Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Καίηλεν - Κεφάλαιο 30)

Ένα μεγάλο μαύρο έλκηθρο μετέφερε πάνω στο χιόνι, το παγωμένο κορμί του πολεμιστή Κόστα. Προορισμός ήταν το νεκροταφείο του παλαιού καιρού των βουνών πριν την Ανατολή. Κόσμος πολύς, συμπολεμιστές και φίλοι του ελεύθερου βουνίσιου έσερναν τα βήματα τους πίσω του. Κοντά τους ερχόταν ο Έλντι, με την Καίηλεν Αντμάιντ πλάι του. Όσο θλιμμένη και να ήταν, η Καίηλεν βαστούσε με μεγάλη προσπάθεια τα δάκρυά της. Όταν τελείωσε η τελετή της ταφής, βρήκε κάποιο μέρος και θρήνησε κρυφά τον καλό της φίλο.

Το σκοτάδι και η θερμοκρασία άρχισαν σιγά-σιγά να πέφτουν και σχεδόν όλοι είχαν φύγει από το νεκροταφείο του παλαιού καιρού. Ο Έλντι αποφάσισε να περιμένει την Καίηλεν πριν φύγει κι αυτός. Κι όταν είδε πως αυτή δε φαινόταν, αποφάσισε να ψάξει να τη βρει. Έψαξε για ώρα, ώσπου το σκοτάδι έγινε βαθύ και το χιόνι πιο πυκνό, φωνάζοντας το όνομά της και τρομάζοντας τα μαύρα πουλιά των δέντρων. Μα δεν το έβαλε κάτω. Και τελικά την βρήκε, καθισμένη στην άκρη ενός γκρεμού, θλιμμένη, ανέκφραστη και παγωμένη.

«Καίηλεν…» την πλησίασε. Σκέφτηκε να τη ρωτήσει αν είναι καλά, μα ήδη γνώριζε την απάντηση. «…Θέλεις να φύγουμε;» της πρότεινε με ήρεμη φωνή, όπως ήρεμος ήταν πάντα. Δεν του απάντησε. Ο Έλντι κάθισε δίπλα της, κοντά της, μήπως και καταφέρει να τη ζεστάνει. Για πολλή ώρα δε μιλούσε κανείς τους. Και το χιόνι ακόμη, κόπασε.

«Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είδα στο διαγωνισμό…» προσπάθησε ξανά να σπάσει τη σιωπή ο Έλντι μα η Καίηλεν παρέμενε ανέκφραστη. «…Σκέφτηκα μέσα μου, τι χοντρά ρούχα που φοράει αυτή. Αποκλείεται να μπορεί να σημαδέψει καλά… όπως και αποκλείεται να πεθάνει από το κρύο εδώ πάνω… Κι όμως, σήμερα πας να με διαψεύσεις…» χαμογέλασε ο Έλντι.

Η Καίηλεν σηκώθηκε όρθια.

«Ας γυρίσουμε…» μίλησε για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ και η φωνή της ακούστηκε βραχνή. Άπλωσε το κρύο χέρι της στον νεαρό τοξοβόλο και τον βοήθησε να σηκωθεί κι αυτός. Ένα αεράκι έκανε την επίσκεψη του στα βουνά εκείνη τη στιγμή. «Κοίτα…» τον προέτρεψε, δείχνοντας του βορειοανατολικά στον ουρανό. «…Έρχεται καταιγίδα…».

Ο Έλντι το μόνο που μπορούσε να δει μες στο μαύρο σκοτάδι ήταν οι αραιές αστραπές, αλλά κι εκείνες φαίνονταν αρκετά μακριά.

Οι δυο τους πήραν το δρόμο της επιστροφής, περνώντας μπροστά από το νεκροταφείο. Μα, λίγο αργότερα, η καταιγίδα τους πρόλαβε και το χιόνι γύρω τους άρχισε να λιώνει.

«Τι κάνουμε τώρα;…» ρώτησε φωνάζοντας ο Έλντι.

«Δεν ξέρω!..» του απάντησε στον ίδιο τόνο. «…Να τρέξουμε πίσω στο νεκροταφείο; Έχει ένα καλυβάκι εκεί…»

Και προς τα εκεί έτρεξαν. Όσο μπορούσαν δηλαδή. Έφτασαν γρήγορα στο καλύβι, το οποίο αποδείχθηκε απρόσμενα γερό. Αφού έβγαλαν τα βρεγμένα πανωφόρια τους, ο Έλντι βρήκε κάποια στεγνά ξύλα και άναψε φωτιά.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι, ξένε;» μίλησε η Καίηλεν, παρατηρώντας το αχανές νεκροταφείο από ένα μικρό παράθυρο. «Μήπως τελικά αυτά τα βουνά είναι καταραμένα; …Μήπως τα δάση δεν θέλουν ανθρώπους εδώ τριγύρω;…»

Ο Έλντι την άφησε να τελειώσει τη σκέψη της.

«…Τόσος θάνατος…» συνέχισε η κοπέλα χαμηλόφωνα. «…Τόσα χρόνια, τόσο μίσος και γιατί; Το μόνο που αναζητούμε είναι ο τόπος μας να είναι ελεύθερος... Πολλοί από αυτούς εκεί έξω πέθαναν για αυτό το σκοπό…»

Ο νεαρός τοξοβόλος πλησίασε κι αυτός κοντά στο παράθυρο.

«Ξέχασε το παρελθόν…» της είπε «…Μην το αγγίζεις άλλο. Φαντάσου το σαν ένα υπόγειο μπουντρούμι με εκατό διαφορετικές σκάλες, όπου στην καθεμιά υπάρχει ένα φίδι…».

Η Καίηλεν γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη, μα τον άφησε να τελειώσει. Ο Έλντι Μπόου συνέχισε

«…Δεν θες να ανοίξεις το μπουντρούμι, ούτε καν να κατεβείς τη σκάλα… Πρέπει να σταματήσουμε να θρηνούμε τις ψυχές και να τις αφήσουμε να αναπαυτούν στην ηρεμία και το σκοτάδι τους. Μην επιτρέπεις στη νεαρή σου ζωή να δηλητηριάζεται. Κοίτα μπροστά, κι όχι πίσω… Δε χρειάζεται… Μην ξεχνάς πως αυτά τα μάτια κοιτάνε μόνο μπροστά, ποτέ πίσω. Δε γίνεται άλλωστε. Και, πίστεψε με, υπάρχει ένας πανέμορφος κόσμος μπροστά. Ο ήλιος θα ανατείλει και πάλι…»

Η νεαρή κοπέλα γύρισε και κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό της. Την είχε αγγίξει ο λόγος του Έλντι Μπόου. Ένιωσε παρήγορα.

«…Η βροχή σταμάτησε…» είπε, συνειδητοποιώντας πως η συμπάθεια της για το νεαρό τοξοβόλο είχε δυναμώσει εκείνο το βράδυ.

Κυριάκος Μαυροειδέας