Περπατούσε κακόκεφη. Ο Δήμος δεν είχε επικοινωνήσει καθόλου μαζί της μα δεν ήταν αυτό που την απασχολούσε αυτή τη στιγμή. Είχε έναν πόνο χαμηλά στο στομάχι που της αποσπούσε την προσοχή. Όλα θα διορθώνονταν μόλις, έπαιρνε το φιξάκι της. Όλα θα ήταν οκ και δεν θα είχε ανάγκη κανέναν Δήμο.
Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα του Ψηλού. Η βρώμα του διαδρόμου μαζί με την αποπνικτική ζέστη του πρωινού την έκαναν να διστάσει αλλά μόνο για μια στιγμή. Επικρατούσε ησυχία και δεν ήξερε αν έπρεπε να το εκλάβει για καλό ή κακό σημάδι. Πήρε βαθιά ανάσα και χτύπησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να επαναλάβει πολλές φορές χωρίς να πάρει όμως απάντηση.
Δοκίμασε το πόμολο και διαπίστωσε πως ήταν ανοιχτή. Η μπόχα που ήρθε από το εσωτερικό την έκανε να βάλει την ανάποδη της παλάμης στα χείλη της στην προσπάθεια να μην ξεράσει. Μια λεπτή δέσμη φωτός που ξέφευγε από τα σπασμένα κλειστά στόρια φώτιζε με έναν θλιβερό τρόπο το ήδη καταθλιπτικό διαμέρισμα.
Με μια πρώτη ματιά, ο χώρος φαινόταν άδειος, μικροσκοπικά σωματίδια αιωρούνταν στον αέρα. Το βλέμμα της έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση στα αριστερά της, ο Ψηλός, περισσότερο ριγμένος παρά καθισμένος στην πολυθρόνα, είχε το κεφάλι γερμένο σε μια άβολη στάση και τα χέρια πεσμένα στο πλάι. Αν δεν έβλεπε το στήθος το να ανεβοκατεβαίνει, θα πίστευε πως ήταν νεκρός.
Σαν να αισθάνθηκε την παρουσία της, τινάχτηκε ελαφρά και φάνηκε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να την αναγνωρίσει. Όταν κατάλαβε τελικά ποια ήταν, ένα γλοιώδες χαμόγελο σχηματίστηκε στα μελανιασμένα του χείλη.
«Ε!» κατάφερε μόνο να πει καθώς προσπαθούσε να εστιάσει το βλέμμα επάνω της.
Η Στέφη κοίταξε γύρω της. Ανησυχούσε μήπως το ραντεβού της τελικά πήγαινε στράφι έτσι όπως ο Ψηλός ήταν λιώμα.
«Μου είπες να ‘ρθω να σε βρω».
Σήκωσε με κόπο το χέρι και κούνησε το δάχτυλο προτρέποντάς τη να τον πλησιάσει. Πήρε βαθιά ανάσα και προετοιμάστηκε όσο μπορούσε γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Γονάτισε μπροστά του και έπιασε τα γόνατά του. Ο Ψηλός ξέσπασε σε ένα αδύναμο ξερακιανό γέλιο.
«Όχι, όχι. Με τόσο σταφ που έχω σουτάρει κούκλα μου, δεν υπάρχει περίπτωση να μου σηκωθεί σήμερα».
Άπλωσε το χέρι του και ψαχούλεψε στα τυφλά πάνω στο χαρτοκιβώτιο που είχε στα δεξιά του και το χρησιμοποιούσε για τραπεζάκι. Έπιασε ένα διπλωμένο χαρτί ανάμεσα από άδεια κουτάκια μπύρας και πλαστικά ποτήρια γεμάτα με σκούρα υγρά και αποτσίγαρα. Το έτεινε προς το μέρος της.
Μια λάμψη ελπίδας φάνηκε στα μάτια της πως ίσως ο Ψηλός, μέσα στην μαστούρα του της έδινε πράμα δωρεάν. Χάρη της παλιάς τους ‘φιλίας’. Το ξεδίπλωσε απογοητευμένη για να διαπιστώσει πως είχε γραμμένη μια διεύθυνση με άτσαλα γράμματα.
«Τι σκατά είναι αυτό;»
Ο Ψηλός έμεινε αμίλητος με το κεφάλι πεσμένο μπροστά και σάλια να στάζουν από το μισάνοιχτο στόμα.
«Σου μιλάω ρε μαλάκα! Τι είναι αυτό;»
Τον κλώτσησε στο πόδι. Τινάχτηκε απότομα και την κοίταξε χαμένος μέσα από τα καπνισμένα λιβάδια στα οποία ταξίδευε. Του έχωσε το χαρτί μπροστά στο πρόσωπο. Εκείνος χάιδεψε την μαύρη αξύριστη μουσούδα ρουθουνίζοντας.
«Ένας καλός φίλος προσφέρθηκε να σε εξυπηρετήσει. Κοίτα να φερθείς έξυπνα και δεν θα χάσεις».
Ξέσπασε πάλι σε ένα υστερικό γέλιο που κατέληξε σε έναν ακατάσχετο βήχα. Ήταν μάταιο να προσπαθεί να βγάλει άκρη μαζί του. Ένιωσε να την ζώνει μια μαύρη απελπισία καθώς κοιτούσε ξανά το χαρτί που κρατούσε. Αυτό άλλαζε τα δεδομένα μα από την άλλη, αν δεν ήταν ο Ψηλός, θα ήταν κάποιος άλλος. Όλοι την ίδια βρωμιά κουβαλούσαν ανάμεσα στα πόδια τους.
Ο τύπος έμενε σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, σε μια νεόδμητη οικοδομή που φώναζε από μακριά για το καλό γούστο του αρχιτέκτονα και τις πλούσιες τσέπες των ενοίκων της. Υπέθετε λοιπόν ότι θα μπορούσε να φανεί γενναιόδωρος για τα λίγα λεπτά ευχαρίστησης σε αντίθεση με την φρίκη που έτρωγε κάθε φορά που περνούσε το κατώφλι της τρώγλης του Ψηλού.
Της άνοιξε ένας άντρας ψηλός, με προσεγμένο μαύρισμα και ανοιχτό πουκάμισο.
«Η Στέφη;»
Κούνησε το κεφάλι της και της έκανε νόημα να περάσει. Το εσωτερικό δεν την διέψευσε. Μάρμαρα στο πάτωμα και έπιπλα υπενδεδυμένα με ανοιχτόχρωμο δέρμα φανέρωναν το καλό γούστο του οικοδεσπότη. Χάιδεψέ με το δάχτυλο την ράχη του καναπέ και περιεργάστηκε το χώρο. Από κάπου στο βάθος ακουγόταν κλασική μουσική.
«Omg, τι φλωριές είναι αυτές» μουρμούρισε.
Στάθηκε στο χαμηλό έπιπλο και πήρε μια ασημένια κορνίζα που ήταν ακουμπισμένη απάνω του στα χέρια της. Η φωτογραφία έδειχνε τον ίδιο αγκαλιά με την γυναίκα και την κόρη του πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου.
«What the fuck;»
Την ήξερε την πιτσιρίκα. Ήταν η Χριστίνα, ένα εντελώς αντιπαθητικό πλάσμα και συμμαθήτριά της. Τώρα τον θυμήθηκε. Ο πατέρας της, ο δικηγόρος. Σοβαρός, με το ακριβό αμάξι και λεπτεπίλεπτους τρόπους. Τον είχε δει μια φορά που είχε έρθει στο σχολείο όταν η ξιπασμένη η κόρη του είχε κάνει παράπονα για άδικη μεταχείριση εκ μέρους των καθηγητών.
Σούφρωσε τα χείλη της. Μόλις βρήκε άλλο έναν λόγο για να μισήσει αυτήν και όλη της την οικογένεια. Με αυτό που θα έκανε, θα εκδικούταν. Για τον τρόπο ζωής τους, τα αυτάρεσκα χαμόγελα. Για όλα αυτά που εκείνη δεν είχε ποτέ. Πολύ θα ήθελε να έχει μια φωτογραφία καθώς θα τον έχει στο στόμα της για να την τρίψει στη μούρη της Χριστίνας την επόμενη φορά που θα την έβλεπε.
«Λείπουν στο εξοχικό μας στην Άνδρο».
Γύρισε και τον κοίταξε. Κρατούσε στο χέρι ένα βαρύ ποτήρι, προφανώς από ακριβό κρύσταλλο, γεμάτο με κάποιο παλαιωμένο ουίσκι. Δεν της πρότεινε αλλά το προσπέρασε. Θα μπορούσε να μένει σε αυτό το διαμέρισμα. Άνθρωπος υπεράνω υποψίας, με φράγκα που σπρώχνει πράμα και γουστάρει πιτσιρίκες. Ναι, γιατί όχι; Αν μάλιστα τον σύγκρινε με τους ταλαίπωρους κοιλαράδες θείους που της κουβαλούσε η μάνα της, τότε, ναι, γιατί όχι;
Προσγειώθηκε γρήγορα. Έξυσε νευρικά το μπράτσο σαν θυμήθηκε γιατί είχε πάει εκεί. Προσπάθησε να το παίξει άνετη. Τον πλησίασε και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Πού γουστάρεις να το κάνουμε; Θες εδώ στον καναπέ; Ή μήπως θέλεις να πάμε μέσα;»
Δεν της απάντησε. Ήπιε μονορούφι το ποτό του και σκούπισε τα χείλη του. Της έκανε νόημα να πάει στην κρεβατοκάμαρα και αυτός την ακολούθησε. Ένα τεράστιο κρεβάτι δέσποζε στο κέντρο του στρωμένου με χοντρό λευκό χαλί δωμάτιο. Είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, ήταν χλωμή.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και περίμενε. Αυτός έβγαλε με την ησυχία του το χρυσό του ρολόι και το ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο. Έτριψε το πηγούνι του και το ύφος του άλλαξε. Έγινε πιο σκοτεινό, πιο μοχθηρό. Ένιωσε άβολα και κοίταξε την πόρτα του δωματίου. Κάτι της έλεγε ότι έκανε πολύ άσχημα που βρισκόταν εκεί μέσα μαζί του. Ξεροκατάπιε καθώς έκανε δεύτερες σκέψεις για το πόσο τελικά την χρειαζόταν αυτή την σκόνη. Τακτοποίησε αμήχανα τα μαλλιά της πίσω από το αυτί και έσκυψε το κεφάλι. Όλη αυτή η μαγκιά της είχε εξαφανιστεί μεμιάς.
«Θυμήθηκα ότι έχω μια δουλειά και πρέπει να φύγω» του είπε σχεδόν τραυλίζοντας.
Της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι που νόμιζε πως θα ξεκολλήσει το κεφάλι από τους ώμους. Πριν προλάβει να συνέλθει και να αντιδράσει, είχε σκύψει από πάνω της και τη γράπωσε από τον λαιμό. Ήταν πολύ πιο δυνατός από εκείνη, ό,τι και να έκανε, της ήταν αδύνατο να ελευθερωθεί από την λαβή του. Ο χαμογελαστός άντρας που την είχε υποδεχτεί στην πόρτα, είχε μεταμορφωθεί στον Διάβολο τον ίδιο.
«Κάτι πουτανάκια σαν και του λόγου σου, εγώ τα ξεσκίζω, τους τσακίζω τον τσαμπουκά, κατάλαβες;»
Της έσκισε την μπλούζα και τα μάτια της γέμισαν με φόβο και δάκρυα. Θέλησε να τον παρακαλέσει να σταματήσει, ότι την πονούσε μα της ήταν αδύνατο έτσι όπως την έσφιγγε. Τα πάντα γύρω της ξεθώριαζαν, τα πνευμόνια της έτσουζαν στην απεγνωσμένη προσπάθεια να πάρουν αέρα. Λίγο πριν λιποθυμήσει, την άρπαξε και την γύρισε μπρούμυτα. Της κατέβασε το παντελόνι μα ήταν πολύ αδύναμη για να αντισταθεί. Με το ένα του χέρι, της σήκωσε το πηγούνι και με το άλλο της τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά. Μπήκε βίαια από πίσω και η Στέφη ούρλιαξε από τον πόνο. Έναν πρωτόγνωρο, απίστευτο πόνο σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά και που την επανέφερε στη ζοφερή πραγματικότητα. Παρακαλούσε μέσα στα αναφιλητά της να σταματήσει, μα όσο τον ικέτευε, τόσο πιο βίαιος γινόταν.
Έκανε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει και σχεδόν τα κατάφερε. Πρόλαβε να την αρπάξει από το πόδι και την ανάγκασε να ξαπλώσει πάλι μπροστά του, ανάσκελα αυτή τη φορά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν τραβηχτεί από την ένταση και την αγριάδα που είχε γίνει αγνώριστος. Της κατάφερε μια δυνατή μπουνιά και το στόμα της γέμισε με αίμα. Της άρπαξε από τα μαλλιά και την γύρισε μπρούμυτα. Συνέχισε πιο δυνατά, πιο θυμωμένα μα η Στέφη είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Βυθισμένη σε ένα ληθαργικό ταξίδι πόνου και αγωνίας, απλά προσπαθούσε να κρατηθεί να μη λιποθυμήσει μέχρι να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης.
Ένα μουγκρητό σήμανε το τέλος. Η Στέφη σωριάστηκε πνιγμένη στο αίμα της τραβώντας το λινό σεντόνι πάνω της σε μια προσπάθεια να κρύψει την γύμνια της. Εκείνος ατάραχος, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, άναψε τσιγάρο και έβαλε ξανά το ρολόι στον καρπό του. Ύστερα, έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτί και της το πέταξε με απαξιωτικό ύφος.
«Σε πέντε λεπτά να έχεις εξαφανιστεί από εδώ μέσα».
Έμεινε διπλωμένη σε εμβρυική στάση, κοιτώντας το φιξάκι, λίγα εκατοστά μακριά από το πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα, το σαγόνι της πονούσε αφόρητα μα πιο πολύ την πονούσε ο εξευτελισμός της. Είχε φτάσει στο τελευταίο σκαλί της αξιοπρέπειας πια, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Κατάπιε τον πληγωμένο της εγωισμό και ντύθηκε συμμαζεύοντας όσο μπορούσε τα ρούχα της. Έπειτα, έβαλε το φιξάκι στην τσέπη της και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.
Το πρόσωπο του Δαίμονα
Ηλίας Στεργίου