Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 28)

«Σε βλέπω λίγο χλωμή ή μου φαίνεται;»

Το γοητευτικό χαμόγελο είχε εμφανιστεί ξανά στο πρόσωπό του. Ακουμπούσε με το δεξί του πόδι στον τοίχο και ετοιμαζόταν να ανάψει τσιγάρο. Είχε όλη αυτή την άνεση σαν να μην συνέβαινε τίποτα και που την εκνεύριζε αφάνταστα. Στεκόταν απέναντί του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος μουτρωμένη και τον κοίταζε.

«Πώς μπορείς και απλά χαμογελάς, μου λες;»

Ο Γιάννης έφυγε από τον τοίχο και πήγε κοντά της. Της πρόσφερε τσιγάρο και αυτή το δέχτηκε απρόθυμα.

«Ίσως θα έπρεπε και εσύ να το κάνεις» της απάντησε.

«Δεν μου περισσεύουν χαμόγελα για να τα μοιράζω από δω και από κει» συνέχισε με ύφος.

«Κακώς. Θα φώτιζε αυτό το μόνιμα όμορφο θλιμμένο προσωπάκι».

«Παράτα με! Δεν ξέρεις τίποτα για μένα;»

«Ενώ για μένα νομίζεις ότι ξέρεις;»

Ο τόνος του ανέβηκε λίγο μα ήταν συγκρατημένος.

«Τι σκατά συμβαίνει με σένα; Κάθεσαι και αναλώνεσαι με αυτή τη μαλακία και χαραμίζεσαι! Ένα πρεζάκι είσαι που καταστρέφεις την ζωή σου. Δεν χρειάζεται να ξέρω τίποτα παραπάνω!»

Ο Γιάννης τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και φάνηκε να το σκέφτεται.

«Η ζωή όπως την ξέρουμε» της είπε με επιτηδευμένο ύφος «είναι μια ατελής άποψη της πραγματικότητας και τα ναρκωτικά είναι το κατάλληλο μέσο να την διορθώσει, ξέρεις, να γεμίσει τα κενά. Η πρέζα να ξέρεις, είναι η πιο απαιτητική γκόμενα. Σου παίρνει τα πάντα και σου δίνει τίποτα. Σου δανείζει μόνο την αίσθηση της ευτυχίας».

Η Αρετή κάγχασε.

«Δεν ξέρεις τι λες. Απλά μισείς τον εαυτό σου και βρίσκεις δικαιολογίες. Όλο αυτό το μίσος που ξεχειλίζει για τον εαυτό σου, το ξαναβάζεις πάλι μέσα σου με την σύριγγα όταν σουτάρεις».

Τα μάτια του μίκρυναν καθώς την κοίταξε. Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά και πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα. Μάλλον είχε πατήσει κάποιο ευαίσθητο κουμπί του.

«Δεν μπορεί ο καθένας να κοιτάει απλά την δουλειά του; Ποιος το λέει ότι με το να κάνω εγώ χρήση ναρκωτικών του δίνει αυτόματα το δικαίωμα να ασχολείται μαζί μου; Δεν τους ενοχλεί η δική μου αποτυχία αλλά το να μην πετύχουν εκείνοι. Δεν είσαι σαν και εμάς και δεν καταφέραμε να σε κάνουμε σαν τα μούτρα μας. Λοβοτομημένο, κενό, ψυχοπαθή».

Η Αρετή γέλασε χαιρέκακα.

«Πάντα φταίνε οι άλλοι έτσι;»

«Δεν είναι όλοι αυτοί ναρκομανείς;» είπε καθώς άναβε το δεύτερο τσιγάρο βηματίζοντας νευρικά πάνω κάτω. Εθισμένοι και κάθε σκουπίδι που προβάλλουν και επιβάλλουν οι άλλοι; Με τη μόνη διαφορά πως όλοι αυτοί είναι κοινωνικά αποδεκτοί, μέσα στις βολικές κοινωνικές τους συμβάσεις που κουβαλάνε όλη την παράνοια του κόσμου πάνω τους».

«Υπάρχουν και οι φίλοι που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν…»

«Η ζωή» την έκοψε «κάνει πολύ περίεργα μαθηματικά. Όσο αυξάνονται οι ανάγκες σου, τόσο μειώνονται οι φίλοι σου».

Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και έμοιαζε σαν να άρχισε να χαλαρώνει πάλι.

«Δεν υπάρχουν φίλοι σε αυτή την κατάσταση. Υπάρχουν τα ετοιμοθάνατα ψοφίμια και τα όρνεα που είναι έτοιμα να τα κατασπαράξουν. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε σένα και την ανάγκη να σουτάρεις».

Έσκυψε το κεφάλι του.

«Δεν περιμένω να με καταλάβεις και ούτε θέλω. Δεν με νοιάζει».

Πήγε κοντά της και της χάιδεψε το πηγούνι.

«Είμαι ευτυχισμένος με τον δικό μου τρόπο. Η πρέζα είναι η δική μου νιρβάνα».

Τίναξε το κεφάλι της για να τον αποφύγει.

«Όλη αυτή η ευδαιμονία που νομίζεις ότι νιώθεις. Μια ψευδαίσθηση είναι, σαν να πιστεύεις στο Θεό. Τίποτα δεν αλλάζει πραγματικά, αυτός ο φανταστικός κόσμος που έχεις χτίσει, πιστεύεις πραγματικά ότι θα κάνεις την διαφορά; Έχεις χαθεί, δεν υπάρχεις πουθενά και για κανέναν».

Ο Γιάννης χαμογέλασε. Γονάτισε μπροστά της και σήκωσε μια χρησιμοποιημένη σύριγγα.

«Ο Θεός ήταν εδώ» της είπε δείχνοντάς την.

«Θα πεθάνεις!» του φώναξε. «Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Γιατί, νομίζεις ότι εσύ ζεις;» της απάντησε και αυτός οργισμένος. «Κρύβεσαι, σε τρομάζει ακόμα και το φως του ήλιου! Εγώ μπορεί να επέλεξα αυτό τον δρόμο αλλά τουλάχιστον ζω!»

«Ακροβατείς!»

«Ενώ εσύ τι κάνεις; Κουνάς το δάχτυλο μόνο αλλά δεν προσπαθείς στην ουσία να αλλάξεις τίποτα. Έχω βαρεθεί να μου υποδεικνύουν το πώς θα ζήσω! Από λόγια άλλο τίποτα αλλά από ουσία μηδέν!»

Τα μάτια της σπινθήρισαν από οργή. Τον έβλεπε να στέκεται γυρτός, με τον αγκώνα να ακουμπά στις σάπιες σανίδες του παραθύρου κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα. Σαν φύλακας με το καπνισμένο του δόρυ που φυλούσε τις σκονισμένες Θερμοπύλες.

«Δεν με ξέρεις» της είπε σιγά. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μιλάς για μένα. Άνθρωποι στιγματίστηκαν, κυνηγήθηκαν και καταδικάστηκαν σε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών. Για την χρήση μιας ουσίας που καταχρηστικά νομοθετήθηκε παράνομα. Στιγματισμένοι, παγιδευμένοι μέσα σε ένα στερεότυπο. Μια επιλογή που την πληρώνουμε ακριβά και με πολλούς τρόπους».

Κρατούσε τον τόνο της φωνής του σε χαμηλό, υποβλητικό τόνο, κάτι που την τσάντιζε ακόμα περισσότερο. Ενώ αυτή ήταν μια χύτρα έτοιμη να εκραγεί, έβλεπε σε εκείνον μια επιβλητική ηρεμία που τη φούντωνε ακόμα πιο πολύ.

«Το να αποφεύγεις τα προβλήματά σου ποτέ δεν είναι η λύση. Μαγκιά είναι να αντιμετωπίζεις την μπόρα κατά πρόσωπο και όχι να της γυρνάς την πλάτη. Η φυγή δε σταμάτησε ποτέ καμιά βροχή».

«Όλοι έχουμε τους δαίμονές μας, εντάξει;»

«Αυτό κάνεις όταν χτυπάς πρέζα; Έτσι τους διώχνεις;»

«Μωρό μου, ο Δαίμονας είναι ήδη μέσα μου και εγώ απλά τον ταΐζω».

«Ο δαίμονας μεγαλώνει μέσα μας όσο εμείς του επιτρέπουμε. Πώς τον αντιμετωπίζεις δηλαδή; Καρφώνοντας την βελόνα στο μπράτσο σου; Πολύ πρωτότυπος και έξυπνος τρόπος. Άσε λοιπόν τις ηθικολογίες και ζήτα βοήθεια. Η σιωπή είναι μια μόλυνση που επεκτείνεται, σου διαλύει το σώμα και το νου, αργά και βασανιστικά, σαν κομμάτια ωμής σάρκας που αποσυντίθεται σε οξύ».

«Βοήθεια ζητάνε μόνο οι αδύναμοι. Εγώ είμαι αθάνατος μωρό μου».

Την πλησίασε. Την αγκάλιασε ενώ η Αρετή προσπάθησε να αντισταθεί και την φίλησε στα χείλη. Τον απώθησε και τον χαστούκισε. Τον κοίταξε με πύρινο βλέμμα, γεμάτο οργή και απόγνωση. Τα πάντα μέσα της ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι, αχαλίνωτα συναισθήματα έψαχναν τον δρόμο για να εκφραστούν και η τρικυμία στα μάτια του Γιάννη της πρόσφεραν αυτή τη διέξοδο.

Έπιασε το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια και τον φίλησε με πάθος. Του έβγαλε την μπλούζα και έμπλεξε τα χέρια της με τα δικά του. Έπεσαν στο πάτωμα και έκαναν παράφορο έρωτα αγνοώντας τα συντρίμμια γύρω τους.

Ηλίας Στεργίου