίζεται γύρω του στο άκουσμα της είδησης. «Σχώρτσον με, ’κι εξέρτς...»

«Ξέρω... Όλα εξέρ’ ατά, για αυτό ήρθα να σε βρω» τον διέκοψε ο φίλος του, και πριν προλάβει ο σαστισμένος νέος να αναρωτηθεί πρόσθεσε: «Έκσα την Αρετή να κλαίει σο κρεβάτ’ ατς, όταν είπε ο τάης ότι θα την αρραβωνιάσει με τον Αβραάμ, να κλαίει και ν’ αραεύ’ σε, να έρχεσαι να γουρταρεύς ατέν, κι έγροιξα... Ποίσον α, Σάββα, ποδεδίζω σε, έλα, να την κλέψεις ύστερα και να παντρευτείτε, κι εγώ θα είμαι σο γιαν’ εσούν, θα σας βοηθήσω, αρκεί να ’ναι ευτυχισμέντζα η ξαδερφίτσα μ’...»

Κόντευε να σαλέψει ο νους του Σάββα μ’ αυτά που άκουγε απ' τον Πανίκα, τα αυτιά του βούιζαν, το σώμα του όλο ίδρωνε και η καρδιά του θαρρείς πως χόρευε το κότσαρι. «Θα έρχομαι... Θα έρχομαι, Πανίκα!» κατάφερε να αρθρώσει, ενώ ο ξάδελφος της Αρετής ετοιμαζόταν για να φύγει, και γρήγορα η απόφαση μέσα του στέριωσε και τρανώθηκε στα αλήθεια...

«Πάππο, θα κλέφτω την Αρετή» ανακοίνωσε πιο σίγουρος από ποτέ στον γενάρχη του σπιτιού, κρυφά από τους άλλους. «Θα πάμε την Κερεκή σα σουμαδέματα τς με τον Ματθαίον, τεάμ να παίζμε την κεμεντζέν και το ταούλ και να τραγωδούμε, κι επεκεί... Πες το και την καλομάνα, να ξέρει...»

«Έννοια σου, ρίζα μ’, έννοια σου... Έγκε εσύ το κορίτσ’ αδά κι όλα θα ίνουνται» τον καθησύχασε ο γέροντας, χτυπώντας του ενθαρρυντικά τον ώμο, και χαμογέλασε με στοργή και συγκίνηση μαζί στον εγγονό του τον συνονόματο, πλατιά, κάτω απ’ τα λευκά πυκνά μουστάκια του...

***

Από νωρίς είχαν μαζευτεί οι συγγενείς κι από τις δύο πλευρές στο αρχοντικό του κοτζά Ομέρ, για τον αρραβώνα αυτό που μόνο χαρά δε θύμιζε για τη δύστυχη τη μέλλουσα νυφούλα, κλεισμένη στο δωμάτιό της έστεκε ακόμα, ενώ έξω η Ελέγκω κι η Ποινή προσπαθούσαν υπεράνθρωπα να μη δείξουνε τη θλίψη τους κι η ψωροπερήφανη Σαΐα, η μάνα του Αβραάμ, κοκορευόταν σε όλους για τον γιο της και δεν έχανε ευκαιρία να κάνει κινήσεις επιδεικτικής τρυφερότητας προς εκείνον και να τον παινεύει, «νασάν εσέν, γιαβρί μ’, την κι άλλο έμορφον τη χωρί θα παίρς! Φτου να μη σε ματιάσω!», ο δε Όμηρος συζητούσε μεγαλόφωνα με τον Ανέστη κι έδειχναν κι οι δυο ικανοποιημένοι που ενώναν τα συφέρα τους... Πάνω στην ώρα έφτασαν κι ο Σάββας με τον Ματθαίο κουβαλώντας τα όργανά τους, και καθώς πήγαν να διασχίσουν την αυλόπορτα, ο ερωτευμένος νέος κοντοστάθηκε, νιώθοντας την ανάσα του ξαφνικά πιασμένη και το θάρρος του να τον εγκαταλείπει.

«Σάββα, ντ’ εστάθες; Μη μου πεις ότι άλλαξες γνώμη...»

«Φογούμαι, Ματθαίον... Ατώρα ντ’ έρθ’ η ώρα να φταγ’ ατό, φογούμαι... Αν καταλάβει κάτι ο κοτζά Ομέρ, ναϊλί εμάς!»

«Τιδέν ’κι θα νοΐζ! Χάιτε, μη φογάσαι, προχώρα! Ποιμενάντ είμες, γιοσμάδες και παλαλοί» τον παρότρυνε με ζέση ο ξάδελφός του και μαζί διέσχισαν την αυλή και το κατώφλι του σπιτιού και μπήκαν στη σάλα.

«Καλώς τους Ποιμενίδηδες α σην Κουνάκα!» αναφώνησε ο κοτζά Ομέρ, μόλις τους είδε, συστήνοντάς τους έτσι σε όλους. «Εσάς περιμέναμε ν' αρχίσει το γλέντι, ελάτε!»

«Καλώς σ’ εύραμε, αφέντα! Και στις χαρές της κόρης σου!» αποκρίθηκε ο Ματθαίος, επιστρατεύοντας όλο του το υποκριτικό ταλέντο, κι ο Σάββας τον μιμήθηκε.

«Να εβγαίν’ η νύφε!» απαίτησαν τότε οι καλεσμένοι κι η καρδιά του σφίχτηκε, μόλις είδε τη μουχτάρισσα να σηκώνεται. «Θε μ', πώς θα την αντικρίσω; Γιατί να τυραννίουμαι αέτς;» συλλογίστηκε, κι αμέσως μετά ο λογισμός του τον διόρθωσε: «Θάρρος, Σάββα! Θάρρος, και οπουρνά η Αρετή θα είναι σην εγκάλια σ'!..»

«Κουτσή μ’... Κουΐζν’ εσέν, εθέλνε να εβγαίνς οξουκά» είπε η Ελέγκω τώρα στη μονάκριβή της, ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου, και εκείνη γύρισε και την κύτταξε με μια έκφραση που της μάτωσε την ψυχή... «Θεέ μ’, ντ’ εφτάμε το παιδίν εμούν;» αναλογίστηκε συντετριμμένη, ωστόσο η κόρη, σαν άλλη Ιφιγένεια, λέγοντας ένα σιωπηλό «έρχομαι, μάνα» σηκωνόταν ήδη αργά από το στρώμα της όπου βρισκόταν καθισμένη και βάδιζε προς τη σάλα‧ και μόλις μπήκε, κρατώντας ένα δίσκο για να κεράσει, έλαμψε ο τόπος θαρρείς από την ομορφιά της, και σκίστηκε στα δυο το στέρνο του Σάββα με το που είδε την τρυγόνα του, μα και τα στήθια της Αρετής αντάρα βουρκωμένη τα πλάκωσε, σαν πώς κυλούσαν τα νερά του Δαφνοπόταμου όταν τα χιόνια έλιωναν, βλέποντας τον αετό της στη θέση του λυράρη...

«Νέψα, ατό το παχυμένον το γαρκόν θα δίτε την Αρετήν; Έναν παλικάρ’ άμον τον κεμεντζετζήν έπρεπε να παίρ’, όχι τον Αβραάμ» έσκυψε και είπε στο αυτί της Ελέγκως μια συγγένισσα, κι εκείνη στέναξε μέσα της, ενώ κι άλλες γυναίκες τριγύρω, νυφάδες και παντρεμένες, είχανε αρχίσει τα αποδοκιμαστικά ψουψουρίσματα, βλέποντας τον Σάββα και διαπιστώνοντας πόσο διαφορετικός ήταν από τον γιο του Ανέστη και της Σαΐας, αλλά και πόσο αταίριαστος ήταν στα αλήθεια ο δεύτερος με τη μουχταροπούλα... Ο αρραβώνας ωστόσο προχώρησε, ο παπάς ευλόγησε τα σουμάδεα και η Σαΐα τα πέρασε στα δάχτυλα του γιου της και της Αρετής κυττώντας την πάντα με υπεροψία, και το κορίτσι ένιωσε σαν να την αλυσόδεναν, με το ζόρι κρατούσε πια τα δάκρυά της την ώρα που έσκυψε να κάνει πως ασπάζεται το χέρι της πεθεράς της, υποχρεωμένη όπως ήταν απ’ τα έθιμα, κι ο Αβραάμ να την κυττάει χάσκοντας σαν λιγούρης και να την κάνει να θέλει να ξεράσει, κι ο Σάββας με το ζόρι κρατιότανε κι αυτός, να μην ορμήσει και την κλέψει εκείνη τη στιγμή...

«’Κι επορώ, Ματθαίον... ’Κι επορώ, άλλο ’κι ταγιανίζω» μουρμούρισε με σφιγμένα δόντια στον αγαπημένο του ξάδελφο, στρέφοντας αλλού το βλέμμα του.

«Υπομονή, Σάββα! Ποίσον υπομονήν, άλλο λίον και θα ίνεται τ’ εσόν... Έλα τώρα, σύρον τα τοξαρέας ις κι εγώ ας κρούγω το ταούλ!» τον παρότρυνε με τη σειρά του εκείνος, σφίγγοντας τον ώμο του, κι ο Σάββας, παρακινημένος απ’ την αγάπη και τον πόνο, μα και με την ελπίδα ότι όλα θα πήγαιναν όπως τα σχεδίασαν με τον Ματθαίο και τον Πανίκα και θα γλύτωνε την Αρετούλα του από τον γάμο που δεν ήθελε, έπιασε τη λύρα του και έπαιξε και τραγούδησε τόσο γλυκούς σκοπούς, ώστε όλοι τον θαυμάσανε, ευφράνθηκαν και σκέφτηκαν για άλλη μια φορά δειλά πως ένας τέτοιος νέος θα ταίριαζε πιο πολύ στη γλυκιά αρχοντοπούλα για άντρας της, κι ας ήταν ταπεινός και ξενομερίτης...

«Ευλοημένα και σα στέφανά τουν ν’ αξιών’ ο Θεός!» είπε ωστόσο ο Όμηρος και ύψωσε το ποτήρι του με το τσίπουρο. «Συμπέθερε, να ζήνε τα παιδία!»

«Να ζήνε, συμπέθερε! Ο Θεόν να δί ατς χρόνεα!» απάντησε ο Ανέστης και τσούγκρισε μαζί του. Απρόθυμες ακούστηκαν κι άλλες ευχές τριγύρω, άψυχες, όλοι πλέον το βλέπανε πόσο δεν ήθελε η Αρετή τον Αβραάμ, το πρόσωπό της το τριανταφυλλένιο μια μάσκα κέρινη είχε γίνει, σαν να πενθούσε, ο αρραβωνιαστικός της πάντως καθόλου δεν το έβλεπε, χοντρόπετσος ως ήταν, μόνο τους μεζέδες μπροστά του διέκρινε που καταβρόχθιζε με λαιμαργία, και πού και πού, για να του ανοίγει θαρρείς πιο πολύ η όρεξη, έριχνε ένα ηλίθιο ξελιγωμένο βλέμμα στην αρραβωνιαστικιά του, κι εκείνη πια δεν άντεχε, πνιγόταν, ήθελε να γίνει αόρατη, να εξαφανιστεί, εφιάλτη έπεισε τον εαυτό της πως έβλεπε και πως όταν ξυπνούσε, όλα θα ’τανε αλλιώς, τον Σάββα θα αρραβωνιαζόταν και θα είχε πράγματι χαρά...

«Αρετή... Είσαι καλά;» τη ρώτησε η Ποινή, βλέποντάς τη να έχει σφαλίσει τα βλέφαρα και να βαριανασαίνει, ωχρή σαν το πανί. «Πία ξάι νερόπον, έλα...»

«Πάρε με από δω, θεία Ποινή, σε παρακαλώ... Δε νιώθω καλά, ζαλίζομαι...» ψιθύρισε το κορίτσι, μόλις έβρεξε τα χείλη της, και η μεγάλη γυναίκα την έπιασε γερά από τη μέση και την έβγαλε έξω στον κήπο να ανασάνει, ενώ όλοι είχαν αναστατωθεί, και πιο πολύ ο Σάββας, που ένιωσε τα δάχτυλά του να παραλύουν...

«Τι έχει η κόρη σου, Όμηρε; Άρρωστη είναι;» ρώτησε ο Ανέστης τον μουχτάρη. «Εγώ βερέμσα υναίκα για τον υιό μ’ ’κι θέλω, ας εξέρτς ατό...»

«Μη σε νοιάζει, Ανέστη, μια χαρά είναι... Τσαλούμεα εφτάει, πείσματα, άμα εγώ θα της τα κόψω» έκανε ο Όμηρος, ρίχνοντας ένα αυστηρό βλέμμα προς την είσοδο του σπιτιού. Στο μεταξύ, η Ποινή είχε βγάλει έξω την ανιψιά της, κι εκεί πια η Αρετή μόλις συνήλθε ξέσπασε σε λυγμούς πάνω στον πληθωρικό της κόρφο, δίχως να την νοιάζει αν θα την άκουγαν.

«Κορτσόπο μ’, ψη μ’... Ησύχασον, πούλι μ’, ησύχασον, τσικάρ’ ιμ...» τη χάιδευε η χήρα παρχαρομάνα και της φιλούσε το κεφάλι της, χωρίς να ξέρει τη βαθιά πληγή που είχε η καρδούλα της...

«’Κι θελ' ατόν, θεία! ’Κι θελ’ ατόν, καλλίον ν’ αποθάνω» ψέλλισε, μην τολμώντας να φανερώσει την πληγή, άλλωστε τι νόημα είχε πλέον;... Ζήτησε από την Ποινή να την πάει στο κρεβάτι της, και μόλις έπεσε εκεί μπρούμυτα, άφησε πάλι λεύτερα τα μάτια της να τρέξουν, δάγκωνε το μαξιλάρι να μην ουρλιάξει, και στο αποκορύφωμα του θρήνου της τράβηξε απ’ το δάχτυλό της τον χαλκά και τον εκσφενδόνισε όσο πιο μακριά γινόταν‧ κι έκλαψε ακόμα, έκλαψε η Αρετή, έχοντας χάσει την πίστη της στον έρωτα του Σάββα και αγνοώντας η καλόμοιρη τι ήταν έτοιμος αυτός να πράξει, και έτσι κλαμένη την πήρε στο τέλος λυτρωτικός ο ύπνος, ώσπου μες στην άγρια νύχτα, ένιωσε ξάφνου τον Πανίκα να της χαϊδεύει την πλάτη και να της μιλάει...

«Αρετούλα... Αρετούλα, γνέφσον... Γνέφσον, ξαδερφίτσα μ’, κατ’ έχω να λέγω σε...»

«Πανίκα μ’;» στράφηκε προς το μέρος του απορημένη, διώχνοντας τον ύπνο από τα βλέφαρά της. «Ντο θέλς, ντο έντονε;»

«Αρετούλα... Σκου, σέρεψον είναν ποξάν κι ακολούθησέ μ’, αγλήορα...»

«Τι... τι να κάνω; Τι λες;»

«Ατό ντο είπα σε! Ο Σάββας αναμέν’ σε, να γουρταρεύ’ εσέν...»

«Ο Σάββας;» πρόφερε η Αρετή και αμέσως η καρδιά της φτερούγισε, σαν λαβωμένο πουλί που γιατρεύτηκε και βρίσκει ξανά τη δύναμή του να πετάξει. «Τι... πώς...;»

«Μη ρωτάς! Μη με ρωτάς άλλα, ξαδερφούλα, μόνο κάνε όπως σου είπα» της αποκρίθηκε συγκινημένος τώρα κι ο Πανίκας. «Θα σε κλέψει ο Σάββας, θα σε κλέψει και θα σε πάρει σην Κουνάκα, να παντρευτείτε... Συγχώρεσέ με που δε σ’ το ’πα πιο νωρίς, που σ’ άφησα να σε αρραβωνιάσει ο τάης με τον εύκαιρον τον Αβραάμ, αλλά ήθελα πρώτα να κομπών’ ατόν...»

«Πανίκα, θα σε τιμωρήσει για αυτό, το ξέρεις... Δε θέλω να πάθεις κακό!»

«Ας με τιμωρήσει, ήνταν εθέλ’ ας εφτάει! Εσύ να είσαι καλά, Αρετούλα μου, εσύ, αυτό με νοιάζει μόνο, να παίρς ατόν π’ αγαπάς και να ’σαι ευτυχισμένη...»

Είπε ο μοναχογιός της Ποινής, με τα μάτια να γυαλίζουν και τη φωνή του να σπάει πια από τη συγκίνηση, αγκάλιασε την ξαδέλφη του και τη φίλησε ζεστά στο μέτωπό της. Ύστερα, τη βοήθησε να μαζέψει αθόρυβα λίγα ρούχα και αθόρυβα πάλι, νυχοπατώντας κι οι δυο, κατέβηκαν τη σκάλα, βγήκαν απ' το σπίτι και προχώρησαν μέχρι το έμπα της Λιβεράς, όπου ο Σάββας κι ο Ματθαίος καρτερούσαν...

«Ως εδώ ήταν, ξαδερφούλα... Αποτενύ χωρίουμες» της είπε μόλις έφτασαν, κράτησε για λίγο τα χέρια της στα δικά του. «Δέβα σο καλόν-ι, ο Σάββας είναι πολύ τυχερός που θα σ’ έχει...»

«Πανίκα μ’...» έκανε η Αρετή, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό της, και χώθηκε στην αγκαλιά του.

«Δέβα, Αρετούλα μ’... Δέβα κι οπίσ’ μην τερείς...» την παρακίνησε για άλλη μια φορά ο ξάδελφός της, και η κοπέλα προχώρησε μπροστά, με θάρρος μαζί και αβεβαιότητα, μέχρι που είδε στο φως του φεγγαριού τον καλό της με τον δικό του ξάδελφο πλάι στο στολισμένο τους άλογο, και έβαλε φωνή ψιθυριστά:

«Σάββα...»

«Αρετή!» έκανε κι ο αγαπημένος της, μόλις την αντίκρισε, άφησε μεμιάς τις κιάμιες του αλόγου, πέταξε κι εκείνη την ποξά της στο χώμα και τρέξανε, αγκαλιαστήκαν με λαχτάρα και φιλήθηκαν με πόθο...

«Αρετούλα μου... Τρυγόνα μ’ εσύ, εγάπη μ’...»

«Σάββα μου, αητέ μ’... Γιατί εφέκες με;» τον ρώτησε, βουρκωμένη πια από χαρά και ανακούφιση. «Γιατί; Πήγα να νομίσω πως δε μ’ αγάπησες, πως ήταν ψεύτικος ο όρκος σου...»

«Εγώ, αρνί μ’; Εγώ να λέγω σε ψέματα;» την αντέκρουσε, χαϊδεύοντάς της τα μάγουλα μες στις χούφτες του. «Να κόφκεται η γλώσσα μ’! Εγώ χάμαι για τ’ εσέν, έλεπά σε σουμά σον μυξέαν τον νισαλή σ’ και χίλια μαχαίρια σπάζανε την κάρδια μ'...»

«Σσς! Μη λες ατόν νισαλή μ’, νεριάσκουμαι... Εσύ θα είσαι τώρα ο νισαλή μ’, ο άγουρς ιμ...»

«Σάββα... Ελάτε ας δεβαίνομεν, θα μερών’» τους συνέφερε η φωνή του Ματθαίου, ενώ γλυκοφιλιόντουσαν ξανά, και το νεαρό ζευγάρι γύρισε προς το μέρος του.

«Δίκιο έχει ο Ματθαίος... Πάμε, Αρετή, πάμε να στεφανούμες» παρακίνησε τρυφερά την αγαπημένη του το παλικάρι, παίρνοντας απ' το χώμα τον μπόγο με τα πράγματά της, τον φόρτωσε στο άλογο, καβάλησε, την έβαλε μπροστά του κι η κόρη τύλιξε γερά τα χέρια της γύρω απ' το κορμί του κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, ακουμπώντας πάνω του πλέον και όλη της την ύπαρξη...



Ες = ταίρι

Σουμάδεμαν ή σουμαδέματα = ο αρραβώνας (σουμαδεύω - σουμαδεύκουμαι)

Δείσα = ομίχλη

Εφέκε = άφησε

Κύρουκα = οι γονείς, το πατρικό

*«Ρασιόπουλον», στίχοι - μουσική: Μιχάλης Καλιοντζίδης

Συννύφσα = συννυφάδα

Δουρβανίζω = χτυπώ το γάλα σε ειδικό δοχείο (δουρβάν) ώστε να ξεχωρίσει το βούτυρο

Αριάνι = γαλακτοκομικό προϊόν του Πόντου

Ξύγαλαν = γιαούρτι

**«Την όμορφη την κυττάνε μια φορά, την προκομμένη δύο»: Παροιμία που σημαίνει ότι δεν αρκεί μόνο η ομορφιά σε μια γυναίκα για να παντρευτεί

Αγληορώ = βιάζομαι

Αφέντα προσφωνούσε η Πόντια νύφη όλα τα άρρενα μέλη της οικογένειας του άντρα της

***«Το κορίτσι όσο μένει ανύπαντρο, ανοίγει η τύχη της: προτροπή ενάντια στους πρόωρους γάμους

Ζαντίας = τρέλες, βλακείες (ζαντύνω, ζαντός - ζάντενα)

Τ' άλλον απάν = τη μεθεπόμενη

***Επειδή τότε ξεκινάει η νηστεία των Χριστουγέννων κατά την οποία δεν τελούνταν γάμοι

Ρούζω = πέφτω

Νεγκασμέντζα = κουρασμένη

Τανωμένος σορβάς = σούπα με γιαούρτι (ταν) και στάρι

Νυφάδεα ή νυφάδες = ανύπαντρες κοπέλες

*****«Δεν το θέλω, δεν το θέλω, κυλήστε το κι ας έρθει»: συνώνυμο του «τραβάτε με κι ας κλαίω»

Ζενγκίς = πλούσιος

Τριυλίζω = στριφογυρίζω

Τσικάρ = συκώτι (και ως προσφώνηση: τσικάρι μ' = σπλάχνο μου)

Ταρέζ = ράφι

Πασκίμ = μήπως

Λαρώνω = γιατρεύω, καταπραΰνω

Τιδέν = τίποτα

Κάσια = βράχια

Αγναεύω = καταλαβαίνω

Σύρσιμον (τη κοριτσί) = απαγωγή της νύφης

Χαπάρεα = ειδήσεις, μαντάτα (χαπέρ)

Τάης = θείος

Γουρταρεύω = σώζω

Έγροιξα = κατάλαβα

Σο γιαν εσούν = στο πλευρό σας, δίπλα σας

Τεάμ = τάχα

Έγκε = φέρε

Ναϊλί = αλίμονο

Νοΐζω = καταλαβαίνω

Την κι άλλο έμορφον = την πιο όμορφη

Οπουρνά = αύριο

Δαφνοπόταμος ή Πυξίτης = ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς του Πόντου, ρέει στην περιοχή της Ματσούκας και φτάνει ως την Τραπεζούντα

Παχυμένον = χοντρό (παχυμένος, παχυμέντζα), γαρκόν = μοσχάρι

Σουμάδεα ή ζευγλία = οι βέρες

Ταγιανίζω και ταγιανεύω = αντέχω

Βερέμ = χτικιό, φυματίωση

Σερεύω = μαζεύω

Ποξάς = μποξάς, μπόγος

Εύκαιρος = χαζός

Κομπώνω = ξεγελώ

Ήνταν = ό,τι

Αποτενύ = από δω και τώρα, στο εξής, χωρίουμες = χωρίζουμε

Κιάμιες = γκέμια

Χάμαι = χάνομαι

Νισαλής = αρραβωνιαστικός (θηλ. νισαλού)

Σπάζω = σφάζω

Νεριάσκουμαι = σιχαίνομαι

Άγουρς = άντρας

Μερώνει = ξημερώνει


Μαρία Παπαθεοδώρου