Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 23)

«Νεκρή, είχε μια ομορφιά η χλομάδα στα μάγουλά της

Στεγνά τα φύλλα έπεφταν στο άλλοτε γεμάτο ζωή νεκρό κορμί της

Σαν βροχή, όχι θλίψης μα μιας αλλόκοτης χαράς

Που πια Εκείνη δεν Υπάρχει

Η μόνη ίσως απόδειξη πως ο Πατέρας υπήρξε μα κρυβόταν

Ντρέπεται, η λάσπη τελικά, παρέμεινε λάσπη...»


Η Στέφη έκλεισε το γαλάζιο τετράδιο πάνω στα γόνατά της. Δάγκωσε νευρικά το κάτω της χείλος, παίζοντας με το στυλό στο χέρι της. Τα μάτια της έμειναν για λίγο καρφωμένα στην λευκή ετικέτα που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα «Ημερολόγιο Ονείρων». Έπειτα, άνοιξε το συρτάρι και το έκρυψε μαζί με τα άλλα προσωπικά της αντικείμενα. Υπήρχαν ποιήματα που έγραφε εδώ και χρόνια και που δεν ήθελε για κανέναν λόγο να διαβαστούν, από αδιάκριτα μάτια.

Μάζεψε τα πόδια στο στήθος της και έχωσε το κεφάλι μέσα στα γόνατα. Έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε πως είχε εξαφανιστεί από τη γη, πως είχε διαλυθεί σε άπειρα κομμάτια και μετουσιωθεί σε κάτι άλλο άυλο, σε συναίσθημα.

Το κινητό της δονήθηκε και πάλι. Σίγουρα ήταν ο Δήμος, εδώ και τόση ώρα της έστελνε μηνύματα στα οποία απέφευγε να απαντήσει. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να τον δει, το αντίθετο. Το έκανε όμως από μια βαθύτερη διαστροφική επιθυμία. Το να τον κάνει να περιμένει και να αναρωτιέται γιατί τον απέφευγε, για κάποιο περίεργο λόγο, την έκανε να αισθάνεται λιγότερο χειρότερα.

Αν δεν προσπαθούσε να διαφυλάξει την εικόνα της σκληρής τύπισσας, ίσως και να έβαζε τα κλάματα. Πάνω σε μια, όχι και τόσο σπάνια, κρίση αυτογνωσίας, ένιωσε να βυθίζεται αργά στον βυθό μιας μαύρης κατάθλιψης.

Δυσφορούσε, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ήταν λες και βρισκόταν σε μια, συνεχή και απελπισμένη, προσπάθειά να ακουστεί αλλά μάταια. Πιέζονταν σε αφόρητο βαθμό, γεμάτη από αρνητικές σκέψεις, ότι στην τελική δεν θα τα καταφέρει στη ζωή της και θα καταντήσει σαν την μάνα της.

«Είσαι τόσο αχάριστη και αγνώμων... Ότι κάνω, για σένα το κάνω, για να μην σου λείψει τίποτα και αυτός ο τρόπος που μου το ανταποδίδεις».

Γέμιζε ενοχές. Από τη μια ότι κουβαλούσε μερίδιο ευθύνης για όλο αυτό που συνέβαινε, αλλά από την άλλη, νιώθοντας ανήμπορη να αλλάξει την όλη κατάσταση. Μόνο το σκοτάδι απλωνόταν μπροστά της, η αίσθηση της παγωνιάς και της μοναξιάς. Μια άχαρη και ατέρμονη κατάσταση που την έκανε αποστασιοποιημένη, άβουλη και αμέτοχη για ότι συνέβαινε γύρω της. Κλεινόταν στον εαυτό της, για να παγώσει τον χρόνο και να δημιουργήσει ένα τείχος ασφαλείας γύρω της. Ενδόμυχα, ήλπιζε ότι με αυτό τον τρόπο θα κατάφερνε ίσως να αγγίξει και ενδεχομένως να πληγώσει την μάνα της.

Όσα σήματα κινδύνου κι αν της είχε στείλει, αυτή τα είχε αγνοήσει επιδεικτικά. Απαξίωνε τον εαυτό της, ενώ ένιωθε μόνη, εγκαταλελειμμένη και αβοήθητη. Αφήνοντας ένα τεράστιο συναισθηματικό κενό, συνοδευόμενο από απάθεια και έλλειψη ευχαρίστησης για οτιδήποτε. Αυτή η αποδοκιμασία ήταν και ο λόγος που ήθελε όσο τίποτα άλλο να πληγώσει κάποιον αυτή την στιγμή. Να τον κάνει να νιώσει άσχημα, για να αποκτήσει την ψευδαίσθηση του όποιου ελέγχου στη ζωή της.

Γύρισε ανάποδα την παλάμη της και κοίταξε με μια ληθαργική αίσθηση τον καρπό της. Πρόσεξε τις λεπτές γαλάζιες φλέβες που διέτρεχαν την λευκή της επιδερμίδα και η ιδέα να πάρει ένα ξυράφι, ξάφνου της είχε φανεί πολύ ελκυστική ιδέα. Αρκούσε απλά μια μικρή πίεση και να το σύρει απαλά.

Το κινητό της δονήθηκε για άλλη μια φορά. Έκλεισε τα μάτια και ανατρίχιασε και μόνο που είχε σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια της και χαμογέλασε σχεδόν σαδιστικά βλέποντας τον αποστολέα. Ξεκίνησε να πληκτρολογεί:

«Έλα από το σπίτι, σήμερα έχω όρεξη να περάσουμε καλά».

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ο Δήμος χτυπούσε την πόρτα της. Τον υποδέχτηκε με ένα ναζιάρικο χαμόγελο. Του χάιδεψε το μάγουλο με το δάχτυλο της, συγχρόνως ερεθίστηκε αφάνταστα, βλέποντάς τον να ριγεί με αυτό της το άγγιγμα. Παρέμεινε διστακτικός στο κατώφλι της πόρτας κοιτώντας, με κάποια ανησυχία, το εσωτερικό.

«Μη φοβάσαι. Η μάνα μου δεν είναι εδώ και θα αργήσει να γυρίσει». Του είπε.

Η αμηχανία εμφανίστηκε στα μάτια και στα χείλη του. Άνοιξε το βήμα του περνώντας στο εσωτερικό, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του. «Τσακώθηκα με τους δικούς μου ρε συ και είμαι σε άλλη φάση». Της είπε.

Τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε απαλά προς την κρεβατοκάμαρα. «Και εγώ γιατί είμαι εδώ;» Του είπε σιγανά, μέσα στο αυτί του.

Τα μάγουλά του κοκκίνισαν ελαφρώς. Έξυσε τον σβέρκο του και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Γι’ αυτό ήρθα» είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε.

Η Στέφη του έπιασε το πρόσωπο και τον έκανε να την κοιτάξει. Τον φίλησε στα χείλη εντείνοντας την νευρικότητά του. «Θα φέρω κάτι να πιούμε, ναι;» του είπε πηγαίνοντας προς τα μέσα. Εκείνος κάθισε πάνω στο κρεβάτι της. Έπειτα, εκείνη επέστρεψε κρατώντας δύο κουτάκια και ένα διάφανο σακουλάκι με χάπια. Ο Δήμος πήρε την μπύρα, κοιτάζοντας απορημένος το περιεχόμενο καθώς λικνιζόταν στα χέρια της, ήπιε μια γουλιά ενώ η Στέφη έβαζε δύο χαπάκια στην παλάμη της. Έβαλε το ένα στο στόμα της και το κατάπιε μαζί με την μπύρα. Προτείνοντας του το άλλο «Πάρε, είναι καλή φάση».

Ο Δήμος κοίταζε πρώτα μία την παλάμη της, μία τα μάτια της. «Δεν νομίζω ρε συ».

Το βλέμμα της αγρίεψε, η έκφραση της άλλαξε και έγινε σκληρή και ειρωνική. «Δεν το ήξερα ότι ήσουν τόσο φλωράκι».

Η μπηχτή της είχε πετύχει κέντρο. Τον είδε που έσφιξε τα χείλη του και το κουτί στα χέρια του.  Κοντοστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά το άρπαξε και το έβαλε στο στόμα του. Η Στέφη άφησε ένα βροντερό γέλιο. «Γουστάρω μαλάκα μου!» Ήπιε όλη της την μπύρα μεμιάς, πέταξε το κουτί και κάθισε πάνω στα πόδια του περνώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Τον φίλησε με πάθος στα χείλη, νιώθοντας την καταλυτική επίδραση των υπνωτικών να κάνει την αντίδραση με το αλκοόλ.

Παραδόθηκαν και οι δύο στην μεθυστική παραζάλη και αφέθηκαν σαν έρμαια της χημικής ευτυχίας.

«Σ’ αγαπώ». Της είπε.

Η Στέφη τραβήχτηκε και τον κοίταξε καθώς εκείνος βαριανάσαινε ακόμα. «Τι;» την ρώτησε.

«Μου το έχεις ξαναπεί αυτό». Αντέδρασε εκείνος, δοκιμάζοντας να την ξανά φιλήσει με εκείνη να τον απωθεί.

«Σου είπα να μη λες λέξεις τις οποίες το νόημα δεν μπορείς να κατανοήσεις». Του μίλησε έντονα.

Ο Δήμος έμοιαζε να έχει θιχτεί. «Την καταλαβαίνω και την εννοώ!»

Η Στέφη καταλάβαινε πως μέσα στο μικρό, παρθένο, κεφάλι του γινόταν ένα όργιο εκρήξεων. Την κοιτούσε λαχανιασμένος, με μάτια λιγωμένα. Το μυαλό της γύρισε μερικές ώρες νωρίτερα και απέστρεψε το βλέμμα της αηδιασμένη. «Ξέρεις τι γεύση έχει η αγάπη;» Ύστερα γέλασε ξανά δυνατά, καθώς ο Δήμος αδυνατούσε να καταλάβει το νόημα της φράσης της και σκούπισε τα χείλη με την ανάποδη πλευρά της παλάμης της. Τον φίλησε ακόμα πιο βίαια, βγάζοντας του την μπλούζα. Ξάπλωσαν γυμνοί στο κρεβάτι, με εκείνον να της κάνει έρωτα παθιασμένο και άγαρμπο. Ήταν πολύ μαστουρωμένος, για να καταλάβει ότι την είχαν πάρει τα κλάματα.

Ηλίας Στεργίου