Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 26)

Ήταν φορές που η Κρίστη της έσπαγε τα νεύρα με αυτή της την απάθεια για το τι συνέβαινε γύρω της όταν είχε στα χέρια της το κινητό. Υπήρχαν στιγμές πάλι, που της μιλούσε και κυριολεκτικά ήταν σαν να μην υπήρχε, όχι μόνο αυτή αλλά οποιοσδήποτε άλλος σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων γύρω της. ‘Οπως τώρα, που μιλούσε με αυτό το ζιγκολό τον Μάκη. Την μεγάλη της καψούρα που της έριχνε συνεχώς άκυρα με εκείνη να επιμένει να λατρεύει την γεύση της χυλόπιτας που δεν έχανε την ευκαιρία να της σερβίρει.

Αυτή τη φορά όμως, η απούσα και βυθισμένη στον κόσμο της, ήταν η ίδια. Το πάρκο ήταν κατάμεστο παρόλα αυτά οι φωνές δεν έφταναν ως τα αυτιά της. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Όλη αυτή εξωστρέφεια, είχε μετατραπεί σε μια παθητική στάση για τα πάντα. Στα χέρια της κρατούσε την άδεια της μπύρα που την κουνούσε νωχελικά και την χρησιμοποιούσε σαν αυτοσχέδιο τασάκι.

Δυο νεαροί με περίσσεια αυτοπεποίθηση και ηλίθια χαμόγελα σταμάτησαν μπροστά τους. Η Στέφη γύρισε αλλού το κεφάλι της μορφάζοντας. Δεν είχε καμιά όρεξη να μιλήσει, ειδικά με δύο καμένους τυπάδες που το έπαιζαν και καλά άνετοι.

«Ε μαν, τι φάση; Τα κορίτσια χρειάζονται παρέα, τι λες;», είπε ο ένας στον άλλον.

Η Κρίστη σήκωσε το κεφάλι της σαν να είχε μόλις επιστρέψει στη γη. Ταίριαξε τα γυαλιά στην κορυφή της μύτης της και χαμογέλασε στραβά, ίσα να φανούν τα κόκκινα σιδεράκια στα δόντια της.

Οι δυο τους χασκογέλασαν και ο νεαρός που μίλησε χτύπησε με μια ελαφριά αγκωνιά τον διπλανό του. «Λοιπόν;» συνέχισε. «Τι λέτε; Θα μαζευτούμε στο δασάκι με μπύρες και τα σχετικά. Γουστάρετε φάση;»

Η Κρίστη επέστρεψε στο κινητό της με τα δάχτυλά της να παίρνουν φωτιά στην δακτυλογράφηση και η Στέφη σήκωσε αργά το κεφάλι της δείχνοντας τους το μεσαίο δάχτυλο του χεριού της. Οι νεαροί έβαλαν τις γροθιές μπροστά από τα στόματά τους, δήθεν θιγμένοι και απομακρύνθηκαν γελώντας και χτυπώντας ο ένας τον άλλον.

«Ηλίθιοι» μουρμούρισε.

«Έφυγαν;» την ρώτησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από την οθόνη.

Δεν της απάντησε, το βλέμμα της χάθηκε στο πουθενά μπροστά της. Μια αφόρητη βαρεμάρα είχε σκεπάσει τα πάντα, μια καλυμμένη απάθεια για το οτιδήποτε. Ξαφνικά είχε χάσει την όρεξη για το οτιδήποτε. Ένιωθε την κατάθλιψη να επανέρχεται δριμύτερη, η πίεση από όλα αυτά που θα έπρεπε να νιώθει την συνέθλιβαν. Κανένα συναίσθημα δεν ήταν ικανό και τόσο δυνατό να γεμίσει το κενό μέσα της που μεγάλωνε με ανησυχητικό ρυθμό.

«Μαλώσατε;».

Η Στέφη γύρισε ξαφνιασμένη προς την Κρίστη. Κρατούσε το κινητό με τα δυο της χέρια και την κοιτούσε με τα τεράστια αποβλακωμένα από την προσήλωση στην οθόνη μάτια.

«Ε;», την ρώτησε.

«Είσαι αλλού σήμερα».

Ήθελε να της απαντήσει πως και αυτή βρισκόταν σε άλλο πλανήτη αλλά η ειδοποίηση ενός νέου εισερχόμενου μηνύματος έκανε την φίλη της να καταδυθεί και πάλι στον μαγικό κόσμο της εικονικής πραγματικότητας.

Πήρε μια μπύρα από την σακούλα και κατέβασε σχεδόν την μισή με μια ρουφηξιά. Έβγαλε το κινητό και πήρε τηλέφωνο τον Δήμο. Ήθελε να μιλήσει μαζί του, να βρει μια αφορμή να τσακωθεί και να νιώσει κάτι το έντονο. Η τηλεφωνήτρια όμως που την ενημέρωσε για την κλειστή συσκευή, την ξενέρωσε απίστευτα.

«Φεύγω» είπε η Κρίστη και σηκώθηκε από την θέση της χωρίς να περιμένει απάντηση. «Με περιμένει ο Μάκης»

Κούνησε το κεφάλι της χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο και την ακολούθησε με το βλέμμα της καθώς χανότανε. Δεν είχε νόημα να μείνει άλλο εκεί, δεν είχε νόημα για οτιδήποτε συνέβαινε στην ζωή της. Τέτοιες κρίσης συνείδησης και αυτογνωσίας δεν ήταν σπάνιες αλλά αυτή την φορά είχε κάνει την εμφάνισή της πολύ πιο δυνατά.

Ήπιε το υπόλοιπο της μπύρας και τσαλάκωσε το κουτί. Το μέταλλο τρύπησε την παλάμη της και ένας οξύς πόνος την έκανε να την ανοίξει απότομα. Μια κόκκινη κηλίδα στο κέντρο της, σαν μικροσκοπικό γαρύφαλλο την έκανε να ανατριχιάσει. Μια κοκκινάδα απλώθηκε στα μάγουλα, μια έξαψη καθώς το αίμα κύλησε και έπεσε στο λερωμένο τσιμέντο.

Έσφιξε την γροθιά της και προσχώρησε προς τον δρόμο. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε σαν υπνωτισμένη τα διερχόμενα αυτοκίνητα να περνούν από μπροστά της. Θα της ήταν πολύ ευχάριστο να κάνει απλά ένα βήμα και να τελειώσουν όλα. Λες και είχε κάποιο νόημα να συνεχίσει να υπάρχει. Της ήταν δύσκολο να συνεχίσει και πιο εύκολο να κάνει αυτό το μικρό βήμα. Εύκολο αλλά και δειλό.

Την δελέαζε η ιδέα του θανάτου όμως σιχαινόταν την προοπτική της αυτοκτονίας. Αυτός που θα το τολμούσε, θα έκανε μια δήλωση παραίτησης και αυτή, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα τα παρατούσε ποτέ. Έπρεπε να ανέβει level. Για όλα έφταιγε αυτός ο ηλίθιος ο Δήμος. Την είχε κάνει να νιώσει, έστω και φευγαλέα, κάτι που δεν ήταν το αποτέλεσμα επήρειας χαπιών και αλκοόλ. Κάτι το ανέλπιστα εθιστικό και αυτό ήταν κάτι που το σιχαινόταν γιατί απλά, δεν μπορούσε να το ελέγξει.

Αντί να διασχίσει τον δρόμο, τράβηξε προς το γήπεδο ποδοσφαίρου πέντε επί πέντε. Ήταν άδειο και αυτό επιζητούσε. Την ησυχία για να μπορέσει να ακούσει τις σκέψεις της. Να συγκεντρωθεί και να επιστρέψει ξανά στην βασανιστική της καθημερινότητα. Περιπλανήθηκε για λίγο με τα χέρια στις τσέπες κλωτσώντας τα σκουπίδια που έβρισκε μπροστά της.

Κάθισε στην κορυφή στις τσιμεντένιες κερκίδες, από εκεί που θα μπορούσε να έχει ανεμπόδιστη θέα από όλη σχεδόν την πόλη. Ξεφύσησε. Ο αέρας ήταν βαρύς για τα πνευμόνια της, την πονούσε ακόμα που έπρεπε να ανασάνει. Έβγαλε από την τσέπη το τελευταίο της τσιγάρο και το άναψε. Με την πρώτη ρουφηξιά κιόλας, ήρθε η νιρβάνα και η χαλάρωση. Όσο καλής ποιότητας και να ήταν το χόρτο, δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η αναταραχή που μαίνονταν μέσα της καταλάγιασε για λίγο δίχως να ήταν αρκετό.

Αύριο θα ήταν πάλι χαρμάνα και η εφιαλτική πραγματικότητα θα αναζητούσε επίμονα χώρο για να στριμωχτεί ξανά μέσα στο στήθος της. Ασυναίσθητα σκούπισε τα χείλη της καθώς αναλογίστηκε πως έπρεπε να επισκεφτεί πάλι τον Ψηλό. Οι τσέπες της ήταν άδειες με τις ανάγκες της να είναι απαιτητικές.

Τράβηξε μια μεγάλη τζούρα. Ας ήταν. Αν έπρεπε να το κάνει, θα το έκανε. Είχε αποφασίσει όμως, πως αυτή την φορά, δεν θα ξεπουλιόνταν τόσο εύκολα. Έβγαλε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του, με εκείνον να το σηκώνει σχεδόν αμέσως.

Ηλίας Στεργίου