Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 44: Ολοκλήρωση της Αποστολής)

Αισθανόταν καλά, αναζωογονημένος, σαν να μην είχε αποδυναμωθεί ποτέ, και σηκώθηκε πάνω με μία κίνηση. Αφού ήλεγξε αν το σακίδιο και το σπαθί ήταν ακόμη πάνω του, άρχισε να ψάχνει με το μυαλό τον Νίκο και τους υπόλοιπους Χιζέρκα, με τους οποίους ίσως να πάλευε ή να έψαχνε ακόμη, αν δεν είχε συμβεί κάτι κακό.

Δεν άργησε να τον εντοπίσει. Στεκόταν μόνος του σε ένα σημείο εκεί κοντά, δίπλα από ένα πολύ λεπτό δέντρο. Ο Νίκος τον κοίταξε λιγάκι σαν να προσπαθούσε να δει κάτι. «Μπορείς να συνέλθεις από ολα, ε; Δεν πρέπει να υπάρχουν άλλοι Χιζέρκα στο δάσος. Πάμε στο δέντρο να τελειώνουμε με αυτό»

Την επόμενη στιγμή ξεκίνησαν οι δυο τους για το δέντρο, το οποίο ήξερε ο Νίκος με ποιο τρόπο θα βρουν, όπως του είχε εξηγήσει νωρίτερα. Έκαναν μερικές παρακάμψεις και κάποιες ξαφνικές στροφές, ενώ ο ήλιος πλησίαζε σιγά-σιγά το κέντρο του ουρανού. Τελικά, μετά από λίγη ώρα, έφτασαν στο δέντρο, εκείνο που είχε δει για πρώτη φορά μέσα από τον πίνακα στην καλύβα του Ζεραήλ. Δεν διέφερε καθόλου από όταν το είδε μέσα από τον πίνακα, αλλά έδειχνε ακόμη ποιο ψηλό, κάνοντάς τον να σηκώσει το κεφάλι του προς τα πάνω για να δει την κορυφή του, όπου υπήρχαν πολλά και πυκνά κίτρινα φύλλα. Αν και λίγο διαφορετικό, ήταν πολύ όμορφο και τον δυσαρεστούσε η σκέψη πως έπρεπε να του βάλει φωτιά, να το κάψει δηλαδή. Δεν ήξερε φυσικά τι θα γινόταν με αυτό, αλλά θα μπορούσε επιτέλους να ξεχρεώσει απέναντι στους κρατούμενους του Χίελθ.

Ελέγχοντάς το νοητικά, διαπίστωσε ήταν πως το δέντρο ήταν μαγεμένο, με πολύ ισχυρή μαγεία.

«Ας τελειώνουμε» είπε μετά, καθώς προετοιμαζόταν για να βάλει φωτιά στο δέντρο, ελπίζοντας να τελειώνει με αυτό.

«Περίμενε» τον έκοψε ο Νίκος.

«Τι έγινε;»

«Κάτι δεν πάει καλά με το δέντρο» συνεχίζοντας να παρατηρεί το δέντρο, δείχνοντας πως κάτι προσπαθούσε να καταλάβει σχετικά με αυτό. «Δεν είναι συνδεμένο με τίποτα. Ο Ζεραήλ μας κορόιδεψε»

Ο Μιχάλης έμεινε παγωμένος, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει αυτό που του είπε ο Νίκος. Άνοιξε κατευθείαν το μυαλό του και έλεγξε και πάλι το δέντρο, διαπιστώνοντας πως η μαγεία μέσα στο δέντρο ήταν κλεισμένη σε αυτό και δεν έμοιαζε με το δαχτυλίδι του Νίκου, που συνδεόταν με κάτι άλλο. Το δέντρο όμως δε συνδεόταν με τίποτα, άρα δεν πρέπει να έκανε κάποια δουλειά σε σχέση με τους κρατούμενους. Μετά, γύρισε και κοίταξε και πάλι το Νίκο, με πολλές σκέψεις να περνάνε από το μυαλό του.

«Κατάλαβες και τίποτα άλλο;»

«Όχι» του απάντησε, γυρνώντας να κοιτάξει και πάλι το δέντρο, «πάντως, σίγουρα κάτι θα γίνει αν το καταστρέψουμε, έχει ισχυρή μαγεία μέσα του. Ίσως κάτι να ενεργοποιηθεί»

Ένιωσε να του ανεβαίνε το αίμα στο κεφάλι, αλλά μία νέα σκέψη τον πάγωσε. «Μπορεί να είχαν κάποιον λόγο για να μας πουν ψέματα. Όπως-»

«Να μην μάθουν τον πραγματικό λόγο που ερχόμαστε εδώ, αν διάβαζαν τα μυαλά μας τσιράκια των Ηγετών» συμπλήρωσε τη φράση ο Νίκος.

Κάτι ακόμη ήρθε στο μυαλό του. Ο Σέκαρ ήξερε. Όχι μόνο ήξερε ποια ήταν η αποστολή τους, αλλά και ότι οι ίδιοι δε γνώριζαν τον πραγματικό λόγο. Ίσως μπορούσε να διαβάσει το μυαλό του. Εδώ είχε μπει στο ίδιο του το όνειρο.

«Τι έγινε;» άκουσε το Νίκο να τον ρωτά από κάπου πιο πέρα, αφού πρέπει να είχε μόλις αντιληφθεί πως ο Μιχάλης είχε σταματήσει.

«Ας το κάνουμε» δήλωσε αποφασιστικά.

Έκανε αναστροφή και κίνησε προς το δέντρο, όπου δεν άργησε να φτάσει και άγγιξε με το χέρι του το δέντρο. Έπειτα έβαλε φωτιά στο δέντρο. Είδε μια πορτοκαλί φωτιά να εξαπλώνεται αστραπιαία σε όλο το δέντρο και να το τυλίγει από τις ρίζες ως τα φύλλα στην κορυφή. Έκανε πίσω ασυναίσθητα, για να μην καεί και εκείνος, με το δέντρο όμως να μη δείχνει να παθαίνει κάτι από τις φλόγες. Ο Νίκος βρέθηκε δίπλα του, κοιτώντας το δέντρο και εκείνος.

Η φωτιά χάθηκε απότομα, ενώ το δέντρο βρισκόταν στην ίδια κατάσταση στην οποία ήταν και πριν, σαν να μην του είχε βάλει ποτέ φωτιά ο Μιχάλης. Έμεινε να το κοιτάζει έκπληκτος, μην μπορώντας ακόμη να πιστέψει πως η φωτιά χάθηκε τόσο απλά.

«Κάτι άλλαξε στο δέντρο» παρατήρησε ο φίλος του.

Ο Μιχάλης άνοιξε το μυαλό του και περιεργάστηκε το δέντρο. Πράγματι, εντόπισε κάποια αλλαγή στη μαγεία που αυτό περίκλειε, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί.

«Καλύτερα να φύγουμε» πρότεινε ο Νίκος μετά από λίγο, «ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Ας μην το ρισκάρουμε παραπάνω»

Χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο, ξεκίνησαν για την έξοδο από το δασάκι, συζητώντας σε πιο χαλαρό ύφος πια. Μέσα στο δάσος δε συνάντησαν κάτι άλλο, με αποτέλεσμα να φτάσουν ανενόχλητοι στο σημείο από όπου είχαν μπει σε αυτό, με τον ήλιο να τείνει κάπως προς τη δύση, δείχνοντας πως ήταν πια απόγευμα.

Μόλις βγήκαν ο Μιχάλης ένιωσε πολύ καλύτερα που είχε φύγει από εκείνο το μέρος και είχε βρεθεί και πάλι σε ανοιχτό χώρο. Αισθανόταν πολύ καλύτερα όταν βρισκόταν στα ανοιχτά, έχοντας ελευθερία να κινηθεί προς όποια κατεύθυνση ήθελε.

«Ας φύγουμε από εδώ» είπε λίγο μετά στον Νίκο, αφού είχαν σταματήσει έξω από το δάσος.

«Δε νομίζω ότι είναι και τόσο εύκολο»

Τον λόγο που το είπε αυτό, ο Μιχάλης δεν άργησε να τον καταλάβει. Διαπίστωσε και με το μυαλό και με το βλέμμα πως γύρω τους υπήρχαν πολλοί Χιζέρκα πάνω στα άλογά τους. Ένα σφύριγμα αντήχησε στη συνέχεια, πριν ακουστεί κάποιος να μιλάει, σαν να χρησιμοποιούσε μεγάφωνο.

«Παραδοθείτε τώρα και θα οδηγηθείτε ανώδυνα στους Έλαρς»

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αναφέρονταν σε αυτούς. Ο Μιχάλης διαπίστωσε πως η ευρύτερη περιοχή ήταν περικυκλωμένη, με πολλούς μάγους να βρίσκονται σε κάθε σημείο. Ο μόνος ανοιχτός χώρος ήταν στα αριστερά τους, ο δρόμος δηλαδή που οδηγούσε στο απαγορευμένο χωριό. Κανείς από αυτούς δεν έμοιαζε να θέλει να πλησιάσει εκεί.

«Τι είναι αυτοί οι Έλαρς;» ρώτησε τον Νίκο.

Εκείνος του απάντησε με την προσοχή του στραμμένη αλλού. «Οι δικαστές και θεσπιστές των νέων νόμων που έβαλαν οι Ηγέτες. Καλύτερα να μας σκοτώσουν οι Χιζέρκα παρά να πέσουμε στα χέρια τους»

«Και τώρα τι κάνουμε;»

Ο Νίκος δεν μίλησε. Από το βλέμμα του και μόνο φαινόταν η απογοήτευσή του. «Τελικά είστε λίγο πιο έξυπνοι από ότι φαίνεται» ακούστηκε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή από κάπου κοντά, «κρίμα που αυτά τα μυαλά θα πάνε χαμένα»

Ο Μιχάλης γύρισε ξαφνιασμένος προς τα δεξιά του, όπου εκεί στεκόταν μία γυναίκα, με τη γνωστή στολή των υπηρετών των Ηγετών. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά, που πρέπει να έφταναν στη μέση της και τους κοιτούσε με αυστηρό βλέμμα.

«Κέρδισε λίγο χρόνο» ψιθύρισε στο αυτί του ο Νίκος τότε.

«Γιατί θέλετε να μας πάτε σε αυτούς;» ρώτησε χωρίς σκέψη ο Μιχάλης μετά.

«Τι έγινε;» είπε η γυναίκα με υπεροπτικό ύφος, «Βρεθήκαμε σε δυσμενή θέση και παριστάνουμε τις αθώες περιστερές; Θα σας απαντήσω όμως, επειδή κάθε ένοχος έχει δικαίωμα να μάθει το λόγο της ποινής του. Κατηγορείστε για επίθεση σε άλλους υπηκόους, άρνηση ελέγχου και εξαπάτηση των αρχών, πρόκληση ζημιών και διαφυγή. Νομίζω ότι αυτά είναι αρκετά για μια βαριά ποινή»

Για άλλη μια φορά του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άρχισε να τρέμει ολόκληρος, ειδικά από τη στιγμή που θυμήθηκε όσα δει να κάνουν αυτοί οι τύποι.

«Να μας τιμωρήσετε;» άρχισε να ουρλιάζει, «Ποιοι; Εσείς. Που σκοτώνετε ανθρώπους έτσι απλά, που βασανίζετε πόσους κάθε μέρα χωρίς λόγο, απλά για ευχαρίστηση, που λεηλατείτε περιοχές και καταστρέφετε ό,τι βρείτε. Κάνατε τη χώρα χάλια, υπηρετώντας κάποιους γελοίους που θέλουν να κυβερνήσουν για το κέρδος τους. Αν θέλετε να το παίξετε δίκαιοι λοιπόν, τιμωρήστε πρώτα τους εαυτούς σας και μετά ελάτε και σε μας, που το μόνο που κάναμε είναι ότι προσπαθήσαμε να σταματήσουμε αυτήν την παράνοια»

Μόλις σταμάτησε, είδε τους άλλους να μένουν σύξυλοι. Ακόμη και η γυναίκα δε φάνηκε να περιμένει τέτοια απάντηση. Τελικά ήταν η πρώτη που πήρε τον λόγο ξανά.

«Περιμένετε λίγο. Φαίνεται ότι τα αγοράκια μας έχουν κάποιες σοβαρές απόψεις» ενώ μετά στράφηκε προς το αγόρι, «μάλλον δε σε έχουν πληροφορήσει και τόσο καλά» του είπε, «δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Μέχρι πριν λίγο καιρό, η κατάσταση ήταν αντίθετη, εμείς που έχουμε τώρα την εξουσία υποφέραμε από τους υπόλοιπους, που μας φερόντουσαν σαν κατώτερους. Αυτό που ανάφερες πως γίνεται τώρα, θα κρατήσει όσο αντιστέκονται στις αρχές μας, που θέλουμε όλοι στη χώρα να είναι ίσοι και να μην είμαστε κατώτεροι από τους Ζέρκα και τις υπόλοιπες τάξεις»

«Τίποτα δε δικαιολογεί όσα κάνετε» επέμεινε εκείνος μετά από λίγες στιγμές, «ό, τι και αν σας έχουν κάνει, αποκλείεται να ήταν τόσο άσχημα όσο τα εγκλήματα που κάνετε εσείς. Αν θέλετε πάντως να ονομάζεται την τυραννία ισότητα, μπορείτε να το κάνετε, αλλά δε σημαίνει ότι θα συμφωνήσουμε και εμείς σε αυτό»

«Όταν καπιέζεσαι για τόσο μεγάλο διάστημα, είναι λογικό να ξεσπάς με ακραίο τρόπο, όταν σου δίνεται η ευκαιρία. Είσαι πολύ αθώος για να καταλάβεις κάποιες καταστάσεις, μικρέ»

«Ακόμη και αν είναι ξέσπαμα όλο αυτό, δε δικαιολογείστε. Έχετε χάσει το μέτρο. Και να είχατε δίκαιο, με όσα κάνατε το χάσατε»

«Ο λόγος μας είναι πια το δίκαιο, μικρέ. Είναι η σειρά μας να πάρουμε τον έλεγχο. Έφτασε η ώρα να το δεχτείτε και εσείς»

«Τρέχα» άκουσε τον Νίκο τότε να του φωνάζει και έπειτα να τρέχει προς το χωιρό.

Ο Μιχάλης για μία ακόμη φορά έδρασε ταχύτατα. Δημιούργησε τη μαύρη φωτιά από πίσω τους, ώστε να εμποδίσει τα πυρά των υπηρετών των Ηγετών και ακολούθησε τον φίλο του.

«Επιλέξατε να αυτοκτονήσετε τελικά;» άκουσε τη γυναίκα να τους φωνάζει λίγο πιο πίσω.

Ο Νίκος ύψωσε το χέρι, σε μία κίνηση αποχαιρετισμού.

«Καλή μας τύχη» είπε στη συνέχεια στον Μιχάλη.

Δεν είπαν κάτι άλλο. Στράφηκε προς το χωριό, και αφού χτύπησε φιλικά τον Νίκο στην πλάτη για να του δώσει θάρρος, ξεκίνησε για εκεί. Μετά από λίγο, τα δύο αγόρια έμπαιναν στο απαγορευμένο χωριό, σε αυτό το πολύ μυστήριο χωριό που έμοιαζε ερημωμένο.

Παναγιώτης Βάβαλος