Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 52: Ένας Διάσημος Ληστής - 1ο μέρος)

Και οι πέντε τους έμειναν παγωμένοι, προσπαθώντας να καταλάβουν από πού προερχόταν αυτή η φωνή. Δε φαινόταν κανένας εκεί κοντά, ούτε κάπου στα βράχια των βουνών που έφταναν σε υψηλότερα σημεία από το μονοπάτι. Ο Μιχάλης ένιωθε κατάκοπος και δεν μπορούσε να ανοίξει το μυαλό του για να ερευνήσει. Οι Κυανοί όμως φαίνονταν σε λίγο καλύτερη κατάσταση και έψαχναν ήδη ποιος μίλησε.

Δε χρειάστηκε τελικά, μιας και εκείνος που μίλησε έκανε την εμφάνισή του, στεκόμενος πάνω σε ένα βράχο που προεξείχε από το βουνό που βρισκόταν στα δεξιά τους, σε αρκετά κοντινό σημείο σε εκείνο που βρίσκονταν εκείνοι. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, με μακριά μαύρα λιγδιασμένα μαλλιά και λίγα γένια, αδύνατος, με ρούχα σε καφέ χρώμα, που ήταν πολύ βρώμικα και σχισμένα σε πολλά σημεία. Ειδικά από το παντελόνι του έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτεται το γόνατο του πολύ λεπτού ποδιού του, από το οποίο έτρεχε λίγο αίμα εκείνη τη στιγμή.

«Είμαστε περαστικοί από εδώ, Πάρη» του απάντησε ο Θωμαή, δείχνοντας πως τον γνώριζε, «εκπλήσσομαι πάντως που σε συναντώ εδώ»

«Ωωω, η Θωμαή» είπε εκείνος, σαν να τη θαύμαζε, αν και φαινόταν η ειρωνεία, «δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Θέλω κιόλας να μου πεις που είναι ο θείος σου. Πρέπει να του ανταποδώσω τη χάρη που μου έκανε»

«Εννοείς που σε έπιασε και σε έβαλαν φυλακή; Γιατί είσαι έξω; Σε έβγαλαν οι Ηγέτες;»

«Φυσικά, αγαπητή μου. Τέτοιο καλό πρέπει να το επιστρέφεις. Πράγματι όμως είμαι έξω χάρη σε αυτούς. Ο ίδιος ο Αζαρέρ μάλιστα διέταξε την απελευθέρωσή μου. Είναι από εκείνους που ξέρουν να εκτιμάνε το έργο ενός καλλιτέχνη» ενώ παρουσίασε με το χέρι του τον εαυτό του, καμαρώνοντας.

«Καλλιτέχνη στις κλοπές εννοείς; Ο λόγος που σε έβγαλε είναι για να κάνεις τις βρωμοδουλειές του»

«Καλά, δεν περίμενα κάτι άλλο από εσένα. Είσαι σαν το θείο σου, στενόμυαλη. Ας μη χάνουμε άλλο χρόνο, πες μου που είναι»

Η Θωμαή έδειξε πια να χάνει την υπομονή της. «Μην τολμήσεις να αναφερθείς ξανά στον θείο μου και να προσβάλλεις τη μνήμη του»

«Σοβαρά μιλάς;» ρώτησε εκείνος έκπληκτος, «έχει πεθάνει; Κρίμα» παριστάνοντας τον στεναχωρημένο, «κρίμα, κρίμα. Δεν πειράζει όμως. Θα την ανταποδώσω εσε σένα, στην αγαπημένη ανιψούλα του. Τι λες αν σε πιάσω και σε παραδώσω, μαζί με τα φιλαράκια σου, στον Αζαρέρ; Νομίζω ότι θα του αρέσει αυτό, δε συμφωνείς;»

«Έτσι και συνεχίσεις, Πάρη, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά» του είπε μετά η Θωμαή, δείχνοντας πως έχει χάσει πια την ψυχραιμία της.

«Εδώ έχεις δίκιο, θα με πληρώσει καλά ο Αζαρέρ για εσένα. Ωραία λοιπόν. Ώρα να αρχίσει το γλέντι. Παιδιά, ορμάτε τους» χτυπώντας τα δάχτυλά του.

Από τους γύρω βράχους ξεπήδησαν στο μονοπάτι άνδρες και γυναίκες με ακροβατικές κινήσεις, στο μονοπάτι, περικυκλώνοντας τους Κυανούς και τα δύο αγόρια. Με μία γρήγορη ματιά, ο Μιχάλης υπολόγισε πως ήταν οκτώ άνδρες και έξι γυναίκες, με ρούχα σε άσχημη κατάσταση και αρκετά λερωμένοι, όμως με την όρεξη για μάχη να φαίνεται στα μάτια τους. Οι μισοί βρίσκονταν από τη μία πλευρά και οι άλλοι μισοί από την άλλη, σαν να ήθελαν να μοιραστούν ίσα τα θύματά τους.

Μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, έσφιξε τα δόντια και τράβηξε το σπαθί του, κάτι που έκαναν και οι άλλοι τέσσερις. Δυνατότητα διαπραγματεύσεων ήταν εμφανές πως δεν υπήρχε, επομένως θα έδιναν σίγουρα μάχη. Το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ήταν πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη μαύρη φωτιά, το δυνατότερο όπλο του, αφού δεν είχε και πολλές δυνάμεις για καθαρή μάχη.

«Αυτοί οι Χιζέρκα φαίνονται γρήγοροι» είπε στον Νίκο, σε μια προσπάθεια να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να τους πολεμήσουν, αν και σίγουρα δε θα προλάβαιναν πολλά, «λες να δοκιμάσουμε να τους χτυπάμε από μακριά;»

«Ποιοι Χιζέρκα, ρε;» αναρωτήθηκε εκείνος, με το βλέμμα του στραμμένο σε εκείνους, που φαίνονταν έτοιμοι να επιτεθούν, «Ραζέρκα είναι. Αλλά πιο ζόρικοι από τους άλλους που βρήκαμε» κοιτώντας μακριά, σαν να υπολόγιζε κάτι.

Δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, γιατί οι Ραζέρκα του τράβηξαν την προσοχή, όπως και όλων των άλλων. Άρχισαν να σκαρφαλώνουν, με απίστευτα γρήγορες κινήσεις, στα βράχια γύρω από το μονοπάτι, μέχρι που σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από τους Κυανούς και τα αγόρια. Ο καθένας εμφάνισε από το πουθενά ένα μακρύ καφέ μαστίγιο, το οποίο μπορούσαν να κινούν με μεγάλη ταχύτητα και με επιδέξιες κινήσεις, όπως έβλεπε ήδη να κάνουν. Χτυπούσαν το αέρα και τις γύρω πέτρες με αυτό, τις οποίες διέλυαν ταχύτατα.

Ο Πάρης πάλι, έβλεπε από τη θέση του την κατάσταση, δείχνοντας να απολαμβάνει το θέαμα. Το χαμόγελό του είχε αρχίσει να εκνευρίζει τον Μιχάλη, που σκέφτηκε να το εκμεταλλευτεί αυτό. Αν εκνευριζόταν, θα αύξανε η δύναμή του, και θα ξεπερνούσε την κούρασή του. Κάτι που δεν άργησε να συμβεί φυσικά.

«Ας αρχίσει η παράσταση» είπε ο Πάρης μετά, με τους Ραζέρκα να επιτίθενται.

Όλοι τους μάζεψαν τα μαστίγιά τους και τα εξαπέλυσαν εναντίον τους. Ο Μιχάλης όμως είχε ήδη εξαπολύσει τη δική του επίθεση, εναντίον του Ραζέρκα που είχε μείνει στο μονοπάτι πίσω από αυτούς, με μαύρους πίδακες να φεύγουν από τα χέρια του και να χτυπάνε τον άνδρα που στεκόταν εκεί. Το μαστίγιό του έγινε κομμάτια, ενώ ο ίδιος εκτινάχθηκε πίσω στο μονοπάτι, όπου έσκασε λίγα μέτρα πιο πέρα, αναίσθητος και γεμάτος αίματα στο στήθος. Ο Μιχάλης όμως δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο, αφού ένιωσε δύο έντονα χτυπήματα στο δεξί του χέρι και την πλάτη, σαν να τον χτυπούσαν ηλεκτροφόρα καλώδια με υψηλή τάση, και έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τον έντονο πόνο. Έσφιξε όμως τα δόντια του και τινάχθηκε όρθιος, τρέμοντας ολόκληρος και θέλοντας να συνθλίψει όποιον το προκάλεσε αυτό.

Είδε πως τα μαστίγια είχαν χτυπήσει και τον Νίκο, που είχε πέσει στο έδαφος, ενώ το πουλόβερ που φορούσε είχε σχιστεί μπροστά από το στήθος του και αίμα έτρεχε από εκείνο το σημείο. Το μαστίγιο πρέπει να τον είχε πετύχει και λίγο στο πρόσωπο, αφού και το σαγόνι του ήταν σκισμένο και έτρεχε και από εκεί αίμα.

Ανάλογα προβλήματα είχαν και οι Κυανοί, που είχαν πέσει και εκείνοι κάτω με σκισίματα στα ρούχα τους και τραύματα, εκτός από τη Θωμαή που είχε καταφέρει να αποφύγει τα μαστίγια και είχε επιτεθεί στους Ραζέρκα, με αποτέλεσμα ένας από αυτούς να βρίσκεται λιπόθυμος πάνω σε ένα βράχο. Οι άλλοι απέφυγαν το χτύπημα και έριξαν τώρα μαγικά πυρά εναντίον τους. Ο Μιχάλης ένιωσε μαχαίρια να προσπαθούν να σκίσουν τη σάρκα του, αλλά αυτή ήταν σκληρή σαν διαμάντι και δεν έπαθε τίποτα. Από ότι κατάλαβε ήταν αρκετά δυνατός για να πληγωθεί από τα χτυπήματα εκείνων των Ραζέρκα.

Δεν έχασε όμως το χρόνο του και επιτέθηκε και εκείνος στους Ραζέρκα από την αριστερή πλευρά, χτυπώντας με δύναμη τα βράχια στα οποία στέκονταν, με αποτέλεσμα αυτά να διαλυθούν και οι Ραζέρκα να βρεθούν ξαφνικά στον αέρα. Μετά, έσφιξε με πολλή δύναμη τις μπουνιές του, ελευθερώνοντας έτσι μεγάλη ποσότητα μαγείας, που έκανε δύο από αυτούς να λιποθυμήσουν. Την επόμενη στιγμή όμως τον χτύπησε πάλι ένα μαστίγιο στην πλάτη, κάνοντάς τον να πονέσει τόσο που ζαλίστηκε και παραλίγο να πέσει. Με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του, ενώ αισθανόταν αίμα να γλιστράει από τις πληγές του, γύρισε απότομα και άρπαξε το μαστίγιο, που δεν είχε προλάβει να το τραβήξει πίσω εκείνος που του επιτέθηκε. Του έβαλε την τρομερή μαύρη φωτιά, βλέποντάς το να γίνεται στάχτη σε ένα δευτερόλεπτο, ενώ έκανε τον Ραζέρκα να χάσει τις αισθήσεις του με μία κίνηση του άλλου χεριού του, επιτιθέμενος και στους άλλους, που πρόλαβαν να αποφύγουν τα χτυπήματά του, πηδώντας στον αέρα και κάνοντας παράλληλα τούμπες.

Παράλληλα τους επιτιθόταν και η Θωμαή, που είχε καταφέρει να αποφύγει όλα τα μαστίγια, ενώ κατόρθωσε να κάνει να χάσει τις αισθήσεις του άλλον έναν. Είχαν σηκωθεί και οι Κυανοί και έριχναν συνεχή πυρά εναντίον τους, ενώ ο Νίκος πήδησε προς έναν κοντινό βράχο, όπου είχε μόλις σταθεί ένας άλλος Ραζέρκα και τον έριξε κάτω στο μονοπάτι. Με μία διπλή επίθεση τον έκανε να ουρλιάξει από τον πόνο, με αίματα να τρέχουν από το στόμα και τη μύτη του, ενώ στην επόμενη κίνηση τον άφησε αναίσθητο, δείχνοντας και εκείνος εξοργισμένος μαζί τους. Επίσης, άλλος ένας Ραζέρκα έπεσε λιπόθυμος, αλλά ένα διπλό χτύπημα με μαστίγια έριξε και έναν από τους δύο άνδρες των Κυανών αναίσθητο, με πολύ αίμα να τρέχει από τις πληγές που του είχαν κάνει οι Ραζέρκα, με τα μαστίγια και τις άλλες επιθέσεις του.

Ξαφνικά, ο Μιχάλης ένιωσε ένα διπλό χτύπημα με μαστίγια στο στήθος του, που τον έκανε να σωριαστεί στο έδαφος ουρλιάζοντας από τον πόνο, με μία βαθιά πληγή να εμφανίζεται και να του προκαλεί εντονότερους πόνους, δυσκολεύοντάς τον και στην αναπνοή. Έκλεισε τα μάτια του, τα οποία είχαν γεμίσει για μία ακόμη φορά δάκρυα, ενώ προσπαθούσε να αντέξει τον πόνο και να πάρει σωστές ανάσες. Η επιθυμία να τους διαλύσει είχε παραμείνει όμως και έσφιξε τις μπουνιές του, αφήνοντας όση μαγεία μπορούσε.

Και τότε έγινε κάτι πρωτόγνωρο. Για πρώτη φορά ένιωσε μια επίθεσή του. Ένιωσε μαχαίρια, πολύ αιχμηρά και με τη σκληρότητα του διαμαντιού να ξεσκίζουν το σώμα ενός άνδρα και μία γυναίκας, που μετά διαπίστωσε πως ήταν εκείνοι που του είχαν επιτεθεί. Θέλησε μετά να τους κάνει να λιποθυμήσουν και ένιωσε τις αισθήσεις τους να παγώνουν και αυτούς να πέφτουν αναίσθητοι. Μετά, έκοψε την επίθεσή του, καθώς ο πόνος στο στήθος δυνάμωνε.

Ξαφνικά, άκουσε τον Νίκο να βρίζει, ενώ μετά ακολούθησε ένα ουρλιαχτό γυναίκας, που συνεχίστηκε από ένα δεύτερο. Άνοιξε το μυαλό του για να καταλάβει τι συνέβαινε, διαπιστώνοντας πως ο Νίκος είχε επιτεθεί σε μία γυναίκα των Ραζέρκα που τον είχε τραυματίσει, ενώ στο τέλος έμεινε και εκείνη αναίσθητη. Τις αισθήσεις τους είχαν χάσει όμως και οι άλλοι τρεις Ραζέρκα που είχαν απομείνει, όπως και ο άλλος άνδρας από τους Κυανούς, ο οποίος ήταν και εκείνος αρκετά τραυματισμένος. Μόνο η Θωμαή δεν είχε τραυματιστεί, ενώ πρέπει να ήταν εξοργισμένη.

«Είσαι καλά;» άκουσε το Νίκο να τον ρωτάει δίπλα του, «έχεις μια άσχημη πληγή στο στήθος»

Του έκανε απλώς νόημα πως ήταν εντάξει.

«Έχω κάτι που μπορεί να βοηθήσει»

«Μπράβο» ακούστηκε να λέει ο Πάρης, «εντυπωσιακό. Περάσατε στην επόμενη φάση. Θα αντιμετωπίσετε εμένα, τον διάσημο και ταλαντούχο ληστή Πάρη. Είστε έτοιμοι;»

Παναγιώτης Βάβαλος