Οι βουνίσιοι είχαν πλέον στριμώξει τους λιγοστούς νυχτερινούς μέσα στο κεντρικό κτίριο του μοναστηριού. Ο Κάανν κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο, την ίδια ώρα, που ο Έλντι έστελνε τους μισούς του άντρες να ψάξουν για το Γκάλντουρ Μάλβερκ στις καταπακτές του ανατολικού τείχους. Καθώς η μισή προσοχή των βουνίσιων είχε στραφεί για λίγο αλλού, ο νεαρός νυχτερινός -που είχε κουβαλήσει νωρίτερα τον τραυματισμένο αφέντη Ιουστίν- κατάφερε να φυγαδεύσει τη Σιν-Σι με τον πατέρα και τους συνοδοιπόρους της. Τους οδήγησε σε ένα από τα δεκάδες μυστικά περάσματα, το οποίο κατέληγε νότια, έξω από τα τείχη.
Ο ήλιος κόντευε πια να δύσει. Ο Έλντι και οι λοιποί βουνίσιοι, αφού σκότωσαν όσους νυχτερινούς είχαν απομείνει, έκαναν φύλλο και φτερό το μοναστήρι για να βρουν αυτό που τους είχε ζητήσει η Λαίδη Νυάννα. Τελευταίο έψαξαν το δωμάτιο της προσευχής αλλά το Μάλβερκ δεν ήταν ούτε εκεί. Συνέχισαν την αναζήτηση όλη τη νύχτα.
Παράλληλα, οι νυχτερινοί γυρνοβολούσαν όλο το βράδυ μες στις υπόγειες στοές και τα μυστικά περάσματα, ψάχνοντας να βρουν μια άκρη μες στο σκοτάδι. Είχαν χαθεί. Κι όταν ήρθε το πρωί, έπειτα από πολλές γκρίνιες και διαφωνίες, συμφώνησαν να ξεκουραστούν και να περάσουν εκεί μέσα τη μέρα τους, κρυμμένοι από όλους τους πιθανούς εχθρούς τους. Θα ξεκινούσαν πάλι κατά το σούρουπο, αν κατάφερναν να υπολογίσουν σωστά τον χρόνο…
«Θα το πληρώσουν αυτό, να είστε σίγουροι…» είπε ξαπλώνοντας ο πρίγκιπας.
«Νομίζουν πως μας έχουν κατατροπώσει» τον καθησύχασε ο Τζάρβις Λαγκ.
«Μα, κατέλαβαν το μοναστήρι κύριε Λαγκ» του είπε ο Κάανν.
«Σωστά! Το μοναστήρι το πήρανε και ας το κρατήσουν έτσι όπως το κάνανε…» συνέχισε ο τσιγγάνος «…Δεν ήρθαν όμως μέχρι εδώ μόνο για να κυνηγήσουν μερικούς νυχτοβάτες…»
«Ήρθαν για το μαύρο διαμάντι των Μούλτιμε…» πρόσθεσε σκεφτικός ο Χαράμ.
«Ακριβώς!..» φώναξε χαμογελαστός ο Τζάρβις «…επίσης γνωστό και ως το μάτι του Λύκου…» είπε και έβγαλε το Μάλβερκ από το σακίδιο του. Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν απορημένοι, αλλά και νοιώθοντας ικανοποίηση που κατάφεραν να τη φέρουν στους βουνίσιους.
Πάνω από τα μυστικά περάσματα του αρχαίου μοναστηριού, οι έρευνες συνεχίζονταν.
«Ξημερώνει στα Μούλτιμε…» είπε ο Έλντι Μπόου ατενίζοντας προς τα βουνά στην ανατολή. Είχε καθίσει σε ένα κομμάτι μάρμαρο και ξεκούραζε τα χέρια του, στηριζόμενος στο τόξο του. «Τι νέα έχουμε από το διαμάντι;» ρώτησε έναν κατάκοπο άντρα που εξερχόταν από το μοναστήρι.
«Δεν υπάρχει τίποτα νέο…». Η απάντηση δεν ήταν διαφορετική από αυτή που περίμενε να ακούσει.
«Μάζεψε τους όλους, αρκετό χρόνο χάσαμε…» τον προέτρεψε ο Έλντι. Ένας άλλος νεαρός βουνίσιος περπατούσε αργά, με δάκρυα στα μάτια, ανάμεσα στους πεσόντες. Κοντοστάθηκε πάνω από τον Ούλτορ. Πλάι στο άψυχο σώμα του ήταν το μεγάλο τσεκούρι του. Ο νέος έσκυψε, το πήρε και το πέρασε στο χέρι του ξυλοκόπου, πριν σηκωθεί και γυρίσει προς τον Έλντι.
«Δε γίνεται να τους αφήσουμε έτσι εδώ να σαπίσουν…» του είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Φοβάμαι πως δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς… Οι νυχτοβάτες ίσως επιστρέψουν» απάντησε ο Έλντι Μπόου. Αφού σηκώθηκε όρθιος, προχώρησε προς το μέρος του ξυλοκόπου. Έμεινε σιωπηλός για κάμποση ώρα, κοιτάζοντας τον ζωγραφισμένο θάνατο στο χώμα.
«Ούλτορ από το Βακάρου…» είπε απευθυνόμενος στο νεκρό μαχητή. Και προχώρησε λίγο παραπέρα, «…Ρένζερ, φύλακα των δασών των Μούλτιμε…» πρόσθεσε αφού κοντοστάθηκε πάνω από το δασοφύλακα. «…Συμπολεμιστή μας, Κόστα, από το πρώτο και τελευταίο ελεύθερο χωριό της Αλντέια…» συνέχισε μιλώντας πια πιο δυνατά, τραβώντας την προσοχή των βουνίσιων που συγκεντρώνονταν γύρω του «…είμαστε ευτυχείς τώρα που αντικρίζουμε ο ένας τον άλλο πιο καθαρά, χωρίς σκοτεινά πέπλα και γκρίζες σκιές… τώρα που πολεμάμε για τη γαλήνη στα χωριά μας και την ελευθερία των λαών μας… Τώρα που επιτέλους ξημερώνει στα Μούλτιμε! Η δική σας θυσία θα ακουστεί από την Ανατολή ως τη Μεγάλη Νήσο και θα μας οδηγεί μέχρι το τέλος! Θα τους πολεμήσουμε σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο, σε θάλασσες και βουνά για να υπερασπιστούμε την ελευθερία στα βουνά πριν την Ανατολή! Ζήτω οι εκδικητές των Μούλτιμε!!!» κραύγασε ο Έλντι Μπόου και ο ήλιος ανέτειλε ακριβώς πίσω του.
«Ζήτω!!!» βροντοφώναξαν ταυτόχρονα οι βουνίσιοι. «Ζήτω οι εκδικητές των Μούλτιμε!»
«Κάψτε αυτή τη σκουληκοφωλιά…» είπε φεύγοντας ο Έλντι.
Κυριάκος Μαυροειδέας