Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 51: Τα Λόγια ενός Τρελού)

«Γρήγορα» είπε η Θωμαή στους άλλους δύο Κυανούς, «εσείς περιμένετε εδώ» πρόσταξε τα αγόρια μετά, πηδώντας πάνω στο άλογό της, το οποίο κατευθύνθηκε με ταχύτητα προς το χωριό, κάτι που έκαναν και οι δύο σύντροφοί της.

«Πάμε κι εμείς να δούμε τι γίνεται» είπε ο Νίκος και άρχισε να κατηφορίζει βιαστικά το μονοπάτι με προορισμό το χωριό που υπήρχε λίγο μπροστά τους.

Ο Μιχάλης τον ακολούθησε, με την περιέργεια να νικάει την κούρασή του, ενώ οι Κυανοί με τα άλογά τους είχαν ήδη χαθεί από τα μάτια τους και είχαν φτάσει κιόλας στο χωριό. Ο Μιχάλης έτρεχε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, ακολουθώντας τον Νίκο που δεν άντεχε και πολύ φυσικά ούτε εκείνος, αλλά δεν το έβαζε κάτω κανένας από τους δύο. Τελικά, άρχισαν να φτάνουν και εκείνοι στο χωριό, όπου τα άλογα των Κυανών βρίσκονταν λίγο έξω από αυτό, σε ένα τοπίο όπου υπήρχε λίγο γρασίδι. Μέσα στο χωριό, που ήταν μεγαλύτερο από το προηγούμενο που είχαν επισκεφτεί και γύρω του υπήρχαν αμπελώνες, ήταν συγκεντρωμένοι στο κέντρο του αρκετοί άνθρωποι, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι και οι υπόλοιποι πάνω από τριάντα, σχηματίζοντας έναν κύκλο, στον οποίο πρέπει να είχαν μπει οι τρεις Κυανοί.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μιχάλης τον Νίκο, εξαντλημένος και λαχανιασμένος.

«Πρέπει να είναι κάποιος ανάμεσά τους και προσπαθούν να τον σταματήσουν»

Μία άλλη κραυγή ακολούθησε, πολύ δυνατή επίσης, που πρέπει να ανήκε σε κάποιον άνδρα.Ο Μιχάλης έτρεξε προς τα εκεί με όσο κουράγιο του είχε απομείνει. Μόλις έφτασε εκεί, κατάφερε να δει μέσα από το συγκεντρωμένο πλήθος, έναν νεαρό άνδρα, που ήταν πεσμένος στο έδαφος και τον κρατούσαν δέσμιο οι Κυανοί και κάποιοι από τους χωρικούς, να προσπαθεί να απαλλαχτεί.

«Αφήστε με» φώναζε, «πρέπει να τον… να τον ενημερώσω… το Μεγάλο Σχέδιο… δεν έχουμε καμία ελπίδα… θα χαθούμε όλοι…»

Ο τρόπος που μιλούσε έδειχνε πως τα είχε χαμένα, με τα μάτια του να είναι γουρλωμένα και να κοιτάζουν το κενό, ενώ οι απότομες κινήσεις του έδειχναν πως δεν είχε έλεγχο του τι έκανε. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα σε πολλά σημεία και λερωμένα, ενώ αίματα υπήρχαν σε διάφορα σημεία του σώματος και του προσώπου του. Συνέχισε να μάχεται για να ξεφύγει, αλλά οι Κυανοί κατάφεραν να τον κάνουν να λιποθυμήσει, την ηρεμία να επανέρχεται στη γύρω περιοχή.

«Μεταφέρετέ τον σε κάποιο σπίτι που θα μπορέσει να του προσφερθεί βοήθεια» είπε η Θωμαή σε δύο χωρικούς που τον σήκωσαν.

«Πηγαίνετέ τον στο δικό μου» είπε ένας άνδρας, μεγάλος σε ηλικία, που ήταν ψηλός, με λίγα μαλλιά και ένα γκρίζο μουστάκι να ξεχωρίζει στο πρόσωπό του.

Οι δύο χωρικοί ξεκίνησαν για ένα σημείο του χωριού στα δεξιά του σημείου στο οποίο βρισκόταν ο Μιχάλης, με τους χωρικούς να ανοίγουν χώρο για να περάσουν. Έφυγαν από το μονοπάτι που αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο και αυτού του χωριού και κατευθύνθηκαν κάπου αλλού, με το αγόρι να τους χάνει από τα μάτια του μετά από λίγο, καθώς έστριψαν σε ένα άλλο δρομάκι και χάθηκαν πίσω από τα σπίτια του χωριού που υπήρχαν σε εκείνο το σημείο.

«Τι του συνέβη ακριβώς;» ρώτησε τον άνδρα που είχε μιλήσει η Θωμαή.

«Από ότι μας είπε η κοπέλα στην οποία μίλησε όταν ήρθε, κρυφάκουσε κάποιον που μονολογούσε και του ξέφυγε οριακά, αν και τραυματίστηκε»

«Κατάλαβα. Προσπάθησε να του καταστρέψει το μυαλό αυτός. Δεν πρέπει να έχει και πολλές ελπίδες να γίνει καλά όμως. Πρέπει να τον κρατάτε ήρεμο και μακριά από κόσμο»

«Θα το φροντίσουμε»

Μετά το πλήθος διαλύθηκε με τον καθένα να κατευθύνεται σε διαφορετικά σημεία. Όλοι έδειχναν ταραγμένοι με αυτό που είχαν δει και όσοι περπατούσαν με άλλους συζητούσαν όσα είχαν δει και είχαν ακούσει από τη στιγμή που έφτασε ο άνδρας στο χωριό. Εκείνη που τράβηξε την προσοχή του Μιχάλη πάντως ήταν μία νεαρή γυναίκα, με μακριά ξανθά μαλλιά και σκούρα μπλε μάτια, που έκλαιγε εκείνη τη στιγμή και την κρατούσε μία άλλη γυναίκα στην αγκαλιά της καθώς περπατούσαν, προσπαθώντας να την ηρεμήσει.

«Άκουσες τι είπε η γυναίκα από τους Κυανούς» της έλεγε, «δεν έχει ελπίδα. Από την αρχή που ήρθε έλεγε ασυνάρτητα πράγματα, φαινόταν ότι είχε χάσει τα λογικά του»

«Όχι» είπε εκείνη, «σε κάποιον ήθελε να πάει… αναφερόταν σε κάποιο Μεγάλο Σχέδιο… κάτι είχε μάθει για τους Ηγέτες…» μιλώντας ανάμεσα στα αναφιλητά της.

«Του κατέστρεψαν το μυαλό και έλεγε δικά του, Έρικα. Από το μυαλό του τα έβγαζε. Πρέπει όμως να τον ξεχάσεις, δεν υπάρχει σωτηρία πια»

«Δεν μπορεί» έλεγε εκείνη, «κάτι θα υπάρχει… θα ψάξω να βρω, και σε όλη τη χώρα αν χρειαστεί»

«Δεν έχει νόημα, είναι τελειωμένη υπόθεση. Πρέπει να τον αφήσεις»

«Πρέπει κάτι να υπάρχει, πρέπει…» ενώ μετά άρχισε να κλαίει.

«Ησύχασε. Θα το ξεπεράσεις» ενώ συνέχιζαν προς ένα άλλο σημείο του χωριού, από τα δεξιά του Μιχάλη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ακούει πια τι λέγανε.

Λυπήθηκε πάντως που την είδε έτσι, σε χάλια κατάσταση για εκείνο τον άνδρα, που μάλλον ήταν ο φίλος της. Προσπαθούσε να καταλάβει τι μπορεί να εννοούσε εκείνος, αλλά δεν έβρικε κάτι.

«Γιατί δεν περιμένατε εκεί που σας αφήσαμε;» τον έβγαλε από τις σκέψεις του ξαφνικά η Θωμαή, που βρισκόταν μπροστά τους, με αγριεμένο βλέμμα.

«Θέλαμε να δούμε απλά τι συνέβαινε» της απάντησε ο Νίκος θαρρετά.

Η Θωμαή ξεφύσησε δείχνοντας να ηρεμεί λιγάκι. «Τέλος πάντων. Θα καθίσουμε λίγο στο χωριό, να εξετάσουμε τον άνδρα που τρελάθηκε. Αυτή τη φορά περιμένετε εδώ»

Συμφώνησαν με ένα νεύμα.

«Σε μία ώρα θα βρεθούμε εδώ για να ξεκινήσουμε» ενώ μετά κίνησε προς το σπίτι που πήγαν τον νεαρό άνδρα, με τους άλλους δύο Κυανούς να προπορεύονται και λίγο μετά ο Μιχάλης τους είχε χάσει από τα μάτια του.

Ο Νίκος αναστέναξε αγανακτισμένος με αυτή την κατάσταση. «Πάμε στους αμπελώνες; Είναι φημισμένοι και θέλω να δω πως είναι»

Το ίδιο με τα δύο αγόρια είχαν κάνει και οι περισσότεροι από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να δει τον τρελαμένο άνδρα, αφού είχαν επιστρέψει στους αμπελώνες. Μάλλον αυτή ήταν η κύρια εργασία σε εκείνο το χωριό με την οποία ασχολούνταν οι περισσότεροι. Οι αμπελώνες δεν ήταν μεγάλοι σε έκταση, αλλά είχαν πολλά φύλλα και πολλά τσαμπιά με σταφύλια, κόκκινα κυρίως αλλά και διαφόρων άλλων τύπων. Ο Νίκος έδειχνε εντυπωσιασμένος με αυτό, αφού τους παρατηρούσε εξετάζοντάς τους και με το μυαλό του.

«Εντυπωσιακό» σχολίασε, κοιτώντας τώρα τα σταφύλια στο αμπέλι που είχαν βρεθεί, το οποίο στηριζόταν σε απλά σίδερα, χωρίς χρήση μαγείας.

«Σας άρεσαν;» τους ρώτησε ένας άνδρας, γύρω στα σαράντα, με μαύρα μαλλιά και γένια, φορώντας κάτι σαν τιράντα σε μπλε χρώμα, πάνω από μία καφέ μπλούζα.

«Ναι, είναι πολύ ωραία» του είπε ο Μιχάλης.

«Δύσκολα όμως διατηρούνται έτσι. Ειδικά τώρα, που είμαστε πιο περιορισμένοι» συνέχισε μετά, συνεχίζοντας μερικές εργασίες στο αμπέλι.

«Δε θα βγάλετε δηλαδή τη συνηθισμένη παραγωγή φέτος;» ρώτησε ο Νίκος, δείχνοντας να ξέρει κάποια πράγματα για τα αμπέλια του χωριού.

«Όχι, δε θα είχε και νόημα κάτι τέτοιο. Στην παρούσα κατάσταση, δε θα θελήσουν και πολλοί να αγοράσουν κρασί»

«Σωστό και αυτό»

Και ο Μιχάλης κατάλαβε πως είχε δίκιο ο άνδρας. Οι υπηρέτες των Ηγετών δεν πρέπει να άφηναν καθόλου ελεύθερους τους άλλους μάγους, που με το ζόρι κατάφερναν να ζήσουν, δε θα μπορούσαν να έχουν και κρασί. Τότε όμως πάγωσε στη θέση του. Μόλις θυμήθηκε που είχε ακούσει για τα Φενέρεια Όρη. Ήταν μόλις είχε έρθει στη χώρα και ξεκινούσε για την αποστολή που του έθεσε ο Σέκαρ, να ειδοποιήσει δηλαδή την υπαρχηγό του στρατού του βασιλιά για το διαμάντι. Εκεί, έξω από το καφενείο που βρισκόταν ο Σέκαρ, υπήρχε ένας μεθυσμένος άνδρας που του είχε ζητήσει να του πάει κρασί από τα Φενέρεια. Τότε του είχε φανεί πολύ παράξενο, αλλά να που είχε φτάσει εκεί και μπορούσε να του κάνει αυτή τη χάρη. Αποφάσισε πάντως να το κάνει, αφού θα πήγαινε στο Σέκαρ και μάλλον θα τον έβρισκε ξανά τον άνδρα εκείνο.

«Μπορώ να βρω κάπου εδώ ένα μπουκάλι κρασί; Κάποιος μου έχει ζητήσει να του πάω»

Ο Νίκος γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένος. Ο άνδρας πάλι χαμογέλασε και κίνησε για κάποιο σημείο, σταματώντας αυτό που έκανε.

«Θα σου δώσω εγώ, μην πάει χαμένη και όλη η παραγωγή» συνεχίζοντας προς ένα άλλο σημείο, μέχρι που χάθηκε για λίγο από τα μάτια τους.

«Τι το θες το κρασί, ρε;» τον ρώτησε ο Νίκος, «σκέφτηκες να το ρίξεις στο ποτό για να ξεχαστείς από αυτά που τραβάμε;»

«Θα το πάω όμως σε κάποιον». Μετά του εξήγησε.

«Ωραίες συναναστροφές έχεις» του είπε ο Νίκος μετά σε χαλαρό τόνο, «να μου τον γνωρίσεις»

Μετά, φάνηκε ο άνδρας κρατώντας δύο μπουκάλια κρασί. Έδωσε από ένα στα δύο αγόρια, που τα πήραν. Ήταν βαριά, αφού ήταν γεμάτα. Τα μπουκάλια ήταν ξύλινα, σαν βαρελάκια στα οποία τοποθετούσαν και οι θνητοί σε παλαιότερες εποχές το κρασί. Απόρησε αν χωρέσει αυτό μέσα στο σακίδιό του, αλλά λίγο μετά ανακάλυψε πως δεν υπήρχε πρόβλημα, λες και το σακίδιο είχε το διπλάσιο μέγεθος από ότι είχε πραγματικά.

Αφού τον ευχαρίστησαν, τα δύο αγόρια έφυγαν από εκεί για να αφήσουν τον άνδρα να δουλέψει με την ησυχία του με κατεύθυνση ένα σημείο που είχε δει ο Νίκος, το οποίο προσφερόταν για να καθίσουν και να ξεκουραστούν λιγάκι πριν συνεχίσουν τη διαδρομή για την άκρη των Φενερείων.

«Έχεις ακούσει για αυτό το Μεγάλο Σχέδιο;» ρώτησε τον Νίκο μόλις κάθισαν.

«Όχι. Λογικά θα ετοιμάζουν κάποιες αλλαγές οι Ηγέτες, τις οποίες κρατάνε για έκπληξη»

Μάλλον ο πιο κατάλληλος για να ρωτήσει ήταν ο Σέκαρ. Θα αναφερόταν σε αυτό το γεγονός λοιπόν, όταν πήγαινε να τον βρει. Με τις εικόνες της μάχης να έρχονται πάλι στο μυαλό, αποφάσισε να κοιμηθεί, κάτι που είχε επιλέξει και ο φίλος του. Χάρη στην κούραση που είχε, δεν άργησε να αποκοιμηθεί.

«Εμείς τελειώσαμε» τους ξύπνησε η Θωμαή λίγο αργότερα

«Ανακαλύψατε τίποτα άλλο σχετικά με τον άνδρα που τρελάθηκε;» ρώτησε μετά ο Μιχάλης.

«Τίποτα» τους απάντησε απογοητευμένος ένας από τους άλλους δύο Κυανούς, «το χειρότερο πάντως είναι πως δεν μπορούμε να τον θεραπεύσουμε. Αυτός που τον χτύπησε του έκανε πολύ βαθιά και προσεκτική ζημιά»

Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα, αλλά τα περίμενε. «Ούτε για το Μεγάλο Σχέδιο στο οποίο αναφέρθηκε;»

«Πρέπει να ξεκινήσουμε γιατί έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο» παρενέβη τότε η Θωμαή, ενώ ξεκίνησε να προχωρά, κάνοντας νόημα και στους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο, που την ακολούθησαν αμέσως μετά.

Περπατούσαν για ώρες, χωρίς να μιλάνε σχεδόν καθόλου, ενώ ο Μιχάλης ένιωθε πως οι συνεχείς αλλαγές σε ανηφόρα και κατηφόρα τον κούραζαν όλο και περισσότερο. Τελικά, αργά το απόγευμα έκαναν στάση να ξεκουραστούν. Κανένας δεν είχε διάθεση ούτε καν να μιλήσει.

«Τι έχουμε εδώ;» ακούστηκε ξαφνικά μία ανδρική φωνή, «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν ακόμη ανόητοι που κάνουν πεζοπορία σε αυτά τα βουνά»

Παναγιώτης Βάβαλος