Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Έλστα - Κεφάλαιο 29)

...Το φεγγάρι έδυσε πίσω από τα σπίτια του Αρβαράν, του ανατολικού λιμανιού της Σινές. Σιγά-σιγά, ο ουρανός πάνω από τα κατάρτια άλλαζε χρώμα.

«Ξημερώνει..» σκέφτηκε η Έλστα. «...Μια καινούρια μέρα σε μια καινούρια ήπειρο..». Στο μυαλό της στριφογύριζε το πρόσωπο του Τζάρβις. Και το σίγουρο βλέμμα του, όταν της εμπιστευόταν το μποέμικο σταυρό. Είχε ξεχάσει το άγχος της πρώτης φοράς σε καράβι και την είχε κυριεύσει ο πανικός, που θα συναντούσε το νεαρό Μποέμιαν, χωρίς να έχει στα χέρια της το μενταγιόν.

Το καράβι έδεσε στο λιμάνι. Η Έλστα πάτησε το πόδι της στη στεριά, αβέβαιη και ανακουφισμένη. Είχε δυο μέρες περιθώριο να φτάσει στον Πύργο της Σινές και καμιά καλή δικαιολογία δεν ήταν αρκετή για να μην του πει την αλήθεια. Για το καραβάνι τσιγγάνων, που συνάντησε και αποφάσισε να τους ακολουθήσει και το πόσο το είχε μετανιώσει.

«Κυρία;..» μια νεαρή φωνή πίσω της, διέκοψε τις σκέψεις της. Γύρισε το κεφάλι της και είδε ένα μικρό βρόμικο ανθρωπάκι, όχι μεγαλύτερο από εφτά χρονών. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και ανακατεμένα και έπεφταν πάνω από τα μάτια του, σκεπάζοντας μεγάλο κομμάτι από το πρόσωπό του. Η Έλστα αποφάσισε να μη δώσει σημασία και να ξεκινήσει το δρόμο της προς τη Σινές.

Περπάτησε για λίγο, ακολουθώντας τον χωματόδρομο που χρησιμοποιούσαν και τα εμπορικά κάρα. Δεν άργησε να καταλάβει πως το παιδάκι την ακολουθούσε. Κοντοστάθηκε και γύρισε απότομα προς το μέρος του.

«…Γεια σου!..» του είπε σχεδόν χαμογελώντας, η νεαρή κοκκινομάλλα από την Αραζέμ. «…Ψάχνεις κάτι;…» συνέχισε με τον ίδιο ήρεμο τόνο στη φωνή της.

Το ανθρωπάκι έδειξε να ξαφνιάζεται. Η Έλστα πλησίασε ακόμη περισσότερο.

«…Είσαι κορίτσι;!..» απόρησε.

«…Έχεις φαγητό;…» ρώτησε με τη σειρά του το κοριτσάκι. Η Έλστα ψαχούλεψε στα ρούχα της.

«…Να δω μια στιγμή…» απάντησε. «…Να! Έλα πάρε…» είπε, βγάζοντας από τη τσέπη της μια χούφτα ξερούς χουρμάδες.

«…Ευχαριστώ…» χαμογέλασε το κοριτσάκι, παίρνοντας δυο-τρεις από τη χούφτα της.

Η Έλστα την προέτρεψε να πάρει και τους υπόλοιπους.

«…Και πώς σε λένε μικρή μου κυρία;»

«Λίλια» κατάφερε να πει το κοριτσάκι καθώς μασουλούσε άγαρμπα τα ξερά φρούτα.

«Λοιπόν Λίλια, εγώ είμαι η Έλστα και πραγματικά πρέπει να φύγω… Πρέπει να πάω στην πόλη…».

Η μικρή Λίλια, κούνησε καταφατικά το βρόμικο κεφαλάκι της, χωρίς όμως να σταματήσει να τρώει. Η Έλστα της έδωσε κι άλλους λίγους χουρμάδες και ένα χαμόγελο πριν φύγει για τη Σινές.

Άφηνε ολοένα και περισσότερο πίσω της την Πράσινη Θάλασσα μα ακόμη δεν είχε δει την πόλη στον ορίζοντα της Δύσης. Ευτυχώς ο καιρός ήταν με το μέρος της εκείνο το πρωί. Περπάτησε πολύ. Όλη τη μέρα. Και αργά το απόγευμα, αντίκρισε το μεγαλειώδες τείχος της Σινές.

Κυριάκος Μαυροειδέας