Η Ζακελίν βάδιζε αμέριμνα με την ομπρέλα στο χέρι, κατευθυνόμενη στον φούρνο για να πάρει έναν ζεστό καφέ στο χέρι, όταν από μακριά, είδε τον Ντεάν να βαδίζει εξίσου προς το Δημαρχείο κουτσαίνοντας. Για λίγο πάλεψε να στρέψει αλλού την προσοχή της, αλλά το άτιμο το βλέμμα της είχε κολλήσει στον άνδρα εκείνο που περπατούσε σκυφτός, ρίχνοντάς της απλώς ένα πλάγιο βλέμμα και κατόπιν συνεχίζοντας την προγραμματισμένη του πορεία. Εκείνη πήρε τον καφέ της στο χέρι, παραγγέλνοντας ακόμη έναν και κατόπιν βλαστημώντας σιωπηλά με τα ηλίθια τερτίπια της καρδιάς της, κατευθύνθηκε στο Δημαρχείο, χτυπώντας ελαφρώς την πόρτα του νεοκλασικού κτιρίου. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε ο Ντεάν βρεγμένος στο κατώφλι και εκείνη έχασε έναν χτύπο. Τα σκούρα, καστανά του μαλλιά έσταζαν νερά και το πουλόβερ του το καφέ σκούρο είχε βραχεί. Ο ίδιος την κοιτούσε έκπληκτος και με ευγένεια της έκανε νόημα να περάσει.
«Πώς είσαι έτσι;» ήταν η πρώτη της κουβέντα και εκείνος γέλασε.
«Καλά, ήρθες ως εδώ για να με ρωτήσεις αυτό το πράγμα; Δεν είχα υπολογίσει την μπόρα και δεν κρατούσα ομπρέλα. Αν τώρα μιλάς για το βάδισμά μου, απλώς έπεσα και χτύπησα» της απάντησε και εκείνη μαζεύτηκε ελαφρώς δίνοντάς του τον καφέ.
«Δεν ξέρω πώς τον πίνεις, μα ελπίζω τουλάχιστον να σε ζεστάνει» πρόφερε σιγανά, τόσο που ίσα που ακούστηκε. Άφησε το χάρτινο ποτήρι στο τραπέζι μπροστά του και έμειναν να κοιτάζονται για λίγο, με τον Ντεάν να έχει καρφώσει τα ζωηρά, κυανά του μάτια επάνω της.
«Για κάποια που με αντιπαθεί τόσο, της οφείλω ένα ευχαριστώ για την χειρονομία» της είπε και χαμογέλασαν αμήχανα. Κατόπιν, το χέρι του κινήθηκε προς την μεριά των μαλλιών της σπρώχνοντας προς τα πίσω μία τούφα. Ένα βήμα του ήταν αρκετό, για να βρεθεί να την φιλά τρυφερά, με τα χείλη του να βρέχουν τα δικά της.
H Ελοντί είχε πάρει πλέον την απόφαση να αλλάξει τη ζωή της. Η πυξίδα της καρδιάς της, που κάποτε ακροβατούσε ανάμεσα σε διαφορετικά μονοπάτια, τώρα έδειχνε εκείνο στο οποίο από καιρό την είχε οδηγήσει πρώτο το ένστικτό της. Βγαίνοντας από το σπίτι, παρατήρησε πως είχαν ξεκινήσει οι ετοιμασίες για την γιορτή της κολοκύθας και ειλικρινά, είχε στο μυαλό της να προμηθευτεί και εκείνη μία από το μικροσκοπικό μανάβικο της γειτονιάς. Τα πάντα γύρω της στολίζονταν με βάση εκείνη, σε διάφορα σχήματα, χρώματα ευφάνταστα, απεικονίζοντας μορφές άλλοτε αστείες, άλλοτε τρομακτικές. Η κοπέλα ωστόσο ένιωθε μία ανάγκη να αναζητήσει αυτήν την παράξενη μορφή, την οποία ήθελε οπωσδήποτε να οδηγήσει στο φως.
Στο διάβα της, αποφάσισε να κάνει μία στάση στην μικρή, γοτθική εκκλησία. Η μορφή και η προσωπικότητα του πατέρα Αυγουστίνου την ηρεμούσε. Έμοιαζε με πατρική φιγούρα που είχε πάντοτε μία συμβουλή για τον καθένα, εφόσον φυσικά του την ζητούσε. Μπήκε μέσα στην εκκλησία αθόρυβα και την υποδέχτηκε η μυρωδιά από λιβάνι. Στο βάθος, αντίκρυσε τον πατέρα Αυγουστίνο να περιποιείται τον ναό. Πλησίασε λίγο ακόμη και ο γέροντας μόλις την είδε, χαμογέλασε πλατιά.
«Καλώς την. Χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω Ελοντί. Κάθισε αν έχεις χρόνο, έχω την εντύπωση πως κάτι ήρθες να μου πεις» πρόφερε ο ιερέας και εκείνη απλώς του χαμογέλασε γλυκά.
«Πατερούλη, θυμάμαι πως όταν είχα έρθει ξανά εδώ, μου είπες πως ήμουν η ελπίδα για τον Φιλίπ. Τότε, καθώς μέσα μου ήμουν μπερδεμένη, δεν σκέφτηκα σωστά τα λόγια και την σημασία τους. Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ πως..» πήγε να πει, μα εκείνος την διέκοψε.
«Πως η καρδιά σου θα σκιρτούσε για έναν άνθρωπο, τόσο διαφορετικό όσο εκείνος;» την ρώτησε και η κοπέλα έμεινε άφωνη. Ο πατέρας Αυγουστίνος, έμοιαζε να μπορεί εύκολα να διαβάζει την ψυχή και την συνείδηση των ανθρώπων.
«Ακριβώς. Δεν γνωρίζω τι ήταν εκείνο που με τράβηξε στον Φιλίπ. Ίσως η καλή και ραγισμένη του καρδιά, ίσως η ανάγκη μου να του προσφέρω όλα όσα στερήθηκε» πρόφερε η κοπέλα.
«Ή ίσως, ο Φιλίπ ήταν απλώς ο άνθρωπος εκείνος που γέμισε το κενό της καρδιάς σου και εκτίμησε την αξία σου, όπως της πρέπει. Η αγάπη και ειδικά ο έρωτας δεν απορρέουν μονάχα από μία ανάγκη. Πολλές φορές προκύπτουν. Για να σου αφαιρέσω ωστόσο το βάρος που νιώθεις για τον Πιέρ, θα πρέπει να σε συμβουλεύσω να του πεις την αλήθεια επιμένοντας στα θέλω της καρδιάς σου. Μην παίξεις μαζί του, εσύ να είσαι καθαρή, το ίδιο και η συνείδησή σου» της είπε.
«Ωστόσο φοβάμαι. Αν δημιουργήσω περισσότερα προβλήματα στον Φιλίπ;» ρώτησε με αγωνία.
«Θαρρώ πως έχει ήδη ένα να αντιμετωπίσει, λίγο μεγαλύτερο» της απάντησε ο ιερέας και συνέχισε «Ξέρεις εκτός από την αποδοχή των συγχωριανών, θα πρέπει να κερδίσει και την αποδοχή ενός μέλους της οικογένειάς του» τελείωσε και η Ελοντί τινάχτηκε προς τα πίσω.
«Τι θέλετε να πείτε;» τον ρώτησε και εκείνος χαμογέλασε ελαφρώς πονηρά.
«Νομίζω πως σύντομα θα καταλάβεις» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, ενώ η κοπέλα αφού του φίλησε το χέρι, βγήκε έξω στον καθαρό αέρα της εξοχής και αποφάσισε να περάσει από τον φούρνο της πλατείας, προκειμένου να γευτεί κάποιο ζεστό και μυρωδάτο κρουασάν.
Εκεί βρήκε μονάχα την Ναταλί ιδρωμένη, να παλεύει να ξεφουρνίσει και ταυτόχρονα να σκουπίσει και το πάτωμα του μαγαζιού, καθώς εξαιτίας της μπόρας, τα νερά είχαν μπει μέχρι σε ένα σημείο μέσα, ενώ ο άνδρας της απουσίαζε.
«Καλησπέρα» είπε η κοπέλα και η Ναταλί σκουπίζοντας ταυτόχρονα και τον ιδρώτα της χαμογέλασε.
«Καλησπέρα γενναία μου κοπέλα. Ειλικρινά, οφείλω να σχολιάσω πως είσαι η μόνη που άντεξε το φάντασμα τόσο καιρό. Μπράβο σου! Έχετε κάνει μήπως κάποια συμφωνία;» την ρώτησε με έκδηλο το ενδιαφέρον και η Ελοντί γέλασε.
«Κυρία Ναταλί, θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι. Παλαιότερα, όταν θεωρητικά ο Φιλίπ ζούσε, τι κακό έκανε σε εσάς προσωπικά; Ρωτώ γιατί θέλω να έχω τα μάτια μου ανοιχτά και εγώ. Καταλαβαίνετε..» της είπε η κοπέλα πετώντας αθώα το δόλωμα που επιθυμούσε.
Ξαφνικά η Ναταλί παράτησε τη σκούπα της στην άκρη και πέφτοντας βαριά στην ξύλινη καρέκλα, δίπλα από έναν πάγκο με πολύχρωμα και γευστικά μακαρόν, αναστέναξε προσπαθώντας να απαντήσει στην ερώτηση της κοπέλας. Ωστόσο, όσο και αν πάλεψε να σκεφτεί, δεν είχε κάποια χειροπιαστή αιτία, εκτός ίσως από εκείνον τον εγκληματία που κυκλοφορούσε και ο οποίος φημολογούταν πως είχε μάλλον διαφορετικό σωματότυπο από εκείνον του Φιλίπ.
«Η αλήθεια, τον είχα συνδέσει με την παρουσία και τα εγκλήματα εκείνου του σκοτεινού ανθρώπου που κατατρέχει το χωριό μας μέχρι και σήμερα. Ο Φιλίπ, κυκλοφορούσε πάντοτε την νύχτα και χανόταν σαν σκιά μέσα στο δάσος που περιβάλλει το Λουρμαρέν. Όλοι ψιθύριζαν πως ήταν μάγος, βέβαια κανένας δεν είχε δει με τα μάτια του τις τελετές» προσπάθησε να της πει και η Ελοντί αναστέναξε.
«Ίσως ο μόνος λόγος που κυκλοφορούσε νύχτα, ήταν για να μην βλέπετε το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο που ποτέ σας δεν αποδεχτήκατε. Ήταν λογικό για εκείνον να κρύβεται. Τελοσπάντων, ειλικρινά ήθελα να ρωτήσω, ώστε να καταλάβω τι οδήγησε μία ομάδα ανθρώπων στην κίνηση να προσπαθήσουν να κάψουν ζωντανό έναν άλλο, ο οποίος απλώς ήταν διαφορετικός. Ωστόσο, ας το ξεχάσουμε αυτό για την ώρα. Βάλτε μου σας παρακαλώ λίγα μπισκότα με γέμιση μαρμελάδας ροδάκινου» της είπε γλυκά, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της, ωστόσο παρατήρησε πως είχε πετύχει τον σκοπό της. Είχε κατορθώσει να βάλει την κυρία Ναταλί σε σκέψεις.
Αγοράζοντας τα μυρωδάτα μπισκότα, αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την πλευρά του δάσους. Περπατώντας, στάθηκε μπροστά από το μονοπάτι που οδηγούσε στο εσωτερικό του και ένιωσε οργή, καθώς ενώ λάτρευε τους περιπάτους στη φύση είχε αναγκαστεί εξαιτίας εκείνου του ανθρώπου να τους στερηθεί. Κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, αποφάσισε να το διαβεί, μένοντας στα στενά του όρια. Οι δροσοσταλίδες από τα βρεγμένα φύλλα, έπεφταν στο πρόσωπό της και το ψυχρό αεράκι, τις στέγνωνε. Συνέχισε να βαδίζει, όταν είδε μία παράξενη φιγούρα να εξαφανίζεται χρησιμοποιώντας για κάλυψη την πυκνή βλάστηση. Εκείνη πισωπάτησε προσπαθώντας να πιστέψει πως ήταν ο Φιλίπ, όταν ένα χέρι της έκλεισε το στόμα και μία ανάσα κοντά στο αυτί της, την έκανε να ανατριχιάσει.
Η αηδιαστική μυρωδιά του ιδρώτα, ανακατεμένη με εκείνη των ορμονών της ηδονής εισέβαλε στα ρουθούνια της, ωστόσο γύρισε το χέρι της και γρατσούνισε το καλυμμένο πρόσωπο του άνδρα, ο οποίος την παράτησε ευθύς και ξεκίνησε να τρέχει, με εκείνη να κατευθύνεται πιο βαθιά στο δάσος, πέφτοντας επάνω σε μία ξύλινη καλύβα. Τα φώτα στο εσωτερικό της, ήταν μονάχα μερικά ανάμενα κεριά και εκείνη υπέθεσε πως κάποιος βρισκόταν ήδη μέσα.
Χτυπώντας διακριτικά, σκούντησε την πόρτα για να την υποδεχτεί απότομα η φιγούρα του Φιλίπ, ο οποίος στην θέα της χαλάρωσε.
«Ελοντί!Σου έχω πει χιλιάδες αναθεματισμένες φορές, πως είναι επικίνδυνο να..» πήγε να της πει, ωστόσο εκείνη με ένα της βήμα ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Οι δυο τους, παραδόθηκαν σε ένα φιλί παθιασμένο και βίαιο, με τον Φιλίπ να την σταματά.
«Σας είδα. Είδα τον Πιέρ να σε φιλά στον λαιμό και μα τον Θεό, ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο. Μετά σκέφτηκα πως εγώ δεν είμαι παρά ένας παραμορφωμένος δίχως φυσιολογικό μέλλον, που δεν θα μπορούσε, ούτε θα ήταν σωστό και δίκαιο να διεκδικήσει την αγάπη σου» της είπε και εκείνη απλώς χαμογέλασε.
«Τότε, θαρρώ πως δεν άκουσες τα λόγια μου στον Πιέρ. Χωρίσαμε και η αιτία είναι πως η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού, σε εσένα. Μπορεί να φοβάσαι για εμάς, μπορεί να μην πιστεύεις πως όλο αυτό θα οδηγήσει κάπου, ωστόσο σε ικετεύω δώσε μία ευκαιρία στον εαυτό σου να ζήσει σαν άνθρωπος. Ο Πιέρ θα παραμείνει στο σπίτι μέχρι να γίνει καλά. Έπειτα του ζήτησα να μείνω μονάχα εγώ και να το νοικιάζω μόνη μου. Ωστόσο από εσένα θέλω μία χάρη. Θέλω να σταματήσεις να ζεις στα υπόγεια και να έρθεις να μείνεις μαζί μου, στο σπίτι σου, σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Θέλω να ξυπνάω και να σε έχω δίπλα μου, να σε νιώθω και θέλω να πάψεις να τριγυρνάς τα βράδια απολαμβάνοντας την εκδίκηση απέναντι στο χωριό. Τι λες; Θα δεχόσουν;» τον ρώτησε καρτερώντας με προσμονή την απάντηση.
«Αν αυτό σε κάνει ευτυχισμένη, υπόσχομαι να προσπαθήσω»
Ιφιγένεια Μπακογιάννη