Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 25)

«Είσαι ηλίθιος!» .

Ο Γιάννης προσπάθησε να χαμογελάσει, όμως οι κράμπες που είχαν ήδη ξεκινήσει χαμηλά στο στομάχι του δεν τον άφηναν.

«Καλή σου μέρα και σε σένα».

Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά, καθώς έβαζε όλα τα απαραίτητα σύνεργα μέσα σε ένα σακίδιο πλάτης. Προσπάθησε να αγνοήσει το γεγονός πως ήταν εξαγριωμένη, αυτό ήταν το λιγότερο βέβαια που τον ένοιαζε αυτή την στιγμή. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει τον κατήφορο. Σε λίγο θα νύχτωνε και έπρεπε να βιαστεί. Δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να της εξηγήσει το οτιδήποτε. Ειδικά αυτή την ημέρα.

Σήκωσε το κεφάλι και την είδε να στέκεται απέναντί του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Είχε σμίξει τα χείλη της σε μια λεπτή κόκκινη γραμμή, τα μαλλιά της ατημέλητα έπεφταν άτακτα μπροστά από τα φουρτουνιασμένα της μάτια. Φόρτωσε το σακίδιο στον ώμο του και την προσπέρασε αφήνοντάς την έκπληκτη για τον επιδεικτικό τρόπο που την περιφρόνησε.

Μάλλον θα είχε συνηθίσει να περνά πάντα το δικό της, ένα κακομαθημένο κοριτσάκι που δεν ήξερε από όχι. Μπορεί βέβαια να έκανε και λάθος. Όμως, ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε. Πρόβλημά της. Όπως πρόβλημα ήταν και η θύελλα που άρχισε να μαίνεται στο στήθος του.

Τον ακολούθησε καθώς διέσχιζε το κατηφορικό δρομάκι.

«Τι σκατά νομίζεις ότι κάνεις μου λες;», τον ρώτησε.

Προσπάθησε να μην της δώσει σημασία αλλά εκείνη συνέχισε ακάθεκτη, αγκιστρωμένη πάνω του σαν τσιμπούρι.

«Σου μιλάω», του φώναξε.

Εκείνος σταμάτησε απότομα, γύρισε και την κοίταξε με μάτια που αντανακλούσαν την αφόρητη παγωνιά που θέριευε μέσα του. Προσπαθώντας να ελέγξει το τρίξιμο στα δόντια του.

«Ποιο είναι το πρόβλημα σου, μου λες;», την ρώτησε.

Έμοιαζε να ξαφνιάζεται από το απότομο του χαρακτήρα του, μόνο για λίγο.

«Το δικό σου ποιο είναι;», ανταποκρίθηκε εκείνη άμεσα.

Τον έσπρωξε με δύναμη και αυτός της το ανταπέδωσε.

«Το τελευταίο πράγμα που θέλω αυτή την στιγμή, είναι κάποια να με νταντεύει!».

«Καταστρέφεσαι, δεν το καταλαβαίνεις;», του είπε εκείνη.

Ο Γιάννης έπνιξε ένα ειρωνικό γέλιο.

«Κάνε μου την χάρη με τα κλισέ σου», της είπε ειρωνικά και συνέχισε πιο γρήγορα. «Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα το τι συμβαίνει. Ζήσε στο δικό σου ροζ συννεφάκι και άσε με εμένα», της είπε σε δυνατό τόνο.

«Είσαι μαλάκας! Ποιος σου είπε ότι η δική μου ζωή είναι ρόδινη; Ε; Δεν το έριξα στα ναρκωτικά όμως», του φώναζε εκείνη.

«Σωστά, εσύ προτιμάς τις γέφυρες», αντιμίλησε κατευθείαν.

Άκουσε μια πνιγμένη βλαστήμια πίσω του. Η ανάγκη είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο αβάσταχτη.

«Ο θάνατος» συνέχισε με μεγαλύτερο κόπο τώρα «έχει κάτι το οριστικό και το αμετάκλητο. Εγώ δεν προσπαθώ να πεθάνω, είμαι ήδη νεκρός».

«Σκάσε», του φώναξε.

Η φωνή της πια δεν είχε τον αγριεμένο τόνο αλλά μια ικετευτική χροιά. Όλα μέσα στο κεφάλι του είχαν τυλιχτεί σε μια πυκνή λευκή ομίχλη ενώ ηλεκτρικές εκκενώσεις τράνταζαν το κορμί του.

Είχαν βγει από τα όρια της πόλης, το ζοφερό κτίριο της εκκλησίας ορθώνονταν μπροστά τους πια, περιτριγυρισμένο από πανύψηλα κυπαρίσσια. Αδύναμες φλόγες από τα μνήματα, έδιναν ένα θλιβερό τόνο στην μέρα που έσβηνε στην δύση.

Οι ήχοι της πόλης έσβηναν μέσα στο σιωπηλό προαύλιο του νεκροταφείου. Μια παράξενη γαλήνη τον τύλιξε παρά την επιτακτική ανάγκη της χαρμάνας. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να βρει αυτό που έψαχνε, είχε κάνει αυτή την διαδρομή αρκετές φορές. Η Αρετή συνέχισε να τον ακολουθεί σαν δύστροπο κουτάβι που δεν καταλάβαινε από μαλώματα.

Ο τάφος του Φάνη ξεπρόβαλλε μπροστά του, χορταριασμένος και απεριποίητος. Η φωτογραφία του, στο φτηνό πλαστικό κάδρο, έδειχνε ξεθωριασμένο το χαμόγελο κάτω από τα στρόγγυλα γυαλιά του. Με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο και καλλιγραφικά γράμματα, ήταν γραμμένοι οι στίχοι:

«Και τι ζητάω, τι ζητάω

Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω».

Χαμογέλασε θλιμμένα. Για κάμποσο καιρό πίστευε ακράδαντα πως είχε κατέβει ο ίδιος ο Φάνης και τα έγραψε πάνω στον τάφο του. Ίσως να ήταν αλήθεια, ίσως πάλι και όχι. Σκούπισε ελαφρά το μαυρισμένο μάρμαρο και κάθισε πάνω του αφήνοντας τον σάκο δίπλα του. Ήταν παγωμένο, τον έκανε να ανατριχιάσει. Άνοιξε ανυπόμονα το φερμουάρ της τσάντας του και ξεκίνησε να βγάζει τα σύνεργα.

«Αν ζούσε» της είπε κάνοντας της νόημα με το κεφάλι προς την φωτογραφία του Φάνη «σήμερα θα έκλεινε τα τριάντα τρία. Στην υγειά σου ρε». Είπε ανοίγοντας μια μπύρα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά.

Την ακούμπησε δίπλα του και συνέχισε με έναν τόνο σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του παρά στην Αρετή. «Το όνειρο του ήταν να φτιάξει την δική του μπύρα και να την πουλάει. Είχε σπουδάσει και κάτι παρεμφερές, τεχνολογία τροφίμων ή κάτι τέτοιο και μου είχε ζαλίσει τα αυτιά τόσα χρόνια για τον όνομα που θα της έδινε, τα μπουκάλια που θα την συσκεύαζε, το πλάνο της παραγωγής... Είχε όνειρα ο μπάσταρδος και κατέληξε να ονειρεύεται τον Θεό από εκεί μέσα που βρίσκεται τώρα».

«Εσύ δεν έχεις όνειρα και σκορπίζεσαι με αυτή την μαλακία;», τον ρώτησε με λίγη επιθετικότητα η Αρετή.

«Όλα μου τα όνειρα χωράνε σε αυτό το μικρό σακουλάκι, δεν χρειάζομαι τίποτα παραπάνω από αυτό», της απάντησε με ηρεμία.

«Παραιτείσαι, απλώς αυτό κάνεις».

Σκούπισε τις χοντρές στάλες του ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό του. «Και καλά κάνω», φώναξε. «Η ευθύνη είναι ασήκωτο φορτίο που δεν μπορώ ούτε και θέλω να διαχειριστώ».

Την είδε να τραβιέται προς τα πίσω. Ίσως η ένταση της φωνής του να ήταν παραπάνω από ότι ήταν συνήθως.

Το τρέμουλο του κορμιού του είχε αρχίσει να γίνεται ανεξέλεγκτο το ίδιο και το παραλήρημα. «Τα ναρκωτικά είναι το πρόσχημα» συνέχισε. «Το προπέτασμα του καπνού για να αποκαλύψουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Το Θηρίο. Το πεινασμένο τέρας του εγωισμού μας που απαιτεί να το ταΐσουμε. Μου λες ότι παραιτούμαι; Τι θες να κάνω; Να ελπίζω ότι θα συμβεί το θαύμα; Η ελπίδα ενέχει το στοιχείο της απελπισίας και έχω φτάσει ακόμα πιο χαμηλά από αυτό. Εκεί που η λέξη ελπίδα χάνει παντελώς το νόημά της και αποκτά μια πιο δυσοίωνη υπόσταση. Γίνεται λεπίδα. Αφήνει ουλές ανεξίτηλες και παραπλανητικές. Ότι, δηλαδή το μαρτύριο θα μετατραπεί σε λύτρωση», γέλασε ειρωνικά.

Έσφιξε το λάστιχο πάνω στο μπράτσο τραβώντας την μία άκρη με τα δόντια.

«Δεν μπορώ να σε αφήσω να το κάνεις». Η φωνή της έφτασε τόσο αδύναμη στα αυτιά του, που σχεδόν δεν την άκουσε.

«Νομίζεις πως έχεις την δύναμη να με σταματήσεις; Εσύ που στέκεσαι με στα πόδια σου με το ζόρι; Κανείς δεν μπορεί να το κάνει και ούτε το θέλω», της αγρίεψε.

Η πρέζα άρχισε να διαλύεται μέσα στο κουτάλι πάνω από την φλόγα του αναπτήρα, όπως ακριβώς και οι σκέψεις του που έσβηναν στην υπνωτική θέα του υγρού που έβραζε. Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχαν σκέψεις όλα του τα θέλω στριμώχνονταν στο κενό της σύριγγας, οι επιθυμίες του επικεντρώνονταν στην επίκληση της λευκής Θεάς.

«Αυτός είναι ο κόσμος μου» είπε και χτυπώντας την σύριγγα συνέχισε «και αυτή είναι η ζωή μου».

Έχωσε την βελόνα στο μπράτσο και τράβηξε το έμβολο. Μια μικρή ποσότητα αίματος μπήκε στην σύριγγα και μετά σούταρε. Η υγροποιημένη κόλαση εκτοξεύτηκε μέσα του μετουσιωμένη σε σκοτεινό παράδεισο. Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα άρχισε να κυλά στις φλέβες του και έπεσε πάνω στην λερωμένη πλάκα ανοίγοντας το στόμα σε μια έκφραση εκστατικής ανακούφισης. Άπλωσε τα χέρια στο πλάι χαλαρωμένος και όλα τυλίχτηκαν σε μια απαλή λευκή ομίχλη, στην γλυκιά νιρβάνα όλων των εξαρτημένων.

«Επιπλέω. Εδώ που είμαι δεν μπορεί να με ακουμπήσει κανείς. Ούτε και η Βάσω. Την ακούω που μου μιλάει, που με ικετεύει να σταματήσω μα ο χρόνος σταματά εδώ για μένα. Την αγαπάω την αδερφή μου όμως η αγάπη ξαφνικά διαλύεται μέσα στην σκόνη, με τυφλώνει. Σηκώνει ένα ψηλό τείχος που με εμποδίζει να την φτάσω ο πόνος επανέρχεται δριμύτερος και σκεπάζει τα πάντα». Δεν υπήρχε πια θυμός στην φωνή του. Η ένταση είχε μεταλλαχτεί σε παράδοση. «Δεν θέλω να νοιαστώ για άλλα πράγματα εκτός από την πρέζα. Δεν με παίρνει. Να έχω έννοιες, σκοτούρες, ευθύνες. Θέλω να είμαι ελεύθερος».

«Και είναι αυτό ελευθερία ρε συ Γιάννη; Σοβαρά; Αυτό το λες ζωή;», επέμενε η Αρετή.

Με εκείνον να κουνάει ζαλισμένος το κεφάλι του, γελώντας πλατιά «Δεν είμαστε τίποτα παραπάνω σε αυτό τον κόσμο από γυρολόγοι που τριγυρνάμε στο κόσμο άσκοπα, ξοδεύοντας τις μέρες μας αποκομίζοντας εμπειρίες». Του φάνηκε τόσο αστείο αυτό που είπε και ξέσπασε σε ένα ασυγκράτητο γέλιο. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σοβάρεψε απότομα.

«Η πρέζα σε σκοτώνει χίλιες φορές, ξυπνά ότι πιο άγριο ένστικτο κρύβει η ψυχή. Δεν σου αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο», συνέχισε να του λέει η Αρετή.

Έμειναν και οι δύο για λίγο σιωπηλοί.

«Κάθε φορά που η βελόνα τρυπά το χέρι μου, κάνω πρόβα θανάτου. Γι’ αυτό έρχομαι εδώ».

Χτύπησε απαλά την παλάμη στο μάρμαρο. «Θέλω να συνηθίζω την ιδέα. Στέκομαι εδώ ξαπλωμένος, σαν τον άγγελο του θανάτου». Κούνησε τα χέρια του σαν να πετούσε ενώ ξέσπασε πάλι σε γέλια. «Είναι, πώς να το πω, συμβολικό. Ελευθερώνομαι από την ζωή μου», τελείωσε με σοβαρότητα.

«Σε λυπάμαι» του είπε και έφυγε μέσα στην νύχτα.

Εκείνος ξάπλωσε πάλι πίσω και έκλεισε τα μάτια του. «Χρόνια σου πολλά τυχερέ μπάσταρδε!»

Ηλίας Στεργίου