Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 49: Μάχη για το Κάλδιο - 2ο μέρος)

Μόλις κατάφερε να σηκωθεί ο Μιχάλης, είδε το μανδύα των Κυανών που φορούσε να έχει σχιστεί και από το σώμα του να τρέχει αρκετό αίμα, το οποίο όμως δεν είχε χρόνο να σταματήσει, αφού έπρεπε να συνεχίσει τη μάχη. Έριξε μια γρήγορη ματιά για να καταλάβει τι γινόταν και ποια ήταν η έκβαση της μάχης, παρακολουθώντας την ταυτόχρονα με το μυαλό του. Η κατάσταση ήταν όπως του είχε πει ο Νίκος, άσχημη για τους Κυανούς και τους χωρικούς δηλαδή, που είχαν χάσει ήδη αρκετούς, ενώ όσοι απέμειναν πάλευαν ταυτόχρονα με δύο ή και περισσότερους Χιζέρκα. Ο Νέστορας βρισκόταν στην πιο δυσμενή θέση, αφού πάλευε με τέσσερις ταυτόχρονα, αλλά παρόλα αυτά τα κατάφερνε περίφημα, αποδεικνύοντας πως ήταν εξαίρετος μαχητής. Ο Νίκος πάλι μονομαχούσε με έναν Χιζέρκα, ενώ είχε νικήσει ήδη έναν άλλο, που βρισκόταν τώρα λιπόθυμος λίγο πιο πέρα. Το επόμενο που έκανε είναι να ψάξει τη γυναίκα που ήταν αρχηγός του λόχου αυτού του στρατού των Ηγετών, αλλά δεν την εντόπισε πουθενά. Παραξενεμένος, στράφηκε αλλού, όπου είδε έναν Κυανό να πέφτει από ένα άγριο χτύπημα ενός από τους δύο Χιζέρκα με τους οποίους πάλευε, με τον άλλο να ετοιμάζεται να τον καρφώσει στην καρδιά.

Με τον εκνευρισμό του να επιστρέφει, έσφιξε την μπουνιά του με όλη του τη δύναμη, απελευθερώνοντας παράλληλα μαγεία, κάτι που έκανε τον Χιζέρκα που ετοιμαζόταν να κάνει το θανάσιμο χτύπημα να μείνει ακίνητος, στη συνέχεια να του πέσει το σπαθί από τα χέρια, ενώ τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω και σωριάστηκε λιπόθυμος στο έδαφος στο τέλος. Πριν ο άλλος προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, εξαπέλυσε πολλές επιθέσεις εναντίον του, που ξεπέρασαν την άμυνα που κατέβαλε και το σώμα του δέχτηκε πολλές μαχαιριές που έκαναν κατακόκκινη τη στολή του από το αίμα του, ενώ πολλά από τα κόκκαλα του θώρακα και των χεριών έσπασαν, κάτι που τον έκανε να ουρλιάξει και να σωριαστεί ανήμπορος στο έδαφος, ουρλιάζοντας από τους πόνους. Τελικά, τον έκανε και αυτόν να χάσει τις αισθήσεις του, ενώ πήγε προς τον Κυανό που βρισκόταν στο έδαφος.

Εκείνος βρισκόταν στο έδαφος και δεν έκανε κάποια κίνηση. Με δυσκολία διαπίστωσε πως ανέπνεε. Με ένα άνοιγμα του μυαλού του, είδε πως είχε ένα άσχημο τραύμα στην κοιλιά, που εμπόδιζε τις λειτουργίες του οργανισμού του. Μην γνωρίζοντας τι να κάνει και πιεσμένος από τη μάχη και την ανάγκη να συνεχίσει, σκέφτηκε να κάνει μία απλή θεραπεία που θα τον κρατούσε ζωντανό έως ότου κάποιος άλλος θα κατάφερνε να τον βοηθήσει. Άφησε το σπαθί του στο έδαφος ακριβώς δίπλα του και τράβηξε το μανίκι του μανδύα, με την παλάμη του δεξιού του χεριού στραμμένη στο τραύμα του Κυανού.

«Φύγε» του είπε εκείνος ξεψυχισμένα, «δεν έχω πια ελπίδες. Θέλω μόνο…» πήγε να συνεχίσει, αλλά αίμα γέμισε το στόμα του και τον έπνιξε. Ελάχιστες στιγμές αργότερα ξεψύχησε, με το αγόρι να προλαβαίνει οριακά να διαβάσει το μυαλό του.

Εκεί πάγωσε, βλέποντας τον άνδρα να πεθαίνει, ενώ προσπαθούσε να του μιλήσει. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και τα χέρια του να τρέμουν, νιώθοντας ένα άγριο σφίξιμο στο στομάχι, κατάφερε όμως να κρατηθεί και να μην ξεράσει. Δεν άκουγε πια τίποτα, παρόλο που το τοπίο γύρω του ήταν σκεπασμένο με ήχους από τα ουρλιαχτά και τα μαγικά χτυπήματα όσων πάλευαν. Όλα είχαν παγώσει και είχε μείνει μόνος του εκεί, με το σώμα του νεκρού άνδρα, τον οποίο ούτε καν είχε αντικρίσει, αλλά είχε καταλάβει πως ανήκε στους Κυανούς και ήταν παντρεμένος, έχοντας αποκτήσει και παιδί. Όλα όμως ήταν τόσο θολά, που δεν ήξερε καν αν είχε καταλάβει καλά, αλλά τα τελευταία λόγια του άνδρα έμειναν αποτυπωμένα στη μνήμη του, μαζί με την εικόνα του αίματός του. Τα φανταζόταν γραμμένα σε ένα πίνακα με αίμα, να τονίζουν τον άσχημο θάνατό του. Είχε καταλάβει πως δεν είχε τη δυνατότητα να τον σώσει, γιατί το τραύμα ήταν πολύ βαθύ και άσχημο, ίσως και μαγικά ενισχυμένο, για αυτό δεν κατηγόρησε τον εαυτό του, αν και μετάνιωσε που δεν προσπάθησε καν. Υποσχέθηκε όμως στον άνδρα να πραγματοποιήσει την τελευταία του επιθυμία, να βρει δηλαδή τη γυναίκα του και να της μεταφέρει τη σκέψη του.

Μην έχοντας καμία όρεξη πια να συνεχίσει τη μάχη, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του. Αυτό που είδε ήταν χειρότερο από πριν, με τους υπερασπιστές του χωριού να βρίσκονται σε ακόμη χειρότερη θέση από ότι πριν, με την ήττα τους από τους Χιζέρκα να φαίνεται πια, αλλά όσοι έμειναν όρθιοι ακόμη στη μάχη δεν το έβαζαν κάτω. Αν και πολύ ταραγμένος, κατάφερε να εντοπίσει τον Νίκο, που είχε φύγει από το σημείο που βρισκόταν πριν και μονομαχούσε με έναν άλλο Χιζέρκα, αρκετά κουρασμένος όμως, με τον Χιζέρκα να δείχνει αντίθετα ξεκούραστος και ορεξάτος για μάχη και να συντρίψει τον αντίπαλό του. Σήκωσε το σπαθί του από το έδαφος, έτοιμος να πάει να τον βοηθήσει, αφού είχε εντοπίσει και άλλους Χιζέρκα να πλησιάζουν προς το μέρος τους, ψάχνοντας κάτι, αλλά ήταν θέμα χρόνου να επιτεθούν και αυτοί στον Νίκο. Κίνησε προς τα εκεί, προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό του τα λόγια του άνδρα και να ξαναβρεί την επιθυμία του για μάχη.

Ξαφνικά όμως σταμάτησε. Στο οπτικό του πεδίο βρέθηκε η Ιρία, η αρχηγός των Χιζέρκα, που κινούνταν προς τον Νέστορα, που πάλευε τώρα με δύο Χιζέρκα, αφού τους άλλους δύο τους είχε ήδη νικήσει και βρισκόταν λιπόθυμοι στο έδαφος. Όρμησε προς το μέρος της χωρίς δεύτερη σκέψη και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, γνωρίζοντας πως αυτή είχε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για όσα είχαν συμβεί εκεί, αλλά εκείνη χάθηκε ξαφνικά. Εξαφανίστηκε από εκεί, σαν να εξανεμίστηκε, όπως γινόταν με τα πνεύματα στο χωριό των νεκρών. Έκπληκτος προσπάθησε να τη βρει με το μυαλό του, αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Κάτι μυστηριώδες υπήρχε με αυτή τη γυναίκα, αλλά δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί με αυτό.

Αν και ένιωθε ήδη καταβεβλημένος από τη μάχη και όσα είχε δει, όρμησε στους δύο Χιζέρκα που έψαχναν κάτι ανάμεσα στα πτώματα των Κυανών εκεί κοντά, που κατάλαβε πως ήθελαν να δουν αν υπήρχε κάποιος ζωντανός ανάμεσά τους και ήταν απλώς σε λιπόθυμη κατάσταση, ώστε να τον σκοτώσουν. Αηδιασμένος από αυτό που έκαναν, τους επιτέθηκε με απίστευτη μανία, με πολλά αλλεπάλληλα χτυπήματα, που τους βρήκαν απροετοίμαστους. Όμως δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού πρέπει αν υπήρχε μαγεία γύρω τους που να τους προστάτευε. Αυτό όμως τον εξόργισε ακόμη πιο πολύ και επιτέθηκε ξανά, με ακόμη μεγαλύτερη μανία αυτή τη φορά, με μαύρες λάμψεις να τους περικυκλώνουν και να τους κρύβουν από το βλέμμα του, αλλά κατάλαβε πως τα είχε καταφέρει από τα ουρλιαχτά τους, ενώ μόλις σταμάτησε τους είδε να βρίσκονται αναίσθητοι στο έδαφος, με πολλές πληγές στα πρόσωπα και τα σώματά τους. Είχαν αιφνιδιαστεί μάλλον από την ξαφνική επίθεση του Μιχάλη, όντας συγκεντρωμένοι στην προσπάθεια να βρουν κάποιο ζωντανό Κυανό, με αποτέλεσμα να μην προβάλουν κάποια αντίσταση στα έντονα χτυπήματά του, πέρα από την εγκατεστημένη μαγεία πάνω τους, η οποία επίσης ήταν μυστηριώδης.

Μετά, είδε τον Νίκο να κάνει μία προσποίηση στον άνδρα με τον οποίο πάλευε, ο οποίος πήγε να αμυνθεί από τη δεξιά πλευρά, ενώ ο Νίκος του επιτέθηκε από την αριστερή μαζί με ένα μαγικό χτύπημα, που τον έριξαν κάτω αιμόφυρτο. Τον αποτελείωσε με μία κίνηση του χεριού, με τον άνδρα να μένει αναίσθητος εκεί.

Μετά, το Νίκος έχασε την ισορροπία του και γονάτισε, στηριζόμενος στο σπαθί του, το οποίο και κάρφωσε στο έδαφος. Ανάσαινε βαριά, ενώ αίμα έτρεχε από μια πληγή στο δεξί του πόδι, από την κοιλιά του και από δυο τραύματα στο πρόσωπό του. Πέρα από αυτά ήταν αισθητή και η κούρασή του, αφού τα έβαζε με έμπειρους και ικανότατους Χιζέρκα, οι οποίοι δε δίσταζαν πουθενά. Ο Μιχάλης έτρεξε δίπλα του, κοιτώντας καλύτερα τα τραύματα του φίλου του, που ήταν άσχημα.

«Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε, ενώ ένιωθε και το δικό του τραύμα στο σώμα να τον πονά, αλλά και να χάνει πολύ αίμα από αυτό.

«Αντέχω. Εσύ πώς τα πας;»

«Τα καταφέρνω μέχρι στιγμής. Θες βοήθεια;»

Του έκανε νόημα με το χέρι του να μη βοηθήσει, ενώ μέσα σε λίγες στιγμές στάθηκε και πάλι όρθιος. Μετά, το βλέμμα του σταμάτησε λίγο πιο πέρα, όπου μέσα από τη σκόνη που είχε σηκωθεί και από τις πολλές λάμψεις, φαινόταν μία νεαρή γυναίκα Χιζέρκα, που μόλις είχε νικήσει έναν Κυανό ή χωρικό, δεν το κατάλαβε αυτό ο Μιχάλης και έψαχνε για τον επόμενο αντίπαλό της.

Ο Νίκος κίνησε τότε προς το μέρος της, αφήνοντας τον Μιχάλη πίσω. Εκείνος, ψάχνοντας για κάποιον άλλο ελεύθερο Χιζέρκα, εντόπισε πάλι την Ιρία. Κατευθυνόταν και πάλι προς τα εκεί που βρισκόταν ο Νέστορας και πάλευε με τρεις Χιζέρκα. Ήταν εκπληκτικό το ότι κατάφερνε να αντιστέκεται και να τους κάνει να υποχωρούν μάλιστα, εντυπωσιάζοντας το αγόρι. Η Ιρία όμως ετοιμαζόταν για μία ύπουλη επίθεση εναντίον του, κάτι που μάλλον θα τον έθετε εκτός μάχης και θα τον έκανε έρμαιο των Χιζέρκα με τους οποίους μαχόταν εκείνη τη στιγμή.

Αυτή τη φορά ο Μιχάλης, φοβούμενος μην εξαφανιστεί πάλι αυτή, έκανε άμεσα μια διπλή κίνηση για να την κρατήσει ακίνητη, την οποία όμως απέκρουσε εκείνη με μία ελαφριά κίνηση του χεριού της, αλλά το αγόρι κέρδισε αυτό που ήθελε. Την έκανε να στραφεί προς το μέρος του και να εκνευριστεί, με αποτέλεσμα να ετοιμαστεί να του επιτεθεί, με εκείνον πια έτοιμο για μία μάχη μαζί της, όπου ήθελε να τη σταματήσει και να εκδικηθεί για όσα είχαν συμβεί, με το θυμό μέσα του και πάλι να φουντώνει και να ξεχνά τον πόνο στο σώμα από τη μαχαιριά που είχε δεχτεί από τους Χιζέρκα που είχαν προσπαθήσει να τον σκοτώσουν πριν.

«Σκέφτηκες να μου προσφέρεις ένα ζέσταμα πριν αποτελειώσω τον αρχηγό σας;» τον ρώτησε ειρωνικά, ενώ του επιτέθηκε άμεσα, προσπαθώντας να του επιφέρει με μία κίνηση ένα θανάσιμο χτύπημα, αλλά ο Μιχάλης αμύνθηκε ταχύτητα, με πορτοκαλί λάμψεις να εμφανίζονται ανάμεσά τους, ενώ ακούστηκε σαν να είχαν σπάσει πολλά γυαλιά.

«Σκέφτηκα να σε εξουδετερώσω» αποκρίθηκε το αγόρι αποφασιστικά.

Παναγιώτης Βάβαλος