Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 22)

Κάθε του βήμα ήταν και ένα μαρτύριο. Το σώμα και τα ρούχα του, είχαν ποτίσει από ένα
αγωνιώδη ιδρώτα. Μια ατσάλινη μπάλα από αγκαθωτό συρματόπλεγμα του συνέθλιβε, το κεφάλι, το στήθος και όλο του το σώμα. Ήξερε ότι τραβούσε τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, μα αυτό ήταν το λιγότερο που τον ένοιαζε. Η στέρηση ήταν ένα πρίσμα μέσα από το οποίο όλοι αυτοί ήταν απλά ένα λευκό διαστρεβλωμένο συνονθύλευμα από άγριες φάτσες που ανέπνεαν και γελούσαν.

Υπό άλλες συνθήκες, ίσως και να κρυβόταν στις σκιές, όμως ο αβάσταχτος πόνος από γυάλινα κόκκαλα να διαλύονται δεν του άφηναν άλλη επιλογή. Το μαρτύριο ήταν πάνω από οποιαδήποτε θέλω και άρχισε να χτυπά την πόρτα. Στην αρχή συγκρατημένα, μετά όλο και πιο ανυπόμονα, όλο και πιο δυνατά.

Η μάνα του εμφανίστηκε μετά από λίγο από το άνοιγμα. Φαινόταν διστακτική, με την αγωνία
χαραγμένη στο πρόσωπό της. Με το ένα χέρι έσφιγγε, όσο δυνατά της επέτρεπε η ταλαιπωρημένη υγεία της, την πλεκτή ζακέτα πάνω στο στήθος. Με το άλλο προσπαθούσε να κρατήσει την πόρτα, όσο το δυνατόν λιγότερο, ανοιχτή. Ίσως να φανταζόταν ότι έτσι, θα μπορούσε να κρατήσει το Κακό έξω από το σπίτι.

Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει και πολλά από το
εσωτερικό. Η μάνα του, έκλεισε λίγο πιο πολύ την πόρτα. Άρχισε να ξύνει νευρικά το μάγουλό του.

«Χρειάζομαι λεφτά». Της είπε.

Τα γερασμένα της μάτια γέμισαν από δάκρυα και από μια αδύναμη αποφασιστικότητα. Έσφιξε τα χείλη της και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

Έξυσε πιο δυνατά το μάγουλο του. Η ανάσα του έγινε πιο βαριά, ο πόνος ακόμα πιο ανυπόφορος.

«Άκουσε με...». Ξεκίνησε να της λέει.

«Δεν έχω, φύγε» του είπε και προσπάθησε να κλείσει την πόρτα.

Έβαλε το χέρι του και την σταμάτησε. Υπερτερούσε σε δύναμη και θέληση. Το βλέμμα του
σκυθρώπιασε και έγινε άγριο. Την σημάδεψε με το δάχτυλο γεμάτος μίσος.

«Ποιος είναι;» Ακούστηκε μία φωνή από μέσα.

Πίσω από την μάνα του εμφανίστηκε η Βάσω, η οποία του ανέκοψε κάπως την οργή.
Προσπάθησε να της χαμογελάσει, αλλά το επικριτικό της βλέμμα του έκοψε την φόρα.

«Πήγαινε μέσα μάνα» της είπε η Βάσω και στάθηκε απέναντί του σταυρώνοντας τα χέρια στο
στήθος της. Έμεινε να τον κοιτά στα μάτια.

«Τελευταία φορά ρε συ Βάσω. Αλήθεια. Μια τελευταία και θα ξεκόψω».

«Θέλω να φύγεις. Τώρα». Ανταποκρίθηκε αμέσως η Βάσω.

Τον έζωσε μαύρη απελπισία. Ο πόνος άρχισε να απλώνεται από το στομάχι ως τα άκρα.
Προσπάθησε να εντοπίσει την μάνα του, η Βάσω τον εμπόδισε μπαίνοντας στο οπτικό του πεδίο.

«Μη τολμήσεις». Του φώναξε η Βάσω.

Η μικρή του αδερφούλα, ένα αδύνατο κορίτσι που μετά βίας έφτανε ως τους ώμους του και που στο σχολείο την κορόιδευαν σαν καχεκτικό, στεκόταν εμπόδιο σε αυτό που έψαχνε απεγνωσμένα. Έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και την άνοιξε διάπλατα, παραμερίζοντας την αδερφή του. Η μάνα του στεκόταν στο σαλόνι έντρομη, με την παλάμη στα χείλη της.

Μπήκε στο υπνοδωμάτιο και άρχισε να ανοίγει, εκτός ελέγχου, τα συρτάρια ψάχνοντας για
μετρητά ή για οτιδήποτε πολύτιμο. Από κάπου ακούστηκαν τα κλάματα της μάνας του. Πέταξε τα ρούχα από την ντουλάπα της, άνοιξε την τσάντα της δίχως να βρει κάτι. Έπιασε το κεφάλι του, μια κράμπα χαμηλά στο στομάχι του τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Γύρισε ξανά στο σαλόνι και είδε τις δύο γυναίκες να τον κοιτούν, η καθεμιά με τον τρόπο της.

«Δεν υπάρχει τίποτα» του είπε η Βάσω. «Δεν άφησες τίποτα. Αν δεν φύγεις, θα φωνάξω την
αστυνομία!».

Ο ήχος των λέξεων της, μπερδεύονταν με άσχημο τρόπο στο μυαλό του. Οι έννοιες ήταν
συγκεχυμένες, έβλεπε μόνο χείλη να κινούνται και απειλητικές χειρονομίες.

Μπήκε στην κουζίνα. Μέσα σε ένα ντουλάπι, βρήκε ένα κουζινομάχαιρο και επέστρεψε στο
σαλόνι. Με τα πόδια του να τρέμουν, στεκόταν ακόμη όρθιος. Στράφηκε προς την μάνα του
κραδαίνοντας το μαχαίρι. Έκανε μερικά αδέξια βήματα προς το μέρος της, άλλα η Βάσω μπήκε ανάμεσά τους.

«Σε παρακαλώ» άρχισε να λέει κλαίγοντας. «Πονάω, δεν το καταλαβαίνεις;». Της είπε.

«Και εμείς πονάμε με αυτά που κάνεις!». Του είπε έντονα η Βάσω.

Ρουθούνισε, από την μύτη του άρχισε να τρέχει αίμα, χωρίς ο ίδιος να το έχει καταλάβει. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους. «Θα σε σκοτώσω μωρή πουτάνα! Δώσε μου τα λεφτά τώρα» φώναξε.

«Όχι Γιάννη». Η φωνή της Βάσως ήταν σταθερή και αποφασιστική. «Δεν πρόκειται να σου δώσω λεφτά. Θέλω να φύγεις από το σπίτι αυτή την στιγμή».

Έμεινε να την κοιτά για μερικά δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, ακόμα και μέσα
στην θολούρα και στην επιτακτική ανάγκη της πρέζας, δεν μπορούσε να της το κάνει αυτό. Όχι στην Βάσω.

Έβγαλε μια κραυγή και σήκωσε τα χέρια ψηλά. Ο φόβος έλαμψε για μια στιγμή στα μάτια της
αδερφής του, μόνο για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε. Στο βλέμμα της είχε πια αποκρυσταλλωθεί η πίκρα και ο θυμός.

Κοίταξε μια τελευταία φορά γύρω του και μετά αποχώρησε από το διαμέρισμα. Στάθηκε στον
διάδρομο, ακουμπώντας την πλάτη του στην ξεφτισμένη μπογιά του τοίχου. Από μια πόρτα μερικά μέτρα πιο κάτω, εμφανίστηκε το κεφάλι μιας γυναίκας. Το βλέμμα της δεν μαρτυρούσε τόσο τον φόβο, όσο την περιέργεια. Μόνο όταν τον παρατήρησε καλύτερα, επέστρεψε αμέσως στο σπίτι της έντρομη. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα το μαχαίρι στα χέρια του.

Ακούστηκαν από μακριά σειρήνες που πλησίαζαν. Δεν είχε χρόνο. Έπρεπε να φύγει το
συντομότερο, δεν ήθελε να διακινδυνέψει μια ενδεχόμενη σύλληψη σε αυτή την κατάσταση. Μια νύχτα σε κελί με αυτή την χαρμάνα, θα ήταν χειρότερη και από θάνατο. Ακούμπησε με προσοχή το μαχαίρι στο πάτωμα και σκούπισε τις παλάμες από το παντελόνι του. Χτύπησε ελαφρά το μέτωπό του πάνω στην πόρτα.

«Γιατί;» έκανε σιγά. «Γιατί;» Αναρωτιόταν, κοπανώντας με λύσσα τις γροθιές του πάνω στην
ξύλινη επιφάνεια. «Γαμώτο ρε Βάσω!» φώναξε και ξέσπασε σε αναφιλητά. «Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!».

Μόλις ηρέμησε λίγο, αφουγκράστηκε για λίγο τους θορύβους που ερχόταν μέσα από το σπίτι. Οι δύο γυναίκες έκλαιγαν.