Χρωματιστοί Κόσμοι (Κεφάλαιο 2)

Σε λίγες ώρες θα ξημέρωναν Χριστούγεννα. Ήταν νύχτα ακόμη κι η υγρασία ήταν ανυπόφορη, έτσι ενοχλητικά που κολλούσε πάνω στο δέρμα. Η κυρά Ειρήνη ήταν καθισμένη στο παγκάκι μπροστά από το τεχνητά χιονισμένο δάσος. Της άρεσε πάντα να πηγαίνει και να κάθεται εκεί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας κι ούτε το τσουχτερό κρύο του χειμώνα ούτε η ανεπιθύμητη κι έντονη υγρασία δεν θα μπορούσαν να της χαλάσουν την αγαπημένη της συνήθεια. Ντυμένη καλά για να μην κρυώνει και φορώντας πάντα τα μεγάλα μαύρα της γυαλιά, κι ας μην ξεπρόβαλε από κάπου έντονο φως, ένιωθε ότι είχε την ικανότητα να φιλτράρει ολόκληρη την αρρωστημένη ατμόσφαιρα, που αναδυόταν καθημερινά μπροστά στα μάτια της. Κανένας δεν την πίστευε, αλλά εκείνη ήξερε ότι ήταν πολύ τυχερή που δεν είχε οικογένεια. Δεν αισθανόταν μοναξιά. Ένιωθε ευλογημένη, που μπορούσε να περιπλανιέται ανάμεσα στους ανθρώπους, πλησιάζοντας όσο μπορούσε, έστω και σαν απλός θεατής στη φυσιολογική ζωή τους.

Αναλογίστηκε για μια στιγμή πότε ξεκίνησε όλη αυτή η τρέλα της, που την απομόνωνε αλλά ταυτόχρονα τη γλίτωνε από το άγχος και τους προβληματισμούς της ζωής. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της κάτι δε λειτουργούσε σωστά. Ήταν νέα ακόμα, όταν είχε αρχίσει να τρέχει το μυαλό της μακριά, σε κόσμους ανύπαρκτους κι αφηρημένους, δύσκολους για να τους αντιληφθεί ο ανθρώπινος νους. Μα αυτή δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Δεν μπορούσε να εστιάσει εύκολα ούτε να συγκεντρωθεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή σε κάποιο γεγονός. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι συμπολίτες της, είχαν αποδώσει τη συμπεριφορά της στον χαμό των γονιών της.

Εκείνη όμως ήξερε ότι δεν έφταιγε αυτό. Θυμόταν τον εαυτό της να παίζει ως μικρό παιδάκι και να προσπαθεί να ξεφύγει μέσα από το παιχνίδι με τις όμορφες, πάνινες κούκλες της. Η μητέρα της πάντα προσπαθούσε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα είτε για να φάει είτε για να κοιμηθεί είτε για τον οποιοδήποτε άλλο λόγο, που πάντα της φαινόταν ανούσιος στη μοναχική ζωή της. Αν και μικρό παιδί καταλάβαινε, ένιωθε ότι κάτι δεν ήταν σωστό πάνω της. Ήταν διαφορετική από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της κι αυτό θεωρούταν και πάντοτε θα θεωρούνταν λάθος.

Αν οι γονείς της είχαν ζήσει ύστερα από το μοιραίο ατύχημα που είχαν, όταν αυτή ήταν δεκαοχτώ χρονών, ίσως να μην την είχαν αντέξει για πολύ και να την είχαν στείλει στον Γαλάζιο Κόσμο. Δεν θα ήθελε να καταλήξει σαν την Έλενα, γιατί ό,τι κι αν έλεγε αυτή η τόσο σπουδαία δόκτωρ η κυρά Ειρήνη, έχοντας ζήσει πάνω από εξήντα χρόνια παρατηρώντας από το παγκάκι της τους ανθρώπους και προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα συναισθήματά τους, μπορούσε να νιώσει τη λύπη στο πρόσωπο της Έλενας. Η κοπέλα μπορεί και να ήταν όντως ψυχωτική, αλλά το σίγουρο ήταν πως δεν ήταν ευτυχισμένη. Τουλάχιστον αυτή ήταν χαρούμενη κι ελεύθερη. Ευτυχώς, αν και διαταραγμένη, είχε η ίδια την ευθύνη της ζωής της, καθώς όταν έχασε τους γονείς της ήταν ήδη ενήλικη.

Τι υπήρχε στον Γαλάζιο Κόσμο κανένας δεν ήξερε. Κανένας από τη Σκοτεινή Πόλη δεν είχε πάει ποτέ στον Γαλάζιο Κόσμο. Οι μοναδικοί άνθρωποι που είχαν πάει, είχαν μείνει εκεί για πάντα. Και δεν υπήρχε η παραμικρή επικοινωνία με αυτούς. Ουσιαστικά όποιος πήγαινε στον Γαλάζιο Κόσμο, αυτομάτως αποκοβόταν από τη Σκοτεινή Πόλη. Ήταν δυο ξεχωριστοί κόσμοι, που τους χώριζε ο αέρας, ή καλύτερα το κενό. Μόνο οι σπουδαίοι πολίτες του Γαλάζιου Κόσμου μπορούσαν να έρθουν κατεβαίνοντας με τα ιπτάμενα οχήματα τους στη Σκοτεινή Πόλη. Ανάμεσα στους δύο κόσμους δεν υπήρχε ποτέ έχθρα. Ίσα ίσα υπήρχε σεβασμός κι αλληλεγγύη. Η κυρά Ειρήνη θυμόταν πολύ καθαρά τους γονείς της να περιμένουν με ανυπομονησία να κατέβει κάποιος σπουδαίος δόκτωρ ή επιστήμονας ή απλά κάποιος πλούσιος ευεργέτης, με σκοπό πάντα να προσφέρει κάτι καλό στην υπόγεια πόλη. Το καλό, αόριστο καθώς είναι, θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτε, από φιλανθρωπική δωρεά μέχρι σοφά λόγια, χρήσιμα από ψυχολογική, κοινωνική και κάθε άλλη άποψη. Όσο καλό κι αν θεωρείς όμως κάτι, όταν είναι άγνωστο, δεν παύει να είναι ριψοκίνδυνο. Ποιος θα ήθελε να πάει να ζήσει για πάντα σε κάποιον κόσμο, όπου δε γνωρίζει τι τον περιμένει ακριβώς; Το πάντα είναι μεγάλη κουβέντα σίγουρα. Και δεν υπήρξε ποτέ κάποιος νόμος, που να απαγόρευε τον γυρισμό από τον Γαλάζιο Κόσμο. Μερικές φορές όμως βαθειά μέσα σου το ξέρεις πως αν πας κάπου δεν θα ξαναγυρίσεις. Δεν υπάρχει για όλα τα πράγματα γυρισμός στη ζωή. Εδώ που τα λέμε για τα περισσότερα δεν υπάρχει γυρισμός, η κυρά Ειρήνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της σε αυτή τη διαπίστωση.

Γιατί πρέπει να στέλνουν τους ανθρώπους, που είναι κάπως διαφορετικοί μακριά; Σαν εξορία μοιάζει. Η κυρά Ειρήνη δεν μπορούσε να το καταλάβει. Υποτίθεται ότι έστελναν τους ανθρώπους στον Γαλάζιο Κόσμο, όταν δεν υπήρχε σωτηρία γι’ αυτούς στη Σκοτεινή Πόλη. Εκείνη όμως ήξερε ότι, όταν θες πραγματικά να βοηθήσεις κάποιον, επειδή είναι άρρωστος ή τρελός ή οτιδήποτε δεν θεωρείται φυσιολογικό, μένεις δίπλα του και του συμπαραστέκεσαι, δεν τον διώχνεις. Μήπως τελικά δε θέλουν να τους βοηθήσουν, αλλά να τους ξεφορτωθούν; σκέφτηκε την Έλενα ξανά. Οι γονείς της την λάτρευαν. Φαινόταν στο πρόσωπό τους. Αποκλείεται να ήθελαν να την ξεφορτωθούν. Μάλλον είχαν πιστέψει πάρα πολύ στη νοοτροπία, που είχαν περάσει ήδη από πολύ παλιά οι σπουδαίοι επιστήμονες, ότι δηλαδή μόνο οι μεγάλοι και τρανοί, οι ειδικοί στον τομέα τους, γιατροί και κάθε λογής επιστήμονες μπορούν στα αλήθεια να βοηθήσουν, σπάνια και να θεραπεύσουν ανθρώπους, που πάσχουν από οποιαδήποτε ασθένεια. Ίσως τελικά και να ήταν όντως αλήθεια όλο αυτό. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει. Με ποιον τρόπο έχουν βοηθηθεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν κυριολεκτικά ξεριζωθεί από τον τόπο τους; Τι τους έχει προσφέρει η διαμονή τους στον Γαλάζιο Κόσμο; Δεν είχε δει ποτέ κανέναν από αυτούς, ώστε να καταλάβαινε αν υπήρχε διαφορά, παρά μόνο ελάχιστους, ανάμεσά τους και την Έλενα. Κι αυτοί οι ελάχιστοι, όχι σίγουρα δεν ήταν καλύτερα από πριν. Ό,τι κι αν έλεγαν οι υπόλοιποι, εκείνη έβλεπε πως κανένας τους δεν ήταν όχι καλύτερα ούτε καν το ίδιο με πριν. Πόσο άδικο αλήθεια της φαινόταν που αποφάσιζαν άλλοι για τη ζωή άλλων. Με ποιο δικαίωμα μπορεί κάποιος να αποφασίσει ότι είσαι παρανοϊκός ή ανίκανος κι άρα κι ανεπιθύμητος στον τόπο σου και να σε στείλει κάπου παρά τη θέλησή σου;

Η κυρά Ειρήνη αισθάνθηκε απέραντη ευγνωμοσύνη, που δεν την είχαν στείλει στον Γαλάζιο Κόσμο. Το σκεφτόταν ξανά και ξανά εκείνη τη βραδιά, ώσπου η βραδιά έδωσε τη θέση της στο ξημέρωμα. Παντού γύρω της υπήρχε ομίχλη κι ίσα που μπορούσε να διακρίνει τα δεκάδες μικρά παιδιά, που είχαν αρχίσει να ξεβράζονται στους δρόμους από νωρίς. Ήταν η ώρα για τα χριστουγεννιάτικα κεράσματα. Τα παιδιά κάθε τέτοια μέρα ξύπναγαν χαράματα σχεδόν, χτυπούσαν τα κουδούνια και ντυμένα καλικάντζαροι έλεγαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια σε όλα τα σπιτικά με τη σειρά. Οι κυράδες των σπιτιών ως αντάλλαγμα τα κέρναγαν σπιτικά γλυκά. Σηκώθηκε να πάει στο σπίτι της. Δεν είχε φτιάξει γλυκά, για να κεράσει τους μικρούς αγγέλους, που θα την επισκέπτονταν σύντομα, καθώς το σπίτι της ήταν το τρίτο στη σειρά. Είχε όμως άφθονες καραμέλες στις τσέπες της, όπως πάντα.

Στο πρώτο σπίτι, που πήγαν τα παιδιά, άνοιξε όλο χαρά η πάντα χαμογελαστή κυρία Ευφροσύνη. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, που αγαπούσε πολύ τα παιδιά κι είχε γίνει δικαιωματικά μια από τις δασκάλες της πόλης. Για να ευχαριστήσει τα παιδιά, που θα ήταν στο σύνολο καμιά εικοσαριά, είχε φτιάξει τέσσερις μεγάλες μηλόπιτες. Τους τις έβαλε προσεκτικά στην ευρύχωρη τσάντα τους και τους τόνισε ότι θα έπρεπε να τις μοιραστούν δίκαια στο τέλος της ημέρας. Τα παιδιά προχώρησαν με ζωηράδα και κέφι στο δεύτερο σπίτι, όπου έμεναν η Αλίκη με την αδερφή της, τη Ζωή. Η Ζωή, νοικοκυρά καθώς ήταν είχε φτιάξει ποικιλία γλυκισμάτων, καρυδόπιτες και γλυκά του κουταλιού, σοκολατένια κέικ και μελομακάρονα. Άφησε τα ίδια τα παιδιά να διαλέξουν τα αγαπημένα τους. Η Αλίκη, που ήταν διαμετρικά αντίθετη από την αδερφή της, δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με τη μαγειρική ούτε καν με τη ζαχαροπλαστική, που το επέβαλε κι η μέρα. Την ώρα που επισκέφτηκαν το σπιτικό τους τα παιδιά, την ξύπνησαν με τις χαρούμενες φωνούλες τους. Στο τρίτο σπίτι, τα μικρά παιδιά χτυπούσαν το κουδούνι για πολλά λεπτά. Ήταν περίεργο, που δεν άνοιγε η κυρά Ειρήνη. Όχι επειδή ήταν η συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά γιατί εκείνη τη μέρα πάντα άνοιγαν όλοι και προσέφεραν κεράσματα, όχι μόνο στα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους, που θα μπορούσαν να έρθουν για καθημερινή επίσκεψη. Ήταν το έθιμο. Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό των μικρών παιδιών ήταν πως η κυρά Ειρήνη, γνωστή σε όλους για την αφηρημάδα της, θα είχε χαθεί γυρίζοντας σπίτι. Όχι ότι υπήρχαν και πολλοί δρόμοι στη Σκοτεινή Πόλη για να χαθεί κανείς –μια ευθεία γραμμή ήταν ολόκληρη η πόλη- αλλά η κυρά Ειρήνη και πάλι θα μπορούσε να είχε μπερδευτεί σε κάποιο σημείο. Στη σκέψη αυτή, οι μικροί καλικάντζαροι προχώρησαν για να βρουν το επόμενο σπίτι, δίχως να χάσουν την όρεξή τους. Λίγο πριν διαβούν το κατώφλι του τέταρτου στη σειρά σπιτιού, είδαν μια ηλικιωμένη γυναίκα να τρέχει με τη ροζ, φαρδιά ρόμπα της ξωπίσω τους. Το λαχανιασμένο της πρόσωπο έλαμψε μόλις κατάλαβε ότι είχε προλάβει τα παιδιά. Κοντοστάθηκε μπροστά τους και το πλατύ χαμόγελο της κόντεψε να σβήσει κάθε βαθιά σχηματισμένη από το χρόνο ρυτίδα της.

«Ελάτε στο σπίτι μου να τραγουδήσετε. Έχω να σας δώσω πολλές καραμέλες!»

 

Μαρίτα Τυράκη