Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 49: Μάχη για το Κάλδιο - 1ο μέρος)

«Και εσείς πρέπει να φύγετε από εδώ» είπε μετά ο νεαρός άνδρας, «μην σας πιάσουν, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Θα έρθετε μαζί μου, να σας πάω από την άλλη πλευρά του χωριού»

Δε δέχτηκε τις αντιρρήσεις τους και ανέβηκαν πάνω, βγαίνοντας γρήγορα από το χωριό. Ο Μιχάλης έβαλε την περγαμηνή στο σακίδιό του, ενώ σκεφτόταν κάποιο τρόπο για να συμμετέχει στη μάχη. Οι δυνάμεις του σίγουρα θα βοηθούσαν τους Κυανούς.

Όσο προχωρούσαν, ο νεαρός άνδρας του μετέφερε και ένα μήνυμα από τον Νέστορα, τον αρχηγό των Κυανών. Η ομάδα αυτή ήταν δημιουργημένη από τον Σέκαρ, ενώ ο ίδιος ο αρχηγός της ήταν μαθητής του μάγου αυτού. Είχε ενημερωθεί για τον Μιχάλη, ενώ του ζήτησε να αναφέρει στον Σέκαρ πως υπήρχε πρόβλημα επικοινωνίας. Μέχρι να τελειώσουν, είχαν βγει από το χωριό, με τον άνδρα να τους ενημερώνει για κάποια πύλη.

«Συγγνώμη για αυτό, αλλά θέλουμε να βοηθήσουμε στη μάχη» τον έκοψε ο Νίκος τότε και μετά με διπλή προσπάθεια τον κράτησε ακίνητο.

Ο Μιχάλης δεν άργησε να αντιδράσει και τον έριξε λιπόθυμο. Ο Νίκος τον κράτησε ώστε να πέσει απαλά στο έδαφος.

«Γρήγορα, δε θα μείνει για πολύ έτσι» είπε στον Μιχάλη μετά, βγάζοντας από το σακίδιό του δύο μανδύες των Κυανών.

Ο Μιχάλης δε ρώτησε κάτι και πήρε τον έναν, ενώ και οι δύο τους φόρεσαν μετά βιαστικά, ξεκινώντας στη συνέχεια προς το μέρος που ήταν όλοι συγκεντρωμένοι. Πέρασαν από αρκετά σημεία του χωριού, τρέχοντας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει από πού περνούσαν.

Στο τέλος, είδε πρώτη φορά πολλούς μάγους παρατεταγμένους, έτοιμους για μία μάχη. Το θέαμα δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό, αφού ήταν ελάχιστα οπλισμένοι, αλλά ήταν σίγουρος πως αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν πραγματικά κάτι το ξεχωριστό.

Από ότι κατάλαβε, οι Κυανοί ήταν παρατεταγμένοι ανά εξάδες, με τους χωρικούς να μην ξεχωρίζουν, αλλά να βρίσκονται μαζί τους και μάλλον πίσω τους. Δεν ήταν πολλοί, αλλά οι εξάδες έφταναν τις δεκατρείς, ενώ όλοι είχαν τα μυαλά τους κλειστά. Ο μόνος που ξεχώριζε ήταν ο Νέστορας, που στεκόταν μπροστά από όλους τους άλλους, στραμμένος προς τους Χιζέρκα. Εκείνοι ήταν όσοι θυμόταν ο Μιχάλης, περισσότεροι όμως σε αριθμό από τους Κυανούς και τους χωρικούς, ενώ πολλοί από αυτούς ήταν έφιπποι. Οι τελευταίοι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, ενώ μπροστά από όλους αυτούς στεκόταν η γυναίκα, με την οποία είχε συνομιλήσει έξω από το δάσος. Εκείνη τη στιγμή, πηγαινοερχόταν κάθετα μπροστά από τους άλλους Χιζέρκα, δείχνοντας σκεφτική, ενώ έριχνε ματιές προς την πλευρά των υπερασπιστών του χωριού. Μετά από λίγο, φάνηκε να έχει αποφασίσει κάτι.

«Θα σας δώσω άλλη μία ευκαιρία» είπε αναφερόμενη σε εκείνους που βρίσκονταν απέναντί της, φωνάζοντας με εξωπραγματική δύναμη, όπως είχε κάνει όταν μιλούσε στα δύο αγόρια έξω από το δάσος, «παραδώστε μας τους Κυανούς και το χωριό σας θα παραμείνει ελεύθερο, με μικρή μόνο επιτήρηση»

Ξαφνικά, από τις γραμμές των Κυανών, ξεπρόβαλε ένας και στάθηκε δεξιά των υπολοίπων, με τον Νέστορα να γυρνάει και να κοιτάζει προς αυτόν που βγήκε απότομα.

«Δε μας πείθετε» είπε, φωνάζοντας κι εκείνος με ανάλογη δύναμη, «ξέρουμε τι πρόκειται να πάθουμε έτσι και σας αφήσουμε να κυριεύσετε το χωριό»

Εκείνη έδειξε να εξοργίζεται με αυτό. «Καλά, είστε τόσο ανόητοι; Πιστεύετε πως έχετε καμία ελπίδα εναντίον μας; Η επιτήρηση που θα σας κάνουμε αν μας παραδώσετε τους Κυανούς δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα πάθετε αν αντισταθείτε. Τελευταία ευκαιρία λοιπόν, δέχεστε την πρότασή μου;»

«Όχι» απάντησε οι χωρικός, «δεν πρόκειται να παραδώσουμε στους Ηγέτες ούτε άχυρα. Θα υπερασπιστούμε τα σπίτια μας, πλάι στους Κυανούς»

«Δεν πρόκειται να ανεχτούμε καμία άλλη κίνηση εναντίον των Ηγετών, γι’ αυτό ήρθε η ώρα να πληρώσετε τι τίμημα της πράξης σας, Κυανοί και κάτοικοι του Καλδίου. Θα σας μάθουμε να σέβεστε αυτούς που έχουν την εξουσία»

«Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, Ιρία» την έκοψε ο Νέστορας, μιλώντας ήρεμα, «κερδίζεται. Αντίθετα, αυτό που μπορούν να επιβάλλουν οι Ηγέτες στους κατοίκους αυτού του χωριού, όπως και σε όλους στη Ζερκαλία, είναι ο φόβος. Και σε μία εξουσία που επιβάλλεται με εκφοβισμό, είναι λογικό να υπάρχουν επαναστάτες που θα αντιστέκονται σε αυτή και θα προσπαθούν να τη ρίξουν»

Εκείνη γέλασε με αυτό που είπε ο Νέστορας. «Σε αυτούς που δεν μπορούν να καταλάβουν το σωστό, πρέπει να επιβληθεί με εκφοβισμό»

«Επειδή αυτή η κατάσταση συμφέρει εσένα και μερικούς άλλους δε σημαίνει ότι είναι και το σωστό» της απάντησε αμέσως ο αρχηγός των Κυανών, «το σωστό είναι να υπάρχει ισότητα, η οποία έχει χαθεί από την εξουσία των Ηγετών»

«Λάθος. Ισότητα υπάρχει τώρα, παλαιότερα δεν υπήρχε. Εμείς απλά σταματάμε όσους ανόητους προσπαθούν να την καταστρέψουν, όπως εσείς. Γι’ αυτό ήρθε και η ώρα να τελειώνουμε μια και καλή με εσάς» συνέχισε, ενώ μετά στράφηκε στους Χιζέρκα που ήταν παρατεταγμένοι πίσω της, «ξεκινήστε» φώναξε μετά με πάθος, «μην δείξετε κανένα έλεος σε αυτούς που προσπαθούν να καταστρέψουν το σωστό καθεστώς της χώρας»

Οι Χιζέρκα ξεκίνησαν άμεσα, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένοι, με υπερβολική ταχύτητα, με τους έφιππους να πλησιάζουν πολύ γρήγορα στους Κυανούς και τους χωρικούς, οι οποίοι παρακολουθούσαν σαστισμένοι την επίθεση των Χιζέρκα.

«Ετοιμαστείτε» φώναξε και ο Νέστορας, «ήρθε η ώρα να υπερασπιστείτε την τιμή και τα σπίτια σας» συνέχισε, ενώ μετά στράφηκε προς το στρατό των Ηγετών, που είχε σχεδόν φτάσει στο σημείο όπου βρισκόταν.

Τις επόμενες σκηνές που ακολούθησαν ο Μιχάλης μπορούσε να τις περιγράψει με δύο τρόπους. Απίστευτο χάος και απόλυτη φρίκη. Δεκάδες λάμψεις όλων χρωμάτων σκέπασαν το τοπίο, οι οποίες έκαναν όσους βρίσκονταν χαμένοι ανάμεσα σε αυτές να χάσουν τον προσανατολισμό τους και τους στόχους τους, ενώ δεκάδες ήχοι συγκρουόμενων μετάλλων σκέπασαν κάθε άλλο ήχο που ακουγόταν. Όμως αυτό που έκανε το αγόρι να παγώσει στη θέση του και το στομάχι του να σφιχτεί και να γίνει σαν πέτρα, ήταν οι πρώτες φριχτές εικόνες που αντίκρισε. Οι έφιπποι Χιζέρκα που έφτασαν πρώτοι στους υπερασπιζόμενους το χωριό, επιτέθηκαν με απίστευτο μίσος και πάθος στους Κυανούς που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, ξεπερνώντας κάθε άμυνα που κατέβαλαν εκείνοι, καταφέρνοντας θανάσιμα χτυπήματα. Ο Μιχάλης είδε σπαθιά να καρφώνονται στα σώματα των Κυανών ή στους λαιμούς τους, μερικούς τους αποκεφάλισαν, ενώ κάποιους άλλους τους σκότωσαν αρκετοί Χιζέρκα μαζί, με τα σπαθιά τους να γεμίζουν αίμα, προβάλλοντάς τα στη συνέχεια ψηλά υπερήφανοι για το κατόρθωμά τους.

Είχε μία έντονη επιθυμία να ξεράσει, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, τα μάτια του βούρκωσαν στη σκέψη του χαμού αυτών των ανθρώπων, ενώ τα πόδια του έτρεμαν, με τα γόνατά του να τον κρατούν με δυσκολία όρθιο. Ένιωσε τις δυνάμεις του να τον έχουν εγκαταλείψει, μία ζάλη να τείνει να τον ρίξει κάτω, ενώ μετά οι πολλές λάμψεις τον τύφλωσαν και έκλεισε τα μάτια του, από όπου τα καυτά δάκρυα που τα είχαν υγράνει έφυγαν ανενόχλητα, με την καρδιά του να σφίγγεται άσχημα και να νιώθει ένα πόνο στο στήθος.

«Άντε, τι κάνεις;» άκουσε τον Νίκο να του φωνάζει, «πάμε, ήδη είναι σε άσχημη θέση οι Κυανοί και οι χωρικοί. Κουνήσου»

Άνοιξε τα μάτια απότομα. Τα λόγια του Νίκου ένιωσε να τον επαναφέρουν και να διαπιστώσει που ήταν και τι ήθελε να κάνει.. Ο φίλος του είχε ήδη ξεκινήσει και τον ακολούθησε, τραβώντας το σπαθί του από τη θήκη στην πλάτη του, φωνάζοντας και βρίζοντας τους Χιζέρκα και τους Ηγέτες, με μια άγρια επιθυμία να τους κάνει κομμάτια, να τους κάνει να πληρώσουν. Πριν καν το καταλάβει, είχε βρεθεί στη μάχη και ορμούσε στον πρώτο του αντίπαλο, έναν έφιππο Χιζέρκα, τον οποίο έριξε από το άλογό του με αλλεπάλληλα μαγικά χτυπήματα, που τον κατέστησαν αιμόφυρτο στο έδαφος, ενώ στο τέλος του έριξε μια δυνατή κλωτσιά με όλη του τη φόρα στα πλευρά, που τον έκανε να ουρλιάξει με απίστευτη δύναμη, ενώ τον άφησε λιπόθυμο στη συνέχεια, με μία κίνηση. Ένιωθε πιο ισχυρός από ότι ήταν συνήθως, με το αίμα να του έχει ανέβει στο κεφάλι, όλο του το σώμα να τρέμει και μία ακατανίκητη επιθυμία να διαλύσει όποιον έβρισκε.

Είχε πάθει ακριβώς το ίδιο που είχε πάθει στο Σπήλαιο της Φωτιάς όταν αντιμετώπισε τα Νύλεμς. Δεν ήταν καλό που έχανε τον αυτοέλεγχό του, αλλά η αυξημένη δύναμη του ένιωθε πως είχε θα τον βοηθούσε σε μια μάχη σαν κι αυτήν. Χωρίς να χάσει λεπτό, όρμησε στον επόμενο αντίπαλό του, τον κοντινότερο ελεύθερο Χιζέρκα, στον οποίο είχε κάνει μια τριπλή επίθεση πριν καν να το καταλάβει. Με ένα χτύπημα με το σπαθί του τον αφόπλισε, με το σπαθί του Χιζέρκα να τινάσσεται μακριά, ενώ τον άφησε λιπόθυμο με ένα άγριο διπλό χτύπημα, που τον έκανε να ουρλιάξει πριν χάσει τις αισθήσεις του. Μετά, συνέχισε την άγρια επίθεσή του, νιώθοντας ακούραστος ακόμη.

Σε μία στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο Χιζέρκα. Έκανε κινήσεις με το σπαθί του πιο γρήγορα από ότι πίστευε πως μπορούσε, αμυνόμενος στα δυναμικά χτυπήματα των δύο αντιπάλων του. Εκείνοι χτυπούσαν από διαφορετική πλευρά ο καθένας, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να κάνει διπλή κίνηση για να προλάβει να αμυνθεί σε αυτές τις επιθέσεις, αλλά τα κατάφερνε, όχι όμως και να πάρει το πάνω χέρι. Είχε περάσει πια στην άμυνα, τόσο στη ξιφομαχία όσο και στη μαγική μάχη, όπου απέκρουε τα συνεχή χτυπήματα που δεχόταν από τους δύο αντιπάλους του, που έδειχναν διψασμένοι για αίμα, χωρίς να δείχνουν το παραμικρό έλεος. Προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν και να του προκαλέσουν βαθιά τραύματα ή πόνο σε διάφορα σημεία του σώματός του, αλλά εκείνος είχε την ταχύτητα και τη δύναμη να αμύνεται, ενώ με το σπαθί του σταμάταγε τα συνεχή χτυπήματα που δεχόταν από τα σπαθιά των δύο Χιζέρκα.

Ξαφνικά, ένιωσε κάτι να τον χτυπά με δύναμη από τα δεξιά, με έναν έντονο πόνο να προκαλείται στο δεξί του αυτί και μία έντονη ζάλη να τον κάνει να υποχωρήσει. Πριν καν καταλάβει τι είχε συμβεί, δέχτηκε ένα χτύπημα στο στήθος, σαν ένα μαχαίρι να του ξέσκιζε τη σάρκα, κάτι που τον έκανε να ουρλιάξει και να σωριαστεί στο έδαφος, αποφεύγοντας ένα χτύπημα με το σπαθί από τον έναν από τους δύο Χιζέρκα με τους οποίους πάλευε τόση ώρα, επειδή ο άνδρας είχε στοχέψει σε ψηλότερο σημείο. Το σπαθί ξέφυγε από το χέρι του, ενώ αισθάνθηκε ένα ακόμη πόνο από το χτύπημα στο έδαφος με το κεφάλι, που του δημιούργησε μεγαλύτερη ζάλη. Το επόμενο που είδε ήταν τους δύο Χιζέρκα να στέκονται από πάνω του και να υψώνουν τα σπαθιά τους, έτοιμοι να τον καρφώσουν ταυτόχρονα, ενώ ετοιμαζόταν να του επιτεθούν και με άλλους μαγικούς τρόπους, για να κάνουν το θάνατό του πιο άγριο πιθανώς.

Τότε ο χρόνος ήταν σαν να άρχισε να πηγαίνει πιο αργά. Είδε την κίνηση αυτή των Χιζέρκα σε αργή κίνηση, όπως μάλλον έβλεπε ένας μελλοθάνατος αυτό που θα τον αποτελείωνε. Δεν έμεινε όμως ακίνητος, αφού ένιωσε τον πόνο και τη ζάλη που είχε να φεύγουν εντελώς σε μία στιγμή, με το θυμό του να φουντώνει. Τίναξε τα χέρια του απότομα, σαν να έσπρωχνε κάτι από πάνω του με μανία, ενώ ελευθέρωσε μαγεία παράλληλα, με μία έντονη μαύρη λάμψη να εμφανίζεται και τη φοβερή μαύρη φλόγα να δημιουργείται. Μέσα σε μία στιγμή είχαν χτυπήσει τους δύο Χιζέρκα που ετοιμάζονταν να αποτελειώσουν τον Μιχάλη, και τους εκτόξευσαν λίγο πιο πέρα, όπου έσκασαν στο έδαφος, με σώματα καμένα και γεμάτα αίματα, ενώ στη συνέχεια έχασαν τις αισθήσεις τους. Όλα αυτά ο Μιχάλης μπορούσε να τα παρακολουθεί με το μυαλό, σαν να τα έβλεπε από πανοραμική θέα, με ιδιαίτερη άνεση, καλύτερα ακόμη και από ότι φανταζόταν ότι θα κατάφερνε. Στη συνέχεια όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε ο ίδιος και παρέμεινε ξαπλωμένος στο έδαφος...

Παναγιώτης Βάβαλος