Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 24)

Η Αρετή είχε πάρει τους δρόμους χωρίς να έχει κανέναν συγκεκριμένο προορισμό. Όπου και αν 
πήγαινε, έβρισκε κλειστές πόρτες ή εθιστικούς γκρεμούς.

Το βλέμμα του Γιάννη την είχε ταράξει, μέσα του κρυβόταν κάτι το ανεξέλεγκτα τρομακτικό, κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, δεν είχε φοβηθεί τίποτα. Ούτε τους νταήδες στο σχολείο, ούτε τα κακόφημα στενά στα αξημέρωτα βράδια της Θεσσαλονίκης. Αυτό όμως ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις όποιες δυνάμεις της.

Παρόλα αυτά, κάτι μέσα της την ωθούσε να μην τα παρατήσει, μια ανεξήγητη αίσθηση συμπόνιας προς κάθε τι που θα την οδηγούσε προς την καταστροφή. Ήξερε, πως με το να προσπαθήσει να μείνει κοντά του, θα ήταν σαν να προσπαθεί να τιθασεύσει μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Η επικείμενη καταστροφή φάνταζε βέβαιη αλλά αυτό ήταν που την γοήτευε.

Από την άλλη βέβαια, ήθελε τόσο να του ρίξει μια μπουνιά στο πρόσωπο. Εκνευριζόταν αφάνταστα με την σκέψη ότι ένας νέος άνθρωπος, σαν κι αυτόν, καταστρέφονταν για ένα τόσο ηλίθιο λόγο. Χαράμιζε την ζωή του, εξέθετε τον εαυτό του εκτός ζωής, εκτροχιαζόταν. Όπως ακριβώς και η ίδια. Το ίδιο αυτοκαταστροφικοί. Με το ένα πόδι πάνω από το χείλος, χωρίς να τους νοιάζει αν θα κάνουν το μοιραίο βήμα. Αυτό που έκανε την διαφορά, δεν ήταν το ύψος του γκρεμού, αλλά το χέρι που θα τους απέτρεπε να κάνουν την βουτιά στο κενό.

Έτριψε τον μηρό της. Όλη την νύχτα την έβγαλε σε ένα παγκάκι του πάρκου με άδειο στομάχι και δανεικά τσιγάρα, ατενίζοντας ένα πολύ αβέβαιο μέλλον. Ένιωθε εγκλωβισμένη με μία έξοδο που δεν διαφαίνονταν πουθενά και τώρα τριγυρνούσε στα χαμένα μέσα στην πόλη, τραβώντας τα αδιάκριτα συμπονετικά βλέμματα των περαστικών.

Είχε συννεφιά, η θερμοκρασία χαμηλότερη από ότι συνήθως για αυτή την εποχή του χρόνου. Διέσχιζε με αργά και βασανιστικά βήματα την κεντρική οδό, που ήταν παραταγμένα τα περισσότερα μαγαζιά. Φάτσες γελαστές, φωνές και γέλια γέμιζαν τον αέρα. Τι ήθελε άραγε εκεί; Ποιος ο σκοπός αυτής της περιπλάνησης; Είχε αλήθεια νόημα πλέον ότι έκανε; Είχε νόημα το οτιδήποτε;

Κοντοστάθηκε σε ένα από τα πέτρινα παρτέρια στο πλάι του δρόμου. Στέρευε από ενέργεια και αντοχές. με το πιο μικρό βήμα να φαντάζει ολόκληρος Γολγοθάς. Τότε ήταν που τον είδε. Στο εσωτερικό του μικρού καφενείου στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Ήταν χαμογελαστός. Το πρόσωπο του, οι κινήσεις του, δεν θύμιζαν σε τίποτα τον τρομακτικό εκείνο τύπο της προηγούμενης νύχτας. Έμοιαζε, κανονικός.

Συννέφιασε απότομα. Απέναντί του, μια ξανθιά νεαρή καθόταν σταυροπόδι πάνω στο σκαμπό μπροστά από το μπαρ και τον άκουγε να μιλά με ένα χαμόγελο στα χείλη. Υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ τους, φαινόταν στον τρόπο που την κοιτούσε στα μάτια και στον τρόπο που η νεαρή του χάιδευε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. Ένιωσε ζήλια που δεν προσπάθησε καν να την καταπνίξει. Κάποια άλλη υπήρχε πλάι του να τον στηρίζει, να τον αγαπά και δεν ήταν εκείνη. Μια πιθανή αντίζηλος.

Δεν τα κατάφερε όμως, σκέφτηκε και χαμογέλασε με μια δόση χαιρεκακίας.

Ο Γιάννης έκανε να φύγει με την νεαρή να σηκώνεται και να τον αγκαλιάζει, στη συνέχεια τον

φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και τον αποχαιρέτησε πιάνοντάς του τα δύο χέρια. Δεν ήταν το κορίτσι του, αυτό ήταν σχεδόν βέβαιο. Αυτού του είδος οι αβρότητες ανήκαν σε άλλη κατηγορία. Ίσως ήταν απλά μια φίλη, μπορεί και να ήταν αδερφή του. Αυτό θα ήταν ακόμα χειρότερο.

Η Αρετή, τον παρακολούθησε να φεύγει με ένα πλαστικό κύπελλο και μια σακούλα στο χέρι. Έμεινε για λίγο αναποφάσιστη για το τι θα έπρεπε να κάνει. Την είδε να ανάβει τσιγάρο και να κοιτά προς την πλευρά που είχε φύγει ο Γιάννης. Φαινόταν προβληματισμένη. Πήρε βαθιά ανάσα. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και σκύβοντας το κεφάλι, πέρασε τον δρόμο. Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο, από τα ηχεία ξεχύνονταν οι στίχοι της Ματούλας Ζαμάνη, μελωδικοί, μελαγχολικοί:


Πάρε τα χάδια τα φιλιά πάρε και την καρδιά μου

άσε μου μόνο τον καημό κρυφή παρηγοριά μου...


Η Αρετή χαμογέλασε αμήχανα και η άγνωστη της το ανταπέδωσε. Παρήγγειλε καφέ για έξω και έμεινε όρθια μπροστά από το μπαρ μέχρι που να τον ετοιμάσει.

«Τον νεαρό που έφυγε πριν από λίγο τον ξέρεις;» Ρώτησε η Αρετή, την κοπέλα.

Οι δύο άντρες που καθόταν στο τραπέζι δίπλα της, την κοίταξαν. Τους ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο κάνοντας μια γκριμάτσα και γύρισαν ξανά στα ποτά τους. Μπορούσε να φανταστεί πως φαινόταν στα μάτια τους. Με τα απεριποίητα μαλλιά, τα μαύρα μάτια και τα τατουάζ στα χέρια. Η περιέργεια των ανθρώπων της επαρχίας για το κάθε τι διαφορετικό που εκδηλώνονταν με τον πιο χυδαίο τρόπο. Μια από τις αιτίες που σηκώθηκε και έφυγε από αυτή την ηλίθια πόλη. Το βάρος από τα γεμάτα ενδιαφέρον μάτια τους ήταν ένα φορτίο ασήκωτο.

Η σερβιτόρα γύρισε και την κοίταξε καχύποπτα. Ακούμπησε αργά το ποτήρι πάνω στον πάγκο μπροστά της. Έβαλε το καπάκι και σούφρωσε τα χείλη. Έπειτα, ανασήκωσε τους ώμους της και της απάντησε: «Ο αδερφός μου ήταν, ο Γιάννης».

Η Αρετή κούνησε αόριστα το κεφάλι της. Κοίταξε την κοπέλα μπροστά της βαθιά μέσα στα μάτια. Το έβλεπε καθαρά, ήταν σίγουρη πως αναρωτιόνταν και αυτή το τι κουμάσι είναι. Ένιωσε αμήχανα. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, για ποιο λόγο επιδίωξε να της μιλήσει; Έκανε να φύγει μα ξαφνικά θυμήθηκε ότι δεν είχε χρήματα μαζί της. Αισθάνθηκε ακόμα πιο άσχημα και άρχισε να ψάχνει απελπισμένη τις τσέπες του. «Συγγνώμη» άρχισε να λέει. «Ξέχασα να πάρω λεφτά μαζί μου».

Η σερβιτόρα σήκωσε ψηλά το δεξί της φρύδι. Έσπρωξε το ποτήρι προς το μέρος της και πήρε ξανά το τσιγάρο από το τασάκι. «Κερασμένο από μένα». Ανταποκρίθηκε.

Για κάποιο λόγο ένιωσε θιγμένη. Δεν ήθελε τον οίκτο κανενός, η αίσθηση μιας παράξενης περηφάνιας δεν την άφηνε να το δεχτεί. Παρόλα αυτά όμως, πήρε τον καφέ στις χούφτες της και την ευχαρίστησε χαμηλόφωνα με σκυμμένο το κεφάλι. «Σε ευχαριστώ».

Η σερβιτόρα της πρότεινε το πακέτο αλλά η Αρετή το αρνήθηκε, παρά το γεγονός ότι πέθαινε για ένα τσιγάρο αυτή την στιγμή. Το βλέμμα της είχε κάτι το αινιγματικό, κάτι το ενοχλητικό μα δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Εκείνη τράβηξε το πακέτο ξανά πίσω και το έβαλε στην πίσω τσέπη του παντελονιού της. Στάθηκε μόνο για μια στιγμή σαν να ζύγιζε την όλη κατάσταση. «Πρόσεχε». Αυτό μόνο είπε στην Αρετή, πριν φύγει και εξαφανιστεί πίσω από την πόρτα της κουζίνας.

Ηλίας Στεργίου