Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 1) - Η γιορτή της κολοκύθας

Κάπου εκεί πίστεψε, πως το τέλος του είχε έρθει και απείχε μονάχα μία ανάσα. Ο πόνος του βγαλμένου του ώμου τον τρέλαινε και τα βαριά βήματα του Φιλίπ, ολοένα και πλησίαζαν. Τότε, ένα χέρι τον άρπαξε με βία και τον έσυρε σε όλο το διάδρομο πηγαίνοντας ολοένα και πιο βαθιά σε αυτόν τον ομολογουμένως, αθέατο μέχρι στιγμής κόσμο. Η όρασή του είχε θολώσει εξαιτίας του πόνου. Η διαδρομή τους φαινόταν να φτάνει σε κάποιο τέλος, μιας που το πλάσμα τον παράτησε και κατόπιν κατευθύνθηκε σε ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι. Μα αργές κινήσεις, έκατσε στην καρέκλα μπροστά του σταυρώνοντας τα χέρια του.

«Εσύ, θα πρέπει να είσαι ο καινούργιος παλιάτσος του χωριού, καθώς ο παλιός μας τελείωσε. Δεν άντεξε την φρικτή ιστορία που σκεπάζει αυτόν τον τόπο και μην μπορώντας να βρει κάποια λύση, την κοπάνησε. Βλέπεις όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, το μόνο εύκολο είναι να καταθέτεις τα όπλα και να υποχωρείς, ρίχνοντας σε άλλους την ευθύνη. Στην προκείμενη περίπτωση, άφησε εσένα να βγάλεις το φίδι από την τρύπα και όταν μιλώ για φίδι, δεν εννοώ φυσικά τον βιαστή που κυκλοφορεί ανενόχλητος στο χωριό, εννοώ εμένα, καθώς εγώ είμαι το πρόβλημα όλων. Δεν γεννήθηκα όμορφος και τέλειος για να έχω εξασφαλίσει μία θέση μέσα στον κόσμο. Η σιχαμερή η μάνα μου με έβγαλε ελαττωματικό και με πέταξε στη γιαγιά μου, η οποία αν δεν ήταν θρήσκα και δεν φοβόταν μήπως μετά τον θάνατό της, το τομάρι της καβουρδιστεί στην Κόλαση, θα με είχε στα σίγουρα πετάξει σε κάποιο πηγάδι. Αρκετά όμως μιλήσαμε για εμένα, είναι αγένεια. Για πες μου δήμαρχε, τι στο καλό γύρευες στο σπίτι μου;» τον ρώτησε ενώ ταυτόχρονα με το δεξί του πόδι, πατούσε το σημείο του σπασίματος του ώμου του Ντεάν.

Ο νεαρός μπροστά του, πάλεψε να αναπνεύσει καθώς ο πόνος τον εμπόδιζε ακόμη και να βγάλει κάποια άναρθρη κραυγή.

«Απαντήσεις» του είπε κοφτά, σχεδόν δακρύζοντας και ο Φιλίπ άφησε να του ξεφύγει ένα γρύλισμα, σαν άγριου ζώου.

«Απαντήσεις σχετικά με το πόσο τερατόμορφη είναι η μούρη μου, ή σχετικά με το πόσα παιδάκια έχω φάει, ή σκοτώσει;» ξεκίνησε να τον ειρωνεύεται και ο Ντεάν απελπίστηκε.

«Ξέρεις, ήταν λάθος μου να σε ενοχλήσω, εγώ δεν ήθελα..» πήγε να του πει.

«Σκάσε, γιατί μα τον Θεό, θα σου βγάλω και το άλλο σου χέρι» του ούρλιαξε ο Φιλίπ και αρπάζοντάς τον από τον σβέρκο τον σήκωσε και τον έσυρε μέχρι μία καρέκλα για να κάτσει, με τον ίδιο να παίρνει θέση ακριβώς απέναντί του. Ο Ντεάν είχε ιδρώσει, ενώ το πρόσωπό του είχε υιοθετήσει μία ωχρή απόχρωση. «Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη σου απορία που είμαι βέβαιος πως σε βασανίζει έντονα. Το πώς μοιάζω. Ειλικρινά δεν γνωρίζω αν έχεις μεγάλη φαντασία, ή ας πούμε δυνατό στομάχι για να αντέξεις την όψη μου. Θα ξεκινήσουμε πρώτα με την Κόλαση και έπειτα, θα σου παρουσιάσω τον Παράδεισο» ξεκίνησε να του λέει και ειλικρινά ο Ντεάν δεν ήξερε τι τον περίμενε στη γωνία.

Η μάσκα της Βενετίας που απεικόνιζε την οργή, ξεκίνησε αργά να τραβιέται, μέχρι που έμεινε το πρόσωπό του, καλυμμένο ακόμη από μία μαύρη κουκούλα και προστατευμένο από τις σκιές. Τότε, μέσα από το θαμπό φως ξεπρόβαλε μία πλευρά παραμορφωμένη και ζαρωμένη. Το μοναδικό πράγμα που εξακολουθούσε να αποτελεί στολίδι, ήταν τα όμορφα μάτια του που έμοιαζαν απελπιστικά στου Ντεάν. Όταν το πρόσωπο με τις δύο όψεις αποκαλύφθηκε πλήρως, ο Ντεάν πάγωσε. Μπροστά του, είχε πράγματι έναν άνδρα με δύο όψεις τελείως διαφορετικές. Ωστόσο η μία του έμοιαζε υπερβολικά. Θα έλεγε κανείς, πως θα μπορούσαν να είναι και δίδυμοι.

Για λίγο, έμειναν να αλληλοκοιτάζονται δίχως να μιλούν, με τον Φιλίπ να αντιλαμβάνεται βαθιά μέσα του την ομοιότητα, ωστόσο να αδυνατεί να το αποδώσει στον αδερφικό τους δεσμό, καθώς δεν γνώριζε.

«Να ξέρεις ένα πράγμα δήμαρχε. Τίποτε απολύτως δεν δίνεται δίχως αντάλλαγμα. Σου φανέρωσα το πρόσωπό μου, για να γνωρίζεις απόλυτα το ποιος είμαι, όπως επίσης πρέπει να γνωρίζεις πως το χωριό το ξέρω τόσο καλά, όσο την παλάμη του χεριού μου. Αυτό σημαίνει, πως οτιδήποτε λαμβάνει χώρα εδώ, το γνωρίζω. Ο τόπος εκτός από καταραμένος, είναι και μικρός. Γνωρίζω λοιπόν, πως ετοιμάζονται για έφοδο στο σπίτι μου. Εσύ θα πρέπει να το αποτρέψεις αυτό, αλλιώς να ξέρεις πως θα είσαι ο πρώτος που θα βγάλω από τη μέση, όσα εμπόδια και αν μου βάλεις. Τα χρόνια τα πολλά της μοναξιάς με έχουν διαμορφώσει και ανάλογα. Είμαι ας πούμε ένας πολύ σπουδαίος ταχυδακτυλουργός και ακροβάτης. Ξέρω πώς να κινούμαι στις σκιές και το να σε βγάλω από τη μέση, δεν θα μου είναι καθόλου δύσκολο» τελείωσε και του Ντεάν το σάλιο, είχε σχεδόν στεγνώσει.

«Δεν πας καλά μου φαίνεται...» ήταν η μόνη απάντηση που του έδωσε, επηρεασμένη και εκείνη από τα λόγια των γονιών του.

«Ώστε τώρα το χωριό διαδίδει πως δεν είμαι καλά και στα λογικά μου; Πού πήγε η φήμη του πεθαμένου;» έθεσε την ερώτηση στριμώχνοντάς τον.

«Με απειλείς πως θα με βγάλεις από τη μέση...» του γρύλισε ο Ντεάν και ο Φιλίπ σηκώθηκε όρθιος κόβοντας κύκλους γύρω του.

«Το κακό με εσάς τους ανθρώπους, είναι πως δεν δείχνετε κατανόηση, ούτε συμπάθεια. Αν ήσουν στη θέση μου, θα είχες κάνει ήδη φόνο κύριε δήμαρχε. Εγώ ζω σε μία κοινωνία που ποτέ της δεν με αποδέχτηκε, μία οικογένεια που με πέταξε επειδή ήμουν τέρας και μία γιαγιά που μου έριχνε ένα πιάτο φαγητό, σαν να ήμουν σκυλί, μονάχα για να μην πεθάνω. Όλα αυτά ποιος θα τα καταλάβει; Αυτός λοιπόν, είναι ο όρος της συμφωνίας μας. Θα σταματήσεις τους χωριανούς και από εδώ θα βγεις ζωντανός» τελείωσε και ο Ντεάν ξεροκατάπιε.

Με πολύ κόπο, προσπάθησε να σηκωθεί, ωστόσο ο πόνος του κρεμασμένου και άψυχου χεριού του, ήταν αφόρητος. Ο ιδρώτας δεν είχε σταματήσει λεπτό να τρέχει από το πρόσωπό του και ο Φιλίπ τον κοίταξε πλαγίως.

«Πλησίασε» τον διέταξε κοφτά και εκείνος υπάκουσε «Αυτό θα σε πονέσει πολύ, επομένως δάγκωσε αυτό το κομμάτι ύφασμα κλέφτη» του μούγκρισε και η επόμενή του κίνηση, ήταν να αρπάξει τον ώμο του νεαρού και με μία επιδέξια κίνηση να τον βάλει στη θέση του, με τον Ντεάν να φτάνει σε σημείο λιποθυμίας. Ωστόσο, το επόμενο δευτερόλεπτο το χέρι του μπορούσε να κουνηθεί κανονικά.

«Ε, ευχαριστώ. Νομίζω..» ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή του Ντεάν και αμέσως κινήθηκε προς τον σκοτεινό διάδρομο, έτοιμος να φύγει.

«Τον δρόμο θα στον δείξω εγώ. Ωστόσο, καθώς δεν σου έχω καμία απολύτως εμπιστοσύνη, θα σου κλείσω τα μάτια, προκειμένου να εξασφαλίσω την μυστικότητα των δικών μου διόδων επικοινωνίας» τελείωσε και με ένα πανί του έκλεισε τα μάτια, οδηγώντας τον από ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, κατευθείαν στην αυλή. Τότε ευθύς ελευθέρωσε την όρασή του τραβώντας του το μαντίλι και εν συνεχεία εξαφανίστηκε, σαν να είχε γίνει καπνός. Ο Ντεάν στεκόταν μονάχος του στην αυλόπορτα μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Μα, ποιο ήταν τελοσπάντων εκείνο το πλάσμα;

H Ελοντί βρισκόταν στο νοσοκομείο, πλάι στον Πιέρ, καρτερώντας επιτέλους το εξιτήριο. Οι γιατροί τους μιλούσαν συμβουλεύοντάς τους τι να προσέχουν και τι όχι, ωστόσο η κοπέλα ήταν ολότελα βυθισμένη στις δικές της σκέψεις.

«Όλα καλά;» άκουσε άξαφνα την φωνή του Πιέρ που την τίναξε από την ονειροπόλησή της.

«Όλα μία χαρά. Είσαι έτοιμος να επιστρέψουμε στο σπίτι;» τον ρώτησε όπως πάντα καλοσυνάτα, ωστόσο τον είδε να διστάζει προσπαθώντας να σκεφτεί την απάντηση.

«Αν εννοείς σωματικά, θαρρώ πως δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Ψυχικά ωστόσο, δεν είμαι ούτε στο ελάχιστο έτοιμος» πρόφερε εκείνος μορφάζοντας.

Οι δυο τους πήραν ταξί κατευθυνόμενοι στην πετρόχτιστη μονοκατοικία, που τώρα έστεκε σιωπηλή και σκιερή, κάτω από το λυκόφως του φθινοπωρινού πρωινού. Ο Πιέρ, τη στιγμή που εισήλθε στο σπίτι, μέσα του ξεκίνησε να αναβιώνει όλος αυτός ο εφιάλτης που είχε ζήσει στα χέρια εκείνου του ειδεχθούς πλάσματος, το οποίο κατά πώς φαινόταν είχε κερδίσει την προσοχή της Ελοντί. Ευθύς πήρε δύο παυσίπονα και έκατσε στον καναπέ του σαλονιού, με το τζάκι να σιγοκαίει απέναντί του. Η Ελοντί τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του.

«Πιέρ, θα ήθελα να μιλήσουμε καθώς μαζί ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι, προκειμένου να αλλάξουμε την ζωή μας και την καθημερινότητά μας. Τελικά μαζί με όλα αυτά, αλλάξαμε και εμείς. Εσύ από την δική σου πλευρά, δεν είσαι πλέον εκείνος ο γλυκός και ανέμελος νεαρός άνδρας που γνώρισα. Έχεις μετατραπεί σε έναν άνδρα κρυψίνους, τον οποίο αδυνατώ πλέον να διαβάσω. Αδυνατώ να δω τα θέλω σου, καθώς αυτή η ανεμελιά έχει δώσει την θέση της σε ένα διαρκές άγχος και μην μου το αρνηθείς, γιατί το νιώθω. Ωστόσο, θα μπορούσα να πω ακριβώς το ίδιο και για εμένα, πως δεν είμαι πλέον η ίδια» ξεκίνησε και εκείνος την πλησίασε ακουμπώντας το πρόσωπό του στον ώμο της και δίνοντάς της ένα αέρινο φιλί στον λαιμό. Ένα φιλί που όμως έγινε αντιληπτό από εκείνα τα κυανά μάτια που βρίσκονταν καρφωμένα πάνω τους.

Η Ελοντί χαμογέλασε ξέπνοα και ελαφρώς τραβήχτηκε.

«Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε μία νέα αρχή; Εμείς οι δύο έχουμε περάσει πολλά και έχουμε κάνει όνειρα ατελείωτα με σκοπό μία μέρα να τα πραγματοποιήσουμε» της είπε και ειλικρινά στο σημείο αυτό η Ελοντί τον λυπήθηκε.

«Γιατί δεν νιώθω πλέον το ίδιο. Τα συναισθήματά μου, έχουν αλλάξει» του είπε και ο Πιέρ ένιωσε να παγώνει, καθώς κάπου βαθιά μέσα του, καταλάβαινε τι εννοούσε.

«Είναι εκείνος, έτσι;» την ρώτησε γρυλίζοντας ελαφρώς και τρίζοντας τα δόντια του «Είναι αυτό το αναθεματισμένο φρικιό που ζει εδώ μέσα; Μα καλά, πώς αντέχεις την όψη του; Πώς είναι δυνατόν να πλησιάζεις έναν άνθρωπο ψυχικά ασταθή που έχει τρομοκρατήσει ένα ολόκληρο χωριό και που ζει σαν φάντασμα μέσα σε αυτό το σπίτι; Το κυριότερο όμως είναι, πως αυτό το κάθαρμα με ξυλοκόπησε και φημολογείται πως ασελγεί στις γυναίκες» της πέταξε εξοργίζοντάς την.

«Αυτά που λες, είναι μονάχα οι αναμασημένες φήμες που κυκλοφορούν σε αυτό εδώ το μέρος που διόλου τον γνωρίζει. Τουλάχιστον εγώ, είμαι ειλικρινής μαζί σου Πιέρ. Φυσικά μπορώ και τον κοιτάζω στα μάτια γιατί είναι όμορφος παρά την ιδιαιτερότητά του. Αντιθέτως εσύ, απορώ πώς μπορείς και κοιτάζεις εμένα στα μάτια, καθώς μην νομίζεις πως δεν έχω καταλάβει τα βλέμματα που ανταλλάζατε μαζί με την Ατζέλικα, όταν είχε έρθει στο σπίτι μας, όπως επίσης και το γεγονός πως μαράζωσες επειδή μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε. Δεν έχω αποδείξεις στα χέρια μου, αλλά το γυναικείο μου ένστικτο σπανίως κάνει λάθος. Έτσι λοιπόν όπως ήρθαν τα πράγματα, θα πρέπει να σκεφτούμε την πορεία μας από εδώ και μπρος. Το ενοίκιο το πληρώνουμε και οι δύο, ωστόσο δεν μπορούμε να μένουμε για πάντα στον ίδιο χώρο. Σε αγάπησα Πιέρ και σε αγαπώ ακόμα και αν δεν στάθηκες ειλικρινής απέναντί μου, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Δεν θα ήθελα να τσακωθούμε, αλλά ο καθένας από εμάς να τραβήξει τον δικό του δρόμο, όποιον επιλέξει. Εγώ επέλεξα τον δικό μου και θα επιθυμούσα να παραμείνω στο σπίτι» του είπε και εκείνος είχε ιδρώσει ολόκληρος.

Κάπου εκεί κατάλαβε το τραγικό του λάθος. Πως αγαπούσε την Ελοντί γιατί ήταν μία κοπέλα ξεχωριστή και ηθική που περνούσε όμορφα, ωστόσο εκείνος αντί να βοηθήσει την σχέση αυτή, έκανε ό,τι μπορούσε για να πετύχει τελικά το αντίθετο. Ωστόσο, αυτό που ειλικρινά δεν μπορούσε με τίποτε να χωνέψει, είναι πως την είχε χάσει από έναν άνδρα παραμορφωμένο και ψυχικά άρρωστο. Αυτό ο εγωισμός του αδυνατούσε να το σηκώσει και θα έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να βγάλει από την μέση το συγκεκριμένο πλάσμα. Για την ώρα ωστόσο, θα διατηρούσε τις προθέσεις του κρυφές.

«Θα επιθυμούσα να παραμείνω και εγώ στο σπίτι μέχρι τουλάχιστον να γίνω καλά. Ως τότε, ποιος ξέρει; Μπορεί να σε έχω πείσει πως άλλαξα και να μου δώσεις μία δεύτερη ευκαιρία. Νομίζω πως όλοι την δικαιούμαστε» τελείωσε και με πολύ κόπο ανέβηκε τα σκαλιά με τη βοήθεια της Ελοντί και ξάπλωσε στο κρεβάτι τους.

Από την άλλη ο Φιλίπ, έχοντας δει εκείνο το τρυφερό φιλί στο λαιμό της, είχε εγκαταλείψει το σπίτι με προορισμό το δάσος και ένα μικρό, ξύλινο σπιτάκι που αποτελούσε το καταφύγιό του και σχεδόν κανένας δεν το γνώριζε. Αυτή η σχέση, ήταν καταδικασμένη και έπρεπε να το πάρει απόφαση. Η Ελοντί ήταν στην κυριολεξία η χαρά της ζωής και δεν της άξιζε να περάσει μία ζωή μαρτυρική εξαιτίας του. Αν ο κόσμος μάθαινε την συμπάθειά της προς το πρόσωπό του, θα στρεφόταν στα σίγουρα εναντίον της με μανία. Επιπλέον, αν αποφάσιζε να ζήσει μαζί του, θα έπρεπε να καταδικαζόταν να βγαίνει πάντοτε μονάχη της δίχως καμία συνοδεία, σαν να μην υπάρχει εκείνος δίπλα της. Το μουντό πρωινό, έδωσε τη θέση του στο ξέσπασμα μία δυνατής μπόρας και ο Φιλίπ στεκόταν στο παράθυρο κοιτάζοντας τις χοντρές σταγόνες της βροχής που έπεφταν με φόρα στα τζάμια.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη