Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 49: Μάχη για το Κάλδιο - 3ο μέρος)

«Πλάκα έχεις», απάντησε η Ιρία στα λόγια του, «Ξέρεις, έχεις ταλέντο. Είναι πραγματικά κρίμα που θα πάει χαμένο» και την επόμενη στιγμή τράβηξε ένα σπαθί, με κόκκινη λεπίδα και ροζ λαβή και όρμησε κατά πάνω του, με τον Μιχάλη να αμύνεται επιδέξια στα χτυπήματά της. Ήθελε τόσο πολύ να την εκδικηθεί, που άρχισε να επιτίθεται παθιασμένα, αναγκάζοντάς τη να υποχωρήσει.

Από το πρώτο κιόλας χτύπημα φάνηκε πως ήταν εξαίρετη ξιφομάχος. Ο Μιχάλης όμως ήταν πολύ γρήγορος και δεν της έδωσε τη δυνατότητα να κάνει κάποια επίθεση, καθώς χρησιμοποίησε και πάλι τα εναλλάξ χτυπήματα, που την ανάγκαζαν να γυρνάει το σώμα της συνεχώς για να αμυνθεί, αλλά αυτό δεν την αποπροσανατόλιζε από τις μαγικές επιθέσεις που έκανε στον Μιχάλη, ο οποίος σε εκείνο είχε περιοριστεί να αμύνεται. Ήταν βιαστική, αφού προσπαθούσε να του επιφέρει κάποιο θανάσιμο χτύπημα και να τελειώνει μαζί του το συντομότερο δυνατό, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος να τη σταματήσει.

Οι συνεχείς συγκρούσεις των σπαθιών τους έκαναν τα τύμπανα των αυτιών του να πονάνε και να αρχίσει να αποκτά πονοκέφαλο, ενώ προσπαθούσε ταυτόχρονα να σκεφτεί κάποιο τρόπο για να την κάνει να υποχωρήσει και να έχει την ευκαιρία να της επιτεθεί. Εκείνη όμως έδειχνε πολύ δυνατός αντίπαλος και τον είχε εξαναγκάσει τελικά σε αμυντικό ρόλο και στην ξιφομαχία τους, αφού τον χτυπούσε με πολύπλοκα χτυπήματα, στα οποία κατάφερνε να αμυνθεί τοαγόρι με τεράστια δυσκολία.

Ξαφνικά, του έκανε μια προσποίηση πως θα χτυπούσε από δεξιά, αλλά κινήθηκε ταχύτατα αριστερά του και βρέθηκε από πίσω του, ενώ την επόμενη στιγμή ο Μιχάλης ένιωσε ένα πολύ δυνατό χτύπημα στην πλάτη που τον έσπρωξε αρκετά μπροστά και σωριάστηκε μπρούμυτα στο έδαφος, με τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα από τον πόνο και το σπαθί να ξεφεύγει από το χέρι του. Η Ιρία βρέθηκε από πάνω του κατευθείαν και ετοιμάστηκε να τον καρφώσει, αλλά εκείνος έσφιξε τη μπουνιά του σε μία προσπάθεια να της πιέσει την καρδιά για να τη σταματήσει. Η κίνησή του πέτυχε και εκείνη υποχώρησε λιγάκι, αλλά την έκοψε με διπλή προσπάθεια, κάνοντας τον καρπό του Μιχάλη να εξαρθρωθεί με έναν τρομερό πόνο, που τον έκανε να πιάσει στο χέρι του και να μείνει εκεί. Ο τρομερός πόνος τον έκανε να μείνει εκεί για λίγη ώρα, με τη σκέψη του να έχει παγώσει και μία ζάλη να του δημιουργείται και πάλι. Μετά από λίγο ο πόνος έδειξε να υποχωρεί κάπως και σηκώθηκε όρθιος, βλέποντας πως και η Ιρία είχε πρόβλημα μετά την κίνησή του, αφού βαριανάσαινε ακόμη, προσπαθώντας να συνέλθει από την πίεση που άσκησε εκείνος στην καρδιά της. Με το χέρι του πάντως ανήμπορο να πιάσει το σπαθί, το τράβηξε με το αριστερό, αν και ήξερε πια πως δε θα κατάφερνε πολλά έτσι, μιας και όλες οι κινήσεις του βασίζονταν στο δεξί.

Επιτέθηκε μετά στην αρχηγό των Χιζέρκα, προσπαθώντας να της σπάσει με τη σειρά του κάποιο κόκκαλο, αλλά εκείνη αμύνθηκε και η κίνησή της, που συνοδεύτηκε από πολλές κίτρινες σπίθες, τον πέταξε μακριά. Βρισκόμενος για μία ακόμη φορά πεσμένος στο έδαφος, κυλίστηκε προς τα αριστερά για να αποφύγει το σπαθί της Ιρίας, που ερχόταν κατά πάνω του για να τον καρφώσει. Δεν κατάλαβε γιατί το πέταξε από εκεί, αλλά σηκώθηκε την επόμενη στιγμή βιαστικά και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει, καθώς εκείνη τράβηξε το σπαθί στο χέρι της, όπως ένας μαγνήτης έλκει ένα σίδερο.

«Δεν πρόκειται να γλυτώσεις από εμένα» του είπε πολύ εκνευρισμένη.

Ο Μιχάλης δεν τη φοβόταν και άρχισε να της επιτίθεται με απανωτές επιθέσεις, που την ανάγκασαν να αμυνθεί,χωρίς να πάθει φυσικά κάποια ζημιά. Με το δεξί του χέρι άχρηστο μπορούσε να επιτίθεται μόνο με το αριστερό, που δεν τον βόλευε και πολύ, αλλά είχε πεισμώσει και ήθελε να τη νικήσει, όποιο και να ήταν το τίμημα. Μετά, σκέφτηκε κάτι άλλο και δημιούργησε από το έδαφος κινούμενες ρίζες που την άρπαξαν, αλλά τις κατέστρεψε με μία κίνηση του σπαθιού της. Έπειτα χαμογέλασε, με τον Μιχάλη να απορεί με αυτό, ενώ στη συνέχεια ένιωσε κάτι πίσω από την πλάτη του. Αυτό μετά τον χτύπησε και τον έριξε για μία ακόμη φορά στο έδαφος, με έναν τρομερό πόνο στην πλάτη, ενώ ένιωσε μία έντονη πίεση στη σπονδυλική του στήλη. Η γυναίκα βρέθηκε από πάνω του άμεσα και σήκωσε το σπαθί για να τον καρφώσει με αυτό. Η πίεση που ασκούνταν στη σπονδυλική του στήλη δεν του επέτρεπε να κάνει καμία κίνηση, επομένως δεν μπορούσε να κουνήσει το χέρι του και να κάνει κάτι για να τη σταματήσει. Είχε καταφέρει να τον ακινητοποιήσει και τώρα θα τον αποτελείωνε. Διαπίστωσε πως ήταν ικανότατη μάγισσα, αλλά τώρα ήταν αργά για να καταφέρει κάτι. Θα τον αποτελείωνε την επόμενη στιγμή και όλα θα τελείωναν, αποδεικνύοντας πως δεν ήταν έτοιμος να τα βάλει μαζί της. Το τελευταίο πάντως που του ήρθε στο μυαλό, καθώς ένιωθε το σπαθί της Ιρίας να κατεβαίνει με προορισμό την πλάτη του, ήταν η μαύρη φωτιά.

Δεν είχε ούτε δευτερόλεπτο να το σκεφτεί και το έκανε, με τον τρόπο που είχε μάθει να ασκεί μαγεία και εκνεύριζε τόσο τον Ζεραήλ. Η κόκκινη λεπίδα δεν καρφώθηκε πάνω του, αλλά άκουσε ένα δυνατό ουρλιαχτό από την Ιρία και το σπαθί της να πέφτει στο έδαφος. Του δημιουργήθηκε ένας τρομερός πονοκέφαλος, αλλά έβαλε φωτιά και σε αυτό που τον κρατούσε ακίνητο, που το έκανε στάχτη σε μία στιγμή. Μετά, σηκώθηκε όρθιος, με ένα τρομερό πονοκέφαλο και έναν απίστευτο πόνο στην πλάτη, είδε την Ιρία να καίγεται ολόκληρη, αλλά η φωτιά που την έκαιγε εξαφανίστηκε εντελώς ξαφνικά. Εγκαύματα υπήρχαν στο πρόσωπο και το σώμα της, με μία έκφραση πόνου, που αντικαταστάθηκε από εκείνη της οργής να υπάρχει στο πρόσωπό της. Ο Μιχάλης όμως δεν έχασε την ευκαιρία του, παρά τους τρομερούς πόνους που ένιωθε και με μία κίνηση του αριστερού του χεριού την κράτησε ακίνητη, Της ανταπέδωσε μετά το γεμάτο μίσος βλέμμα, κοιτώντας με απέχθεια το καμένο πρόσωπό της, που κατέστρεφε την ομορφιά της.

«Πρέπει να μάθεις να σέβεσαι τις ζωές των άλλων ανθρώπων» της είπε με δυνατή φωνή, ανασαίνοντας βαριά και σφίγγοντας τα δόντια από τον έντονο πόνο.

«Σέβομαι όσους αξίζουν να τους σεβαστώ. Σε όσους όμως αντιστέκονται σε μία δίκαιη εξουσία, θα τους συμπεριφέρομαι σαν ανάξια όντα»

«Από πότε έγινε η τυραννία και η σφαγή όσων εναντιώνονται δίκαιη εξουσία;» «Επειδή δε συμφέρει εσένα και τους φίλους σου δε σημαίνει ότι είναι τυραννία. Μπορεί να το λέτε έτσι επειδή σας βολεύει, αλλά η προσπάθειά σας να καταστρέψετε το σωστό για αυτή τη χώρα δε θα βγει. Δεν πρόκειται να καταφέρετε τίποτα» «Αυτές οι ανοησίες δεν πιάνουν σε μένα» Με τον πονοκέφαλο να γίνεται φρικτός και να μην τον αντέχει άλλο. «Οι τύραννοι και τα τσιράκια τους, όπως εσύ, πρέπει να πληρώσουν. Και κάποτε θα έρθει αυτή η ώρα» συνέχισε μετά, ενώ απελευθέρωσε την κίνησή του για να την κάνει να λιποθυμήσει άμεσα με μία άλλη κίνηση.

Η Ιρία όμως εξαφανίστηκε μέσα σε μία στιγμή, αφήνοντας μαύρο καπνό πίσω της, ενώ στη συνέχεια ένα περίεργο σφύριγμα σκέπασε κάθε άλλο ήχο, με τις λάμψεις να εξαφανίζονται και έναν μαύρο καπνό να δημιουργείται γύρω από την περιοχή, ενώ από εκεί χάθηκαν όλοι οι Χιζέρκα που πολεμούσαν, εκτός από εκείνους που βρίσκονταν αναίσθητοι στο έδαφος, με τους Κυανούς και τους χωρικούς που είχαν μείνει όρθιοι να κοιτάζουν μετέωροι τι συνέβαινε γύρω τους, σαν να μην μπορούσαν να αντιδράσουν σε αυτό που γινόταν. Ο Μιχάλης απορούσε για το τι συνέβαινε, αλλά ο φριχτός πονοκέφαλος που ένιωθε έκανε τη σκέψη του αργή και τον ίδιο να παρακαλάει να σταματήσει με κάποιο τρόπο, ενώ άρχισε να θολώνει η ορατότητά του και να μειώνονται και οι άλλες αισθήσεις του, μέχρι που στο τέλος αφέθηκε να βυθιστεί στο σκοτάδι που τον καλούσε για να ηρεμήσει τον πόνο του…

Παναγιώτης Βάβαλος