Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 4) - Η Μάσκα της αθωότητας

Την επομένη το πρωί, η Ελοντί θα περνούσε από το νοσοκομείο. Στα χείλη της είχε ακόμη την γεύση την δική του και ειλικρινά δεν ήξερε πώς θα έπρεπε να νιώσει. Από την μία την επισκέπτονταν οι τύψεις και από την άλλη ο φόβος. Δεν είχε αισθανθεί έτσι ποτέ πριν και για κανέναν, ακόμη και για τον Πιέρ. Μπορεί να την ενθουσίασε ο χαρακτήρας του τότε, καθώς και το γεγονός πως είχαν αρκετά κοινά μεταξύ τους, ωστόσο, τα συναισθήματα που είχε νιώσει το προηγούμενο βράδυ για τον Φιλίπ, ήταν κάτι διαφορετικό. Έμοιαζαν με τον ασκό του Αιόλου που είχε μόλις ανοίξει στα ξαφνικά και δίχως επιστροφή. Έχοντας σηκωθεί και ντυθεί, ετοιμάστηκε να φύγει ανοίγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και αντικρύζοντας τον Φιλίπ να στέκεται ακριβώς έξω βαστώντας μία ζωγραφιά.

Την πήρε διστακτικά στα χέρια της και την κοίταξε. Απεικόνιζε εκείνους να βρίσκονται αγκαλιασμένοι μπροστά στο τζάκι, πάντοτε με την μορφή του Φιλίπ, ζωγραφισμένη παραμορφωμένα. Στα δικά της τα μάτια ωστόσο, δεν υπήρχε καμία παραμόρφωση, σαν να είχε το πρόσωπό του μία όψη, την όμορφη. Δίχως να μιλούν, εκείνη ακούμπησε το σκίτσο στο στήθος της και εκείνος έσκυψε και την φίλησε αρχικά στο μέτωπο και έπειτα στα χείλη.

«Έχουν περάσει μονάχα λίγες ώρες και όμως εσύ μου έλειψες πολύ. Τι μου συμβαίνει;» τον ρώτησε και ακούμπησε το χέρι του στο σημείο της καρδιάς της.

Οι παλμοί της ήταν γρήγοροι και έντονοι.

«Σου συμβαίνει το ίδιο ακριβώς πράγμα, που συμβαίνει και σε εμένα, μονάχα που εγώ το θεωρώ θαύμα και ευλογία» τελείωσε εκείνος και την είδε να συννεφιάζει.

«Πρέπει να πάω στο νοσοκομείο. Σήμερα ο Πιέρ παίρνει εξιτήριο» πρόφερε ελαφρώς μαγκωμένα και ο Φιλίπ ένευσε.

«Το γνωρίζω. Όπως σου υποσχέθηκα ωστόσο και χθες, δεν θα σου ζητήσω να αλλάξεις τη ζωή σου για εμένα. Αυτό εξάλλου, είναι αδύνατον» τελείωσε.

«Μα, η ζωή μου άλλαξε και πρέπει να πάψω να εθελοτυφλώ. Αυτά τα συναισθήματα που ένιωσα, ήταν πρωτόγνωρα, όμως ήταν και αληθινά. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να τους γυρίσω την πλάτη» πρόφερε και εκείνος απλώς χαμήλωσε το βλέμμα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, εξαφανίστηκε μέσα στο διάδρομο.



Ο Ντεάν είχε αποφασίσει να επισκεφτεί το σπίτι πριν να πραγματοποιηθεί η μεγάλη γιορτή της κολοκύθας. Από όσο μπορούσε να καταλάβει, αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία, μιας που η Ελοντί θα πήγαινε στο νοσοκομείο και ο Πιέρ θα έβγαινε κατά το μεσημέρι. Ακολουθώντας το γνωστό μονοπάτι, έφτασε μπροστά από την αρχοντική μονοκατοικία, η οποία εξέπεμπε ένα αίσθημα ανατριχίλας. Η αυλόπορτα ήταν μισάνοιχτη, ενώ προς μεγάλη του έκπληξη, το ίδιο συνέβαινε και με ένα μικρό παράθυρο του σαλονιού. Του Ντεάν του ήρθαν στο μυαλό σκηνές από ταινίες θρίλερ, όπου το σπίτι σε προσκαλεί με εύκολους τρόπους να εισέλθεις και κατόπιν σε κλειδώνει μέσα με βίαιο τρόπο.

Ήταν ένα πρωινό συννεφιασμένο, με την πάχνη να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του χωριού και τις ηλιαχτίδες να μην έχουν κατορθώσει να τρυπώσουν μέσα από τα πυκνά σύννεφα. Ο Ντεάν αρχικά πραγματοποίησε έναν κύκλο γύρω από το σπίτι κοιτάζοντας τον αλλοτινό, ολάνθιστο κήπο του. Ουσιαστικά, αυτό το μέρος του ανήκε, αφού κάποτε εδώ έμενε η γιαγιά του η οποία τους επισκεπτόταν πότε πότε με ιδιαίτερη χαρά, αφού όπως τους έλεγε συχνά, θα απαλλασσόταν για λίγο από το δύσμορφο θέαμα του Φιλίπ για τον οποίο δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Θυμόταν τον εαυτό του να την ρωτά επίμονα, ωστόσο τόσο εκείνη, όσο και οι γονείς του θεωρούσαν τον μεγάλο του αδερφό αγκάθι. Ο μόνος λόγος που τον είχαν αφήσει στη γιαγιά του, ήταν γιατί γνώριζαν πως σχεδόν κανένα ορφανοτροφείο δεν θα τον δεχόταν, αλλά και αν ακόμη τον δεχόταν, το μόνο σίγουρο θα ήταν πως θα κατέληγε μόνος στην κοινωνία και ξεχασμένος. Πού να ήξεραν πως είχε συμβεί ακριβώς το ίδιο, ίσως και ακόμη χειρότερο πράγμα;

Φλερτάροντας με την ιδέα, ο Ντεάν πήρε τελικά την απόφαση να πηδήξει στο εσωτερικό του σπιτιού. Εξαιτίας του κρύου φορούσε μία μαύρη, πλεκτή ζακέτα και ακριβώς από κάτω το πουκάμισό του. Στο εσωτερικό του σπιτιού, επικρατούσε μία ανατριχιαστική σιωπή, σε σημείο που θα ακουγόταν ακόμη και ο θόρυβος που έκανε η σκόνη καθώς καθόταν στα έπιπλα. Ο νεαρός έριξε μία ματιά τριγύρω του, έχοντας πάντοτε στο μυαλό του πως το σπίτι είχε ανακαινιστεί και πιθανότατα να μην θύμιζε σε τίποτε εκείνο που ζούσε κάποτε η γιαγιά του. Οι γονείς του, δεν θέλησαν να διεκδικήσουν ποτέ τη συγκεκριμένη περιουσία, αφού δεν είχαν κανέναν απολύτως σκοπό να επιστρέψουν στο Λουρμαρέν. Έπειτα ξεκίνησε να διαδίδεται και ο θρύλος της ύπαρξης εκείνου του κακού πνεύματος και έτσι το σπίτι πέρασε σε ξένα χέρια.

Έχοντας τελειώσει με την βόλτα του στο σαλόνι, ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στις κρεβατοκάμαρες. Η ησυχία είχε αρχίσει να του προκαλεί μία νευρικότητα, ενώ ειλικρινά αδυνατούσε να καταλάβει πού και πώς στο καλό είχε κατορθώσει να κρύβεται ολόκληρος άνθρωπος, ζώντας ουσιαστικά στο ίδιο σπίτι με το ζευγάρι. Καθώς όμως, κατά πώς φαινόταν μιλούσαν τα γονίδια και το αδερφικό αίμα, ο Ντεάν ξεκίνησε να υποψιάζεται για την ύπαρξη κάποιου κρυφού σημείου όπου έβρισκε καταφύγιο ο διαταραγμένος αδερφός του. Συνέχισε να προχωρά στον διάδρομο, όταν ένιωσε μία σκιά να τον ακολουθεί. Για δευτερόλεπτα, έστρεψε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω, μα κανένας απολύτως δεν φαινόταν.

Η ανάσα του άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο γρήγορη, όταν μέσα από τον καθρέπτη του μπάνιου, διέκρινε ολοκάθαρα μία σκιώδη φιγούρα να στέκεται πίσω του απειλητικά, βαστώντας στο χέρι της ένα αιχμηρό αντικείμενο. Πνιγμένος στον πανικό, ο Ντεάν έκανε μία απότομη κίνηση για να αποφύγει το χτύπημα, γλιστρώντας μπροστά, μα όταν για ακόμη μία φορά ύψωσε τα μάτια του, η μορφή είχε γίνει καπνός.

΄΄Νομίζω πως έχω αρχίσει πραγματικά να τρελαίνομαι σε σημείο που θα πιστέψω πως ο θρύλος είναι αληθινός. Πώς στο καλό είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ξεφεύγει και να εξαφανίζεται τόσο γρήγορα;΄΄ διερωτήθηκε, ωστόσο ο Φιλίπ που μπορούσε να τον διακρίνει, το διασκέδαζε ιδιαίτερα.

Θα έδινε σε αυτόν τον εισβολέα, ένα πολύ γερό μάθημα και μόνο για το γεγονός πως τόλμησε να εισβάλει στο σπίτι του απρόσκλητος. Κρυμμένος στα δικά του σκοτάδια, τον παρακολουθούσε, ενώ με μεγάλη του έκπληξη και εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά του, διέκρινε μία κάποια ομοιότητα με την παραδεισένια όψη του δικού του προσώπου. Οι δυο τους, είχαν ακριβώς τα ίδια μάτια και πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, μολαταύτα, ο Φιλίπ το θεώρησε τυχαίο. Απολαμβάνοντας την αναστάτωση που του είχε προκαλέσει και καθώς ο Ντεάν ηττημένος, αποφάσιζε να οπισθοχωρήσει, ο Φιλίπ κατέβασε τον γενικό διακόπτη, βυθίζοντας το σπίτι στο σκοτάδι, με μόνο φως τη χλωμή συννεφιά που διακρινόταν από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας.

Μέσα από έναν άλλο καθρέπτη του διαδρόμου, έκανε την εμφάνισή της η θυμωμένη βενετσιάνικη μάσκα και ο Ντεάν συνειδητοποίησε πως είχε κατορθώσει να εξοργίσει τον παράξενο ένοικο. Φοβισμένος, προσπάθησε να διαφύγει αναζητώντας τα σκαλοπάτια, όταν είδε τη φιγούρα να στέκεται μπροστά τους και να τον περιμένει. Παγώνοντας στη θέση του, στράφηκε ξανά πίσω, όταν μία τυχαία του κίνηση, τον έκανε να ανοίξει κατά λάθος την κρυψώνα στον τοίχο. Έχοντας ωστόσο πάρει φόρα και κάνοντας απότομες κινήσεις πανικού, ο Ντεάν δεν πρόλαβε να σταματήσει μπροστά στο κενό, με αποτέλεσμα να πέσει και να χτυπήσει άσχημα το κεφάλι του στην σιδερένια σκαλωσιά, προτού καταλήξει σχεδόν αναίσθητος στο πέτρινο εσωτερικό πάτωμα.

Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κουνηθεί, ένας δυνατός και διαπεραστικός πόνος συντάραξε το κορμί του και με φόβο συνειδητοποίησε πως το χέρι του είχε βγει από τον ώμο του, εξαιτίας του ακανόνιστου σχήματος που είχε υιοθετήσει και της πλήρους ακινησίας. Ο Ντεάν πάλεψε να σηκωθεί, μα ήταν ήδη αργά. Από το βάθος του απόκοσμου διαδρόμου, μία μαυροφορεμένη φιγούρα, φορώντας την μάσκα της οργής, τον πλησίαζε με βήμα αργό.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη