Γύρισαν ξαφνιασμένοι προς τα πίσω, από όπου είχε ακουστεί η φωνή, και όλοι τους έμειναν παραξενεμένοι να κοιτάζουν αυτόν που είχε μιλήσει. Ήταν κάτι που δεν περίμενε να δει εκεί ο Μιχάλης. Ένας παλιάτσος βρισκόταν στην άκρη του διαδρόμου στον οποίο είχαν βρεθεί αρχικά, με κεφάλι βαμμένο λευκό, μεγάλη και στρόγγυλη κόκκινη μύτη, πράσινο φαρδύ πουκάμισο και άσπρο παντελόνι. Το στόμα του ήταν επίσης λίγο μεγαλύτερο από το συνηθισμένο, με τα δόντια του όμως να είναι πιο κοφτερά και άγρια από ότι ενός ανθρώπου.
«Ήρθε η ώρα της διασκέδασής σας» είπε μετά, με τη φωνή του βραχνή και απόκοσμη, ενώ εκείνη τη στιγμή ήταν περιπαιχτική.
«Μην κάνετε τίποτα» τους είπε ο Βαγγέλης, «είναι μία από τις παγίδες του Αζαρέρ» ενώ μετά πέρασε μπροστά από όλους τους άλλους και αντίκρισε στα ίσια τον παλιάτσο, που κοιτούσε εκείνη τη στιγμή το παντελόνι του.
«Τι λέτε να σας δώσω λίγα μπαλόνια; Έχω αρκετά» είπε μετά, ενώ άρχισε να εμφανίζει πολλά μπαλόνια από την τσέπη του, τα οποία κατευθύνονταν με μεγάλη ταχύτητα προς εκείνους, που έβλεπαν κοκαλωμένοι το θέαμα.
Τα μπαλόνια άρχισαν να σκάνε ξαφνικά, με δυνατούς ήχους ενώ ένα υγρό ξέφευγε από κάθε μπαλόνι και τους περιέλουσε. Ο Μιχάλης δε χρειάστηκε να ψάξει και πολύ ώρα τι ήταν, αφού είχε πέσει αρκετό στο πρόσωπό του και μπόρεσε να μυρίσει τη μυρωδιά του μέταλλου που είχε το αίμα. Φρίκαρε με αυτό, με τον παλιάτσο να γελάει με αυτό που έγινε, ένα τελείως απόκοσμο γέλιο. Ο Μιχάλης στη συνέχεια εξαφάνισε με μία κίνηση το αίμα από πάνω του, βλέποντας τον παλιάτσο να έχει βγάλει τώρα τρία μεγάλα και αιχμηρά μαχαίρια, με μαύρη λαβή, με τα οποία έπαιζε σαν να ήταν μπάλες, πετώντας τα στον αέρα, από το ένα χέρι στο άλλο.
«Είναι δημιούργημα του Αζαρέρ» είπε ο Βαγγέλης, «φύγετε από εδώ, θα τον αναλάβω εγώ». Μετά και προχώρησε λίγο μπροστά.
«Τι;» ρώτησε ξαφνικά ο παλιάτσος που είχε βρεθεί δίπλα τους περίπου, στην άκρη του ενός από τους τοίχους, «θα φύγετε κιόλας; Μα τώρα άρχισε το πάρτυ»
Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε, αλλά πρόλαβε και το ξεπέρασε γρήγορα, εξαπολύοντας μια επίθεση στον παλιάτσο, με ένα μαύρο πίδακα να φεύγει από το χέρι του. Εκείνος όμως έφυγε από εκεί, με αποτέλεσμα το υγρό να χτυπήσει τον τοίχο και να προκαλέσει ζημιά, μια μεγάλη τρύπα δηλαδή.
«Α, θα σε μαλώσω» του είπε εκείνος από την άλλη πλευρά τώρα, «είσαι κακό παιδί. Για αυτό που έκανες πρέπει να τιμωρηθείς» ενώ την επόμενη στιγμή εκτόξευσε τα μαχαίρια με τα οποία έπαιζε τόση ώρα προς τον Μιχάλη.
Εκείνος, με μία ακαριαία κίνηση, έτεινε το χέρι του μπροστά, κίνηση με την οποία σταμάτησε τα μαχαίρια που είχαν εκτοξευθεί κατά πάνω του και έπεσαν κάτω. Παράλληλα, στον παλιάτσο επιτέθηκαν ο Βαγγέλης και ο Νίκος, αλλά εκείνος πρόλαβε και έφυγε από το σημείο στο οποίο βρισκόταν.
«Γρήγορα» είπε ο Βαγγέλης στην Ειρήνη, «πάρε τον Μέρτη και τη Θάλεια και φύγετε από εδώ» ενώ εκείνη τράβηξε εκείνους τους δύο προς το μέρος της.
Οι τρεις τους κίνησαν βιαστικά προς το διάδρομο και χάθηκαν γρήγορα εκεί. Ο Μιχάλης ένιωσε ανακούφιση που έφυγαν από εκείνο μέρος, ενώ ο παλιάτσος είχε γίνει άφαντος προς στιγμήν.
«Τι κάνετε εδώ εσείς; Φύγετε γρήγορα» τους φώναξε ο Βαγγέλης.
«Όχι» είπε κοφτά ο Νίκος, «θα μείνουμε να το πολεμήσουμε αυτό το πλάσμα»
Την επόμενη στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος ήχος, σαν μέταλλα που τρίβονταν μεταξύ τους. Δε χρειάστηκε όμως πάνω από μία στιγμή για να καταλάβουν τι συνέβαινε, με τις πανοπλίες να έχουν αρχίσει να κινούνται, κατευθυνόμενες προς το μέρος τους, με εκείνους να κοιτάζουν έκπληκτοι. Οι πανοπλίες πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο, κραδαίνοντας τα σπαθιά που κρατούσαν. Ο Μιχάλης όμως έμεινε παγωμένος, σε αντίθεση με τους άλλους δύο που τράβηξαν τα σπαθιά τους, αφού άκουσε τον παλιάτσο να του ψιθυρίζει στο αυτί.
«Άδικα προσπαθείς» του έλεγε εκείνος, «δε θα μπορέσεις να σώσεις τον φύλακα και ούτε να πάρεις πίσω το διαμάντι. Εσύ φταις που θα πεθάνει και όσοι άλλοι σκοτωθούν από το διαμάντι» με τη λέξη σκοτωθούν να επαναλαμβάνεται σαν ηχώ στο αυτί του, ενώ εκείνος έμεινε κοκαλωμένος.
Στη συνέχεια άκουσε τον παλιάτσο να γελά ευχαριστημένος, αντικρίζοντάς τον αρκετά πιο πέρα απέναντί του. Έμεινε κοκαλωμένος, διαπιστώνοντας πως είχε δίκιο, αφού εκείνος δεν είχε φυλάξει σωστά το διαμάντι και αυτό είχε πέσει στα χέρια των Ηγετών, όπως και ο Δημήτρης. Είχε καθυστερήσει πάρα πολύ και εκείνος θα μπορούσε να είναι ήδη νεκρός, για το οποίο έφερε μεγάλη ευθύνη.
«Τι έπαθες, ρε;» άκουσε το Νίκο να τον ρωτάει, «ετοιμάσου. Οι πανοπλίες πλησιάζουν και δε σταματάνε με επιθέσεις»
Ήταν σαν να μην κατάλαβε τι του είπε εκείνος, χαμένος στη σκέψη και γεμάτος ενοχές. Εκείνος έφταιγε, έφταιγε για όλα όσα πάθαιναν τώρα οι μάγοι εκεί. Η ανευθυνότητά του ήταν πολλή μεγάλη και είχε οδηγήσει εκεί, σε όλα αυτά. Οι ήχοι που ακούγονταν δεν τον απασχολούσαν πια, αφού εκείνος ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, για να κρύψει την ντροπή του, αλλά και την ενοχή που ένιωθε. Ο Βαγγέλης και ο Νίκος πάλευαν με τις πανοπλίες σαν να ήταν μάγοι, έχοντας πολλές δυσκολίες, ενώ εκείνος είχε μείνει έξω από τη μάχη, γονατίζοντας. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, με την ενοχή να πλακώνει την ψυχή του.
«Εσύ φταις για όλα» άκουσε και πάλι τη φωνή του παλιάτσου να ψιθυρίζει, «πρέπει να τιμωρήσεις τον εαυτό σου, ώστε να μην κάνεις και άλλα. Προλαβαίνεις να αποτρέψεις τα χειρότερα, βάζοντας ένα τέλος»
Είχε δίκιο. Προκάλεσε πάρα πολλά και έπρεπε να αποτρέψει να κάνει περισσότερα, βάζοντας ένα τέλος στη ζωή του. Έπρεπε να βρει το θάρρος και να την τελειώσει. Δε θα εκπλήρωνε φυσικά την υπόσχεσή του, αλλά ήταν καλύτερα έτσι. Του ήρθαν στο μυαλό εικόνες από το Χίελθ και την υπόλοιπη χώρα, που τον έκαναν να νιώθει την ανάγκη να τους βοηθήσει. Αυτή η επιθυμία του όμως ήταν τόσο δυνατή, που τον έκανε να θέλει να συνεχίσει την προσπάθειά του.
Και τότε ξύπνησε από αυτό στο οποίο τον έριξε ο παλιάτσος. Έφυγε το βάρος που ένιωθε στην ψυχή, συνειδητοποιώντας πως εκείνος το προκάλεσε, αλλά και έλεγε ψέματα, αφού ο Μιχάλης δεν ήξερε πως ήταν μάγος και να χειριστεί τις δυνάμεις του, επομένως δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα ενάντια στους Χιζέρκα που πήραν το διαμάντι έτσι κι αλλιώς. Δεν έφταιγε εκείνος, αλλά οι Ηγέτες που τα προκάλεσαν όλα αυτά. Σηκώθηκε στη συνέχεια τρέμοντας και με το κεφάλι του να καίει, ψάχνοντας τον παλιάτσο που είχε εξαφανιστεί. Κοίταξε προς το μέρος του Νίκου και του Βαγγέλη, που πάλευαν με οκτώ πανοπλίες, και όρμησε για να τους βοηθήσει.
Με μία δυναμική κίνηση του σπαθιού του, ενισχυμένη με μαγεία, χτύπησε μία πανοπλία και την έκανε κομμάτια, δίνοντας την ευκαιρία στο Βαγγέλη να κάνει το ίδιο με μία άλλη. Στη συνέχεια χτύπησαν μαζί, με πολλή δύναμη, μία τρίτη και τη διέλυσαν επίσης. Μετά, ο Μιχάλης ανέλαβε μία από εκείνες που είχαν στριμώξει τον Νίκο, χτυπώντας τη με εναλλάξ χτυπήματα. Ήταν αρκετά καλή σαν ξιφομάχος, αλλά τα εναλλάξ χτυπήματα την αιφνιδίασαν κάποια στιγμή, με αποτέλεσμα να καταφέρει να τη διαλύσει με κάποιο χτύπημα. Στο τέλος την έκανε στάχτη, ανάβοντας τη μαύρη φωτιά πάνω της. Την ίδια τακτική ακολούθησε και με μία άλλη πανοπλία, με το κόλπο να επιτυγχάνει για δεύτερη φορά. Ο Νίκος, κατάφερε να καταστρέψει τις άλλες δύο, ενώ μετά έμεινε ακίνητος, λες και είχε την προσοχή του κάπου αλλού. Σκυθρώπιασε και παρέμεινε σκεφτικός, με το βλέμμα του καρφωμένο στο πάτωμα. Ο Μιχάλης είχε μείνει να τον παρακολουθεί σύξυλος.
«Εγώ φταίω» ψιθύρισε μετά, αφήνοντας το σπαθί του να πέσει με ένα κρότο κάτω.
«Τι;» έκανε ο Μιχάλης, «για ποιο πράγμα;»
«Για τη Μαρία. Εγώ φταίω που την έπιασαν. Έπρεπε να είμαι εκεί και να την προστατέψω»
«Τι λες;» του είπε ο Μιχάλης, «ήμασταν σε αποστολή. Δεν είναι δικιά σου η ευθύνη»
«Είναι» επέμεινε εκείνος, «δέχτηκα να έρθω μαζί σου κι ας είχα καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έπρεπε να μείνω»
«Σύνελθε» του φώναξε ο Μιχάλης πιάνοντάς τον από το χέρι και ταρακουνώντας τον, «ο κλόουν σε κοροϊδεύει. Δε φταις εσύ. Άντε, πρέπει να τη σώσεις, έχεις δουλειά να κάνεις. Ξύπνα»
Ο Νίκος σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Μετά ανοιγόκλεισε τα μάτια του, βλέποντας τον Μιχάλη, με το γνωστό του βλέμμα, δείγμα πως είχε συνέλθει. Ο παλιάτσος ακούστηκε να γελάει λίγο πιο πέρα, με τον Νίκο να τον κοιτάζει τώρα εξοργισμένος. Τράβηξε το σπαθί του από κάτω και ετοιμάστηκε να του ορμήσει.
«Έπρεπε να δεις τη φάτσα σου» του είπε μετά ο παλιάτσος, «είχε πολλή πλάκα. Ο φιλαράκος σας όμως δεν μπορεί να συνεχίσει στο πάρτυ. Είναι τέζα»
Τα δύο αγόρια αντίκρισαν στη συνέχεια τον Βαγγέλη να βρίσκεται στο ξαπλωμένος στο πάτωμα, με αίματα στο στήθος του. Ο Μιχάλης έτρεξε προς το μέρος του, βλέποντας μία άσχημη πληγή, που μάλλον έγινε από την πανοπλία με την οποία πάλευε τελευταία, αλλά εκείνη βρισκόταν διαλυμένη στο δάπεδο. Μετά, φοβήθηκε μην έκανε το ίδιο που έκανε και στα δύο αγόρια και εκείνος είχε υποκύψει στις ενοχές που τον είχε υποβάλει ο παλιάτσος. Έπιασε για να δει το σφυγμό του, αλλά εκείνος δεν ήταν ζωντανός. Έμεινε να κοιτάξει κοκαλωμένος, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που έγινε.